Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;

Πόσο πλούσιος θέλεις να γίνεις; Με πόσα χρήματα είσαι ευχαριστημένος; Τι θέλεις; Nα μην αγχωθείς ποτέ ξανά με τα λογιστικά προβλήματα αυτού

ΤΟ ΒΗΜΑ
Πόσο πλούσιος θέλεις να γίνεις; Με πόσα χρήματα είσαι ευχαριστημένος; Τι θέλεις; Nα μην αγχωθείς ποτέ ξανά με τα λογιστικά προβλήματα αυτού του κόσμου ή να έχεις τόσα στην άκρη ώστε να ζεις αγκαλιά μόνο με την πραγματικά καλή πλευρά της ζωής; Αν έρθει αυτός ο ονειρεμένος πλουτισμός, τι ιδεολογικό περίβλημα θα του βάλεις; Οτι δίνεις στους φτωχούς και κλέβεις από τους πλούσιους; Οτι παίρνεις φοροαπαλλαγές μεταμφιεσμένες σε φιλανθρωπίες; Οτι σου αξίζουν; Οτι, αν δεν τα είχες εσύ, θα ξοδεύονταν άγαρμπα και κακόγουστα από κάποιον χειρότερο από εσένα; Πόσα ταξίδια θα κάνεις; Θα βαρεθείς ποτέ; Πόσο σεξ θα κάνεις; Γιατί πάντα συνδέεται το σεξ με το χρήμα; Γιατί όχι; Θα ξεγελούσες τον εαυτό σου δουλεύοντας ή απλώς θα ζούσες την απόλυτη τρυφηλότητα; Μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει χωρίς να δουλεύει; Θα κοιμάσαι τα βράδια; Και, τέλος, θα ήσουν καλύτερος άνθρωπος; Θα ήσουν ευτυχισμένος;
Ο Τζόρνταν Μπέλφορντ δεν κοιμάται τα βράδια. Και όλα τα παραπάνω, ακόμη και αν δεν τα έχει αναρωτηθεί, τα έχει ζήσει. Είναι ένας εμφανίσιμος απατεώνας, μεγαλωμένος σε μια μεσοαστική οικογένεια δύο λογιστών, ο οποίος είτε λόγω ξεχασμένων γονιδίων είτε επειδή έτυχε να είναι επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα του πλουτισμού των 80s, αποφάσισε πως ο σκοπός της ζωής του είναι το χρήμα. Και τους σκοπούς της ζωής οι έξυπνοι άνθρωποι τους πραγματοποιούν με κάθε τρόπο.
Και όταν λέμε με κάθε τρόπο, εννοούμε με τον πιο προσοδοφόρο: να κλέβει, φορώντας ένα white collar πουκάμισο, κολυμπώντας στα όρια της νομιμότητας. Ο Μπέλφορντ στα 80s δημιούργησε μια εταιρεία γεμάτη αδίστακτους απατεώνες με επικάλυψη νομιμότητας, έναν παράδεισο της υπερβολής γεμάτο με έναν σωρό φωνακλάδες αγκιτάτορες χωρίς μόρφωση, οι οποίοι πουλούσαν «μετοχές-σκουπίδια σε σκουπιδιάρηδες». Θυμίζει λίγο μια εκδοχή και της δικής μας χρηματιστηριακής υστερίας. Καθημερινοί άνθρωποι εξαπατούνταν νόμιμα, αλλά όχι ηθικά, συμμετέχοντας και αυτοί στο κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, αγοράζοντας ό,τι τους προσφερόταν. Ο λύκος, όμως, πάντα ξέρει καλύτερα από τα πρόβατα, μέχρι να γίνει υπερβολικά λαίμαργος.
Ο Μπέλφορντ είναι το πρόσωπο στο οποίο βασίστηκε η ταινία των ημερών, «O λύκος της Wall Street», του 71χρονου αλλά ακμαίου Μάρτιν Σκορσέζε. Η ταινία είναι χορταστική, σχεδόν κωμική μέσα στην υπερβολή της. Οι σκηνές της είναι γκροτέσκες, η χλιδή κραυγαλέα, ο τρόπος της τόσο χυδαίος, που μοιάζει σχεδόν απολαυστικός.
Κάποια στιγμή στην ταινία, αλλά και στη ζωή νωρίτερα, μια εργαζόμενη συμφωνεί να καθήσει στο κέντρο μιας αίθουσας εργασίας. Οι άνδρες συνάδελφοί της, σωστοί ούννοι, ουρλιάζουν σε αργή κίνηση, σχεδόν νιώθεις τα σάλια τους. Η κοπέλα πρόκειται να ξυρίσει τα μαλλιά της μπροστά τους με αντάλλαγμα κάποιες χιλιάδες δολάρια. Λίγο αργότερα, ένας νάνος χρησιμοποιείται ως βελάκι καταλήγοντας σε έναν τεράστιο στόχο, ένα χόμπι ιδανικό για τις χαλαρές Παρασκευές στο γραφείο. Επειτα, μια γυμνή μπάντα, ακολουθούμενη από δεκάδες πρόθυμες πόρνες, μπαίνει στον χώρο εργασίας. Κάποια στιγμή, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, που υποδύεται τον Μπέλφορντ, μαστουρωμένος από χάπια Quaalude, κυλιέται στο έδαφος προσπαθώντας να μιλήσει με τον τραπεζίτη του στην Ελβετία. Σέρνεται κάτω, βγάζει άναρθρες κραυγές, τον βλέπεις και αναρωτιέσαι πώς κατάφερε να βγάλει τόσα χρήματα ένας τέτοιος τύπος.
Πέρα από την κινηματογραφική τέχνη, πέρα από την ανοχή στις καταχρήσεις, πέρα από το στούμπωμα του καπιταλισμού, η ταινία προσφέρει και ένα κάπως απλοϊκό μήνυμα της ανόδου και της πτώσης, του οργίου, της λαιμαργίας, της αποκτήνωσης, του σεξισμού, του λάθους του καπιταλισμού και όλων αυτών των πολιτικά ορθών αξιών που θεωρητικά υπερασπίζεται η Δύση. Και το νόημα μοιάζει να είναι πως, θεωρητικά, στο τέλος όλα αυτά τιμωρούνται με μια ηχηρή πτώση. Είναι, όμως, έτσι;
Βλέποντας την ταινία, ένας Ελληνας δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί: πόσες παρόμοιες ιστορίες υπάρχουν γύρω μας; Πόσα ναυαγισμένα εγώ; Πόσοι άνθρωποι, που κάποτε μετακινούνταν με ελικόπτερο, που κάποτε άφηναν υπουργούς στην αναμονή, τώρα δεν έχουν λεφτά για να φάνε μια τυρόπιτα; Μήπως αν είχαμε καλύτερη κινηματογραφική διήγηση, θα είχαμε ανεβασμένο ΑΕΠ;
Και το κυριότερο, πόσο ακριβής είναι η Νέμεσις μετά την προφανή ύβρη; Στην ταινία ο Μπέλφορντ ταπεινώνεται, καταδίδει τους συνεργάτες του, μπαίνει φυλακή και στο τέλος εμφανίζεται ακμαίος να κάνει σεμινάρια πλουτισμού σε ανυποψίαστους Νεοζηλανδούς. Η πραγματικότητα δεν διαφέρει: μπήκε για λίγα χρόνια φυλακή και μετά βγήκε καθαρός και εξίσου πλούσιος, διηγούμενος τις αμαρτίες του στον κινηματογράφο. Στην τελευταία του συνέντευξη μιλούσε για το πόσο εύκολο είναι να πλουτίσεις αν σκέφτεσαι σωστά και έκανε αναλύσεις για το μεγάλο κενό που έχει πάντα, για τα λεφτά που έρχονται εύκολα, για τον ύπνο που δεν έρχεται, για το πόσο εξαντλητική είναι η ζωή του. Και το ερώτημα επιστρέφει: πόσο πλούσιος θέλεις να γίνεις; Και, το σημαντικότερο, πόσο ευτυχισμένος είσαι;

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version