Υπάρχει ακόμη «τρίτος δρόμος»

Είναι κρίμα που η πρόσφατη αντιπαράθεση για το μνημόνιο γίνεται λόγω μιας δικαστικής πρωτοβουλίας, η οποία μάλιστα από τη φύση της διαδικασίας δεν κομίζει κανένα στοιχείο. Οι μεν υπερασπιστές του μνημονίου θεωρούν ότι τους επιτίθενται διότι δεν έχουν άλλα επιχειρήματα, ενώ οι πολέμιοι πανηγυρίζουν ότι δικαιώνεται η θεωρία συνωμοσίας, η οποία όμως δεν θα αποδειχθεί ποτέ γιατί στην Ελλάδα όλα σκεπάζονται. Διαμορφώνονται έτσι δύο βολικές εκδοχές:

Είναι κρίμα που η πρόσφατη αντιπαράθεση για το μνημόνιο γίνεται λόγω μιας δικαστικής πρωτοβουλίας, η οποία μάλιστα από τη φύση της διαδικασίας δεν κομίζει κανένα στοιχείο. Οι μεν υπερασπιστές του μνημονίου θεωρούν ότι τους επιτίθενται διότι δεν έχουν άλλα επιχειρήματα, ενώ οι πολέμιοι πανηγυρίζουν ότι δικαιώνεται η θεωρία συνωμοσίας, η οποία όμως δεν θα αποδειχθεί ποτέ γιατί στην Ελλάδα όλα σκεπάζονται. Διαμορφώνονται έτσι δύο βολικές εκδοχές:
– Είτε κάποιος αποδέχεται την αδήριτη αναγκαιότητα του μνημονίου, το αλάνθαστο των επιλογών του και το αναπόφευκτο κόστος της ύφεσης.
– Είτε κατατάσσεται στον αστερισμό της δραχμής και του λαϊκισμού, αντιδρώντας σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση.
Πιστεύω – και το είχα διατυπώσει γραπτά από πολύ νωρίς – ότι υπήρχε και υπάρχει ακόμη «τρίτος δρόμος» που θα μπορούσε με μικρότερο κόστος να είχε αντιμετωπίσει τα προβλήματα του 2009, να είχε αποφύγει την παγίδα της ύφεσης και να είχε εδραιώσει την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ αντί να θέτει κάθε τόσο διλήμματα για τον κίνδυνο εξόδου. Μερικά πράγματα που δεν έγιναν όταν έπρεπε και επιτάχυναν την αίσθηση αδιεξόδου ήταν τα εξής:
Πρώτον, η δημοσιονομική κατάσταση το φθινόπωρο του 2009 ήταν πράγματι εκτός ελέγχου, αλλά ο προϋπολογισμός για το 2010 συντάσσεται σαν να μην το λαμβάνει υπόψη του. Δεν προβλέπει καμία απολύτως αποκρατικοποίηση, ενώ επεκτείνει αρκετές κατηγορίες δαπανών, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα απειλητικά διεθνή σενάρια. Τα επιτόκια στα έντοκα γραμμάτια εκείνη την περίοδο είναι πολύ χαμηλά και αν η Ελλάδα είχε δανειστεί μαζικά, θα μπορούσε να εξέλθει ένα διάστημα από τις αγορές ομολόγων και να επανέλθει όταν ηρεμούσαν. Το έκαναν η Ιρλανδία το 2009 και πρόσφατα η Γαλλία και η Ιταλία, η Ελλάδα όμως επέμεινε στις μακροχρόνιες εκδόσεις με ραγδαία αυξανόμενο κόστος ώσπου φράκαρε.
Η Ελλάδα δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που είχε τότε να χρηματοδοτήσει επενδύσεις με λεφτά μόνο της ΕΕ, χωρίς δική της επιβάρυνση, ώστε να συγκρατήσει την ύφεση. Την εφάρμοσαν αρκετές άλλες χώρες το 2009 και μας την υπενθύμισε ξανά η απόφαση του Ιουλίου του 2011. Τέλος, δεν υπήρξε ένα συνεκτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης των ΔΕΚΟ με δυναμικές διοικήσεις που θα προωθούσαν την εξωστρέφεια και τις αποκρατικοποιήσεις. Ούτε οι απόπειρες προσέλκυσης επενδύσεων ευδοκίμησαν.
Υστερα από πολύμηνη απουσία μιας πολιτικής ανάσχεσης της κρίσης, οι αγορές έγιναν ασφυκτικές και τότε πράγματι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια πέρα από τον μηχανισμό βοήθειας. Το μνημόνιο όμως που ακολουθεί, αντί να εφοδιάσει τη χώρα με μια στρατηγική διπλής εξόδου από τη δημοσιονομική κρίση και την ύφεση, εφαρμόζει μέτρα που δεν πετυχαίνουν το πρώτο και χειροτερεύουν το δεύτερο. Κύρια αιτία η εμμονή στην υπερφορολόγηση των ήδη φορολογουμένων και η μακρά καθυστέρηση αναδιοργάνωσης και συντονισμού του φορολογικού μηχανισμού. Η αδυναμία προσαρμογής του δημόσιου τομέα οδηγεί σε επέλαση περικοπών στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι ταυτόχρονα δοκιμάζονται από την έκρηξη των απολύσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα φουντώνει η αβεβαιότητα των νοικοκυριών, κλονίζεται η αγοραστική τους δύναμη και η ύφεση βαθαίνει χωρίς φρένο. Ακόμη και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν με πολύ κόπο – όπως στο Ασφαλιστικό και στα φορτηγά – δεν αποδίδουν όσο θα μπορούσαν γιατί παγιδεύονται στην ύφεση.
Η ύφεση συνιστά σήμερα την κυριότερη απειλή για την οικονομία και την κοινωνία, δυστυχώς όμως είναι τόσο βαθιά που δεν αντιμετωπίζεται πλέον με επί μέρους σωστές κινήσεις αλλά μόνο με μια ώθηση ικανή να μεταδώσει μια μαζική αίσθηση αλλαγής κλίματος. Παρά τις ορθές επισημάνσεις πολλών ότι πρέπει να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο και τις αυταπάτες μερικών άλλων ότι πρέπει πρώτα «να μας στρώσουν οι ξένοι», η Ιστορία διδάσκει το ακριβώς αντίστροφο: ότι πρώτα βγαίνεις από την ύφεση και πάνω στην πορεία ανάκαμψης εμπεδώνεις τις μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Σήμερα αυτό μπορεί να γίνει μόνο από ένα κύμα άμεσης ανάθεσης μεγάλων έργων με εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση από τα 17 δισ. ευρώ του λεγόμενου «νέου σχεδίου Μάρσαλ» που εγκρίθηκε πρόσφατα και από το Ευρωκοινοβούλιο. Αν η κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη, την άμεση διαδικασία ανάθεσης και κατασκευής των έργων μπορεί να αναλάβει απευθείας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιουργώντας ένα «Εκτακτο Ταμείο Ανάπτυξης του Νότου» και κατευθύνοντας τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε πραγματικά αναπτυξιακά έργα από οδικούς άξονες και βιολογικούς καθαρισμούς έως λιμάνια, πάρκα μικρομεσαίων και επενδύσεις σε εξαγωγικές επιχειρήσεις. Ετσι θα ανορθωθεί και η ανταγωνιστικότητα χωρίς την κατεδάφιση των κατώτερων μισθών και τα πειράματα εσωτερικής υποτίμησης.
Αν δρομολογηθεί μια πειστική έξοδος από την ύφεση, πολλά μπορούν να αλλάξουν και στο ίδιο το μνημόνιο. Ηδη έχει αρχίσει να συζητείται η ανασύνθεση των φόρων με άλλα ισοδύναμα μέτρα που δεν επιβαρύνουν άλλο τον μισθωτό και τον ειλικρινή επιχειρηματία. Η εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί περισσότερο αν η εκταμίευση της δανειακής βοήθειας γίνεται με την εκπλήρωση ετήσιων στόχων, αντί να ζούμε κάθε τρεις μήνες το μελόδραμα υπαγόρευσης νέων μέτρων ή «αλλιώς θα μας βγάλουν από το ευρώ». Και τότε θα φανεί ότι πολλά που υπέστη η ελληνική οικονομία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν λιγότερα πράγματα είχαν γίνει εγκαίρως και πιο αποφασιστικά.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός Οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.