βιβλίοΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

"Για πολλά χρόνια πίστευα πως δεν ονειρευόμουν, μέχρι που είδα στον ύπνο μου την Αφρική. Αυτό συνέβη μια νύχτα στα τέλη του Αυγούστου, εδώ στο Κίιν Βάλι, όσο πιο μακριά από την Αφρική είχα καταφέρει να εγκατασταθώ. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την πλοκή του ονείρου, ήξερα όμως πως εκτυλισσόταν στην Αφρική, στο σπίτι μου στη Μονρόβια, την πρωτεύουσα της Λιβερίας. Ηξερα επίσης πως έπαιζαν κάποιον ρόλο οι χιμπαντζήδες, διότι στο μυαλό μου πλανιόνταν στρογγυλά, καφετιά πρόσωπα σαν μάσκες ακόμα και αφού ξύπνησα στην ασφάλεια του κρεβατιού μου, σ΄ ετούτο το παλιό σπίτι στα όρη Αντιρόντακ κι ένιωσα να με κυριεύει η επίγνωση πως σύντομα θα επέστρεφα σ΄ εκείνη τη μακρινή χώρα.

«Για πολλά χρόνια πίστευα πως δεν ονειρευόμουν, μέχρι που είδα στον ύπνο μου την Αφρική. Αυτό συνέβη μια νύχτα στα τέλη του Αυγούστου, εδώ στο Κίιν Βάλι, όσο πιο μακριά από την Αφρική είχα καταφέρει να εγκατασταθώ. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την πλοκή του ονείρου, ήξερα όμως πως εκτυλισσόταν στην Αφρική, στο σπίτι μου στη Μονρόβια, την πρωτεύουσα της Λιβερίας. Ηξερα επίσης πως έπαιζαν κάποιον ρόλο οι χιμπαντζήδες, διότι στο μυαλό μου πλανιόνταν στρογγυλά, καφετιά πρόσωπα σαν μάσκες ακόμα και αφού ξύπνησα στην ασφάλεια του κρεβατιού μου, σ΄ ετούτο το παλιό σπίτι στα όρη Αντιρόντακ κι ένιωσα να με κυριεύει η επίγνωση πως σύντομα θα επέστρεφα σ΄ εκείνη τη μακρινή χώρα.

Δεν επρόκειτο για ενσυνείδητη απόφαση. Μάλλον κάτι σαν προαίσθημα ήταν, ίσως ένα ψυχανέμισμα που πήγαζε από τους πιο σκοτεινούς τόπους του μυαλού μου. Εκεί σέρνονταν οι εικόνες από τη Λιβερία, συντρίβονταν και διαλύονταν στα μαύρα νερά όπου έχω αποθηκεύσει τις περισσότερες αναμνήσεις μου από την Αφρική. Τις αναμνήσεις μου από την Αφρική και από τα τρομερά χρόνια που είχαν προηγηθεί. Οταν έχεις κρατήσει τόσα μυστικά όσα έχω κρατήσει εγώ και για τόσο πολύν καιρό, καταλήγεις να μην τα λες ούτε στον εαυτό σου. Να, λοιπόν, πού με πήγαινε το όνειρό μου- στις ξεχασμένες μνήμες της Λιβερίας και των χρόνων που με είχαν οδηγήσει εκεί. Σαν να ήταν το μυστικό κάποιου άλλου που έπρεπε, ειδικά εγώ, να μην το μάθω.

Και τη θέση αυτού του μυστικού είχε καταλάβει η γνώση πως σύντομα θα επέστρεφα- μια διαίσθηση, στην ουσία, διότι την απόφαση την πήρα αργότερα εκείνη τη μέρα, όταν η Ανθέα κι εγώ είχαμε πια σφάξει τις κότες, τις είχαμε τυλίξει στα χαρτιά και τις είχαμε βάλει σε πλαστικές σακούλες για διανομή και παράδοση.

Ηταν τέλος καλοκαιριού, η αρχή ενός πρώιμου φθινοπώρου και, μολονότι έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από τότε, νιώθω σαν να έχει μεσολαβήσει ολόκληρη δεκαετία. Αλλαξαν τόσα πολλά μέσα σ΄ εκείνη τη χρονιά. Από την άλλη, η δεκαετία στη φάρμα μοιάζει σαν να ήταν όλη κι όλη μερικά μερόνυχτα, αφού μόνο τα ίδια πράγματα συνέβαιναν εδώ, μέρα με τη μέρα, εποχή με την εποχή, χρόνο με τον χρόνο. Ούτε νέοι εραστές εμφανίζονταν ούτε επέστρεφαν παλιοί, δεν υπήρχαν ούτε γάμοι ούτε διαζύγια, ούτε γεννήσεις και θάνατοι, τουλάχιστον ανθρώπων. Υπήρχε μόνο η φάρμα και ο κόσμος που την έτρεφε και τη στήριζε. Κάτι το άχρονο, θαρρείς.

Η φάρμα είναι εμπορική επιχείρηση, αφού πουλάω τα περισσότερα από τα προϊόντα που καλλιεργώ. Στην πραγματικότητα, όμως, θυμίζει μάλλον οικογενειακό αγρόκτημα παλαιού τύπου, και για να τη διαχειριστώ σωστά υποχρεώθηκα να θυσιάσω τον προσωπικό μου ρυθμό. Υποχρεώθηκα να εγκαταλείψω όλους τους αστικούς τρόπους μέτρησης του χρόνου και να τους αντικαταστήσω με το ρολόι του αγροκτήματος, το οποίο σημειώνει τις ανάγκες των ζωντανών και της σοδειάς, τις απαιτήσεις της γης και τα τερτίπια του καιρού. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι αγρότες τα παλιά χρόνια ήταν τόσο προσηλωμένοι στις κινήσεις των πλανητών και στις φάσεις της σελήνης, σαν να ήταν τα αγροκτήματά τους γυναικεία κορμιά. Μερικές φορές πιστεύω πως επειδή ακριβώς είμαι γυναίκα – ή απλώς και μόνον επειδή έζησα τόσα χρόνια στη Λιβερία και στον αφρικανικό χρόνο- κατάφερα να προσαρμοστώ τόσο εύκολα στον ρυθμό, στα σχήματα και στις περιοδικές επαναλήψεις του ρολογιού και του ημερολογίου της φύσης. Ολα, λοιπόν, ήταν ως συνήθως εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό, όταν ξύπνησα στις πεντέμισι, την ώρα που το σκοτάδι αποτραβιόταν από την πλατιά κοιλάδα του ποταμού προς τα δάση και τα βουνά που υψώνονταν πίσω από το σπίτι. Κατέβηκα κάτω με τα σκυλιά στο κατόπι μου, φορώντας το φανελένιο νυχτικό και τις παντόφλες μου για να αντιμετωπίσω το τσουχτερό κρύο της χαραυγής, κοίταξα τη θερμοκρασία στο στρογγυλό θερμόμετρο έξω από το παράθυρο της κουζίνας (ευτυχώς, δεν είχε αρχίσει ακόμη ο παγετός, διότι είχαμε αμελήσει να σκεπάσουμε τις τομάτες) και έβγαλα έξω τα σκυλιά.

Εκανα καφέ για την Ανθέα, η οποία έρχεται στις έξι και λέει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε αν δεν πιει το δεύτερο φλιτζάνι της, και για τα άλλα κορίτσια που έρχονται στις εφτά. Χασομέρησα λίγο στην κουζίνα όσο ετοιμαζόταν ο καφές για να απολαύσω τη σκούρα μυρωδιά του. Προσωπικά δεν πίνω ποτέ καφέ· έχω μεγαλώσει με τσάι, συνήθεια που πήρα από τον πατέρα μου από τη στιγμή που μου επέτρεψε να το πίνω, αλλά μου αρέσει η μυρωδιά του καφέ την ώρα που ψήνεται. Γι΄ αυτό παραγγέλλω και μου τον στέλνουν ταχυδρομικώς από την Κολομβία σε κόκκους βιολογικής καλλιέργειας, τους οποίους αλέθω κάθε φορά που είναι να φτιάξω καφέ, μόνο και μόνο για να χαρώ το άρωμά του.

Για λίγα λεπτά, όπως κάνω πάντα, στάθηκα στο παράθυρο και κοίταζα τα σκυλιά. Είναι δύο σκωτσέζικα τσοπανόσκυλα, πατέρας και κόρη, ο Μπέιλορ και η Γουίνι. Το πρώτο πράγμα που κάνουν κάθε πρωί είναι, μόλις τελειώσουν τις δουλειές τους, να περιπολήσουν στην περιοχή τους, να διαπιστώσουν πως δεν απειλείται ο χώρος τους και να βεβαιωθούν πως δεν έγινε τίποτε ανάρμοστο στη διάρκεια της νύχτας. Συνήθως, όταν τα βλέπω να δουλεύουν, θεωρώ πως εργάζονται για μένα. Σήμερα το πρωί, όμως, μου φαίνονταν παράξενα, αλλιώτικα, λες και κάποιος από μας, είτε εκείνα είτε εγώ, είχε αλλάξει στρατόπεδο. Εμοιαζαν σαν φαντάσματα, έτσι όπως κινούνταν γοργά κατά μήκος της πλαϊνής αυλής μέσα στο γκρίζο φως της χαραυγής, χάνονταν στις σκιές που έριχνε το σπίτι και οι βελανιδιές, σαν σαΐτες χώνονταν στο γκαράζ, έπειτα ξαναεμφανίζονταν και συνέχιζαν να κινούνται.»

OΡάσελ Μπανκς, 68 ετών σήμερα, είναι από τους γνωστότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς των ΗΠΑ. Ποιητής, διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος συνέδεσε το όνομά του με την κινηματογραφική βιομηχανία κατά έναν τρόπο ιδιόρρυθμο: έγραψε το σενάριο για τη μεταφορά του πασίγνωστου μυθιστορήματος του Τζακ Κέρουακ «Στο δρόμο»- και για λογαριασμό του Φράνσις Φορντ Κόπολα που είναι ο παραγωγός, αλλά η ταινία αυτή δεν έχει γυριστεί και κανείς δεν ξέρει αν ο ιδιόρρυθμος Κόπολα θα χρησιμοποιήσει τελικά το σενάριο του Μπανκς. Είναι ωστόσο σχεδόν βέβαιο πως σύντομα το μυθιστόρημα του ίδιου του Μπανκς «Τhe Darling» θα γίνει ταινία από τον Μάρτιν Σκορσέζε. Το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Αμερική το 2004, θα κυκλοφορήσει την επόμενη Δευτέρα από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Αmerican Darling» σε μετάφραση Τάκη Κιρκή.

Ο Μπανκς αφηγείται μέσω της ίδιας της κεντρικής ηρωίδας του Χάνας Μάσγκρεϊβ ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας της Αφρικής και ειδικότερα μιας από τις πιο ταλαιπωρημένες χώρες της, της Λιβερίας, και αποκαλύπτει τον άθλιο τρόπο με τον οποίο την εκμεταλλεύθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πρωτοδημοσιεύουμε σήμερα ένα μέρος από το πρώτο κεφάλαιο αυτού του ογκώδους μυθιστορήματος (η ελληνική έκδοση υπερβαίνει τις 570 σελίδες), το οποίο διαβάζεται σχεδόν με κομμένη την ανάσα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.