ΠΟΙΟΣ EINAI O ΚΑΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ;

ΠΟΙΟΣ EINAI O ΚΑΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ; Μια ματιά χωρίς φόβο στο τέλος της ζωής. Γιατί πλέον «ο φόβος του θανάτου αντικαθίσταται σιγά σιγά από τον φόβο για τον τρόπο του θανάτου» ANNA ΜΠΑΤΙΣΤΑΤΟΥ «Ο θάνατος δίνει νόημα στη ζωή μας. Αν δεν υπήρχε θάνατος, κάθε γέννηση θα ήταν μια τραγωδία». Ετσι αρχίζει το εισαγωγικό σημείωμα του δρος Richard Smith, εκδότη του περιοδικού «British Medical Journal», στο τεύχος της

ΤΟ ΒΗΜΑ

«Ο θάνατος δίνει νόημα στη ζωή μας. Αν δεν υπήρχε θάνατος, κάθε γέννηση θα ήταν μια τραγωδία». Ετσι αρχίζει το εισαγωγικό σημείωμα του δρος Richard Smith, εκδότη του περιοδικού «British Medical Journal», στο τεύχος της 26ης Ιουλίου 2003. Στη συνέχεια παρατίθεται η εμπειρία του Γκιούλιβερ όταν ταξίδεψε στη Laputa και άκουσε για τους Strudbruggs, τους αθάνατους. Στην αρχή εντυπωσιάστηκε γιατί φαντάστηκε ότι είχαν νου ελεύθερο, χωρίς το βάρος και τη θλίψη που προκαλείται από τη μόνιμη συναίσθηση της ύπαρξης του θανάτου. Ωστόσο οι Strudbruggs ήταν οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι. Ενα από τα μεγαλύτερα πάθη τους ήταν η ζήλια για τους γέρους εκείνους που μπορούσαν να πεθάνουν. «Πραγματικά όπου υπάρχει θάνατος υπάρχει ελπίδα, όχι μόνο γι’ αυτούς που μένουν πίσω αλλά και γι’ αυτούς που πρέπει να πεθάνουν» καταλήγει ο δρ Smith. Και για να μας βοηθήσει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας απέναντι στον θάνατο και έτσι να «ισορροπήσουμε», δημιούργησε ένα ολόκληρο τεύχος αφιερωμένο στον θάνατο με τίτλο «Ποιος είναι ο καλός θάνατος;» («BMJ», τ. 327, Issue 7408, 26 Ιουλίου 2003). Στο τεύχος αυτό η συντονίστρια δρ Jocalyn Clark υποστηρίζει ότι «ο φόβος του θανάτου αντικαθίσταται σιγά σιγά από τον φόβο για τον τρόπο του θανάτου». Ποιος όμως είναι ο καλός θάνατος; Γι’ αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση. Ολοι μας είμαστε τόσο διαφορετικοί στον θάνατο όσο είμαστε και στη ζωή μας. Αλλοι θα προτιμούσαν έναν ακαριαίο θάνατο, άλλοι έναν πιο αργό. Μερικοί προτιμούν να πεθάνουν ήσυχα, με ελάχιστη ιατρική παρέμβαση. Αλλοι θα ήθελαν να παλέψουν ως το τέλος για να ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα ζωής. Ωστόσο, αν πιστεύουμε ότι ένας καλός θάνατος είναι το «μεσουράνημα» μιας καλής ζωής, τότε η εξασφάλισή του, όταν έρθει η ώρα του, πρέπει να είναι προτεραιότητα όλων μας.


Απόδειξη ότι η ιδέα αυτή του καλού θανάτου απασχολεί έντονα τόσο τους επιστήμονες όσο και την κοινή γνώμη αποτελεί το γεγονός ότι την ίδια εβδομάδα στο περιοδικό «The New England Journal of Medicine» (τ. 349, Issue 4, 24 Ιουλίου 2003) δημοσιεύτηκε ειδικό άρθρο με τίτλο «H εμπειρία νοσηλευτριών με βαριά ασθενείς που αρνούνται τη λήψη τροφής και υγρών για να επιταχύνουν τον θάνατο». H μελέτη έγινε στο Ορεγκον, τη μόνη πολιτεία των ΗΠΑ όπου η υποβοηθούμενη από τον γιατρό αυτοκτονία των βαριά ασθενών είναι νόμιμη. H δρ Linda Ganzini, διευθύντρια του Προγράμματος Ανακουφιστικής Φροντίδας (Palliative Care Medicine) του Νοσοκομείου Portland Veterans Affairs Medical Center και καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Oregon Health and Science University School of Medicine, ήταν η εμπνεύστρια και συντονίστρια της έρευνας. Για τη μελέτη αυτή εστάλησαν ερωτηματολόγια σε όλες τις νοσηλεύτριες (429) που υπηρετούσαν στα ειδικά προγράμματα φροντίδας βαριά ασθενών κατ’ οίκον στην Πολιτεία του Ορεγκον. Από αυτές το 72% (307 νοσηλεύτριες) απάντησε στο ερωτηματολόγιο και το επέστρεψε στην ομάδα της δρος Ganzini, διατηρώντας την ανωνυμία του.


H πρώτη έκπληξη στην ανάλυση των αποτελεσμάτων ήταν ότι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός βαριά ασθενών, κυρίως μεγάλης ηλικίας (μέσος όρος περίπου 74 χρόνων), επέλεξε να επιταχύνει τον θάνατό του με την άρνηση τροφής και υγρών. Ετσι περίπου το ένα τρίτο των νοσηλευτριών απάντησε ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχε φροντίσει έναν ασθενή που πέθανε αρνούμενος τροφή και νερό. Οι νοσηλεύτριες σημείωσαν ότι οι ασθενείς επέλεξαν να σταματήσουν να τρώνε και να πίνουν γιατί αισθάνονταν έτοιμοι να πεθάνουν, θεωρούσαν ότι η συνεχιζόμενη ύπαρξή τους δεν είχε νόημα και ότι η ποιότητα της ζωής τους ήταν φτωχή. H μελέτη έδειξε ότι το 85% των ασθενών πέθανε μέσα σε 15 ημέρες από τότε που διέκοψε τη λήψη τροφής και υγρών.


Και ακολουθεί η δεύτερη έκπληξη. H ανάλυση των απαντήσεων έδειξε ότι ο θάνατος αυτός ήταν «καλός». Σε μια κλίμακα από το 0 (πολύ άσχημος θάνατος) ως το 9 (πολύ καλός θάνατος) ο μέσος βαθμός της ποιότητας αυτών των θανάτων ήταν το 8. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι ο θάνατος με αυτόν τον τρόπο είναι επώδυνος και φρικτός.


Οπως γράφει ο δημοσιογράφος Donald G. McNeil Jr. στην εφημερίδα «New York Times» (31 Ιουλίου 2003), αυτή η μελέτη ξεσήκωσε θύελλα επιδοκιμασιών και αντιδράσεων. Διακεκριμένοι επιστήμονες αμφισβήτησαν τη δυνατότητα να «βαθμολογήσει» κανείς τον τρόπο του θανάτου, μίλησαν για εσκεμμένη προσπάθεια παρουσίασης του θανάτου από ασιτία ως ελκυστικού και σημείωσαν ότι μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό (0,3%) των βαριά ασθενών του Ορεγκον επέλεξε αυτόν τον τρόπο θανάτου. Οι ίδιοι οι συγγραφείς παραδέχθηκαν ότι δίσταζαν να τη δημοσιεύσουν φοβούμενοι ότι ίσως ενθαρρύνουν τις αυτοκτονίες. Αποφάσισαν να κοινοποιήσουν τα αποτελέσματά τους γιατί από την πείρα τους ήξεραν ότι μερικοί ασθενείς ήδη επέλεγαν αυτόν τον τρόπο να πεθάνουν και πίστευαν ότι η ιατρική κοινότητα πρέπει να ευαισθητοποιηθεί και να πάρει θέση. H δρ Ganzini δήλωσε ότι, αν και ανησυχεί επειδή υπάρχουν πολλοί ευένδοτοι ασθενείς με κατάθλιψη, ωστόσο ανησυχεί περισσότερο γιατί ξέρει ότι οι ασθενείς και οι οικογένειές τους παίρνουν τέτοιες αποφάσεις χωρίς να ενημερώνουν τους γιατρούς τους. «Αν η μόνη απάντηση της ιατρικής κοινότητας είναι η αποδοκιμασία ή ο θυμός, τότε οι άνθρωποι θα το κάνουν και δεν θα μας ενημερώνουν» καταλήγει.


«H άρνηση των ασθενών να λάβουν τροφή και υγρά δεν είναι καθόλου άγνωστη στο ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό που φροντίζει βαριά πάσχοντες» γράφει ο δρ Ira R. Byock, διευθυντής του Robert Wood Johnson Foundation, τέως πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Ανακουφιστικής Ιατρικής και συγγραφέας του βιβλίου «Dying Well». «Στο πλαίσιο της φροντίδας βαριά ασθενών κατ’ οίκον ο θάνατος που ακολουθεί την απόφαση του ασθενούς να σταματήσει να τρώει και να πίνει συνήθως δεν θεωρείται αυτοκτονία, ωστόσο επιλέγοντας να το κάνουν αυτό οι ασθενείς συνειδητοποιούν ότι ο θάνατός τους μάλλον θα επισπευσθεί» (Am J Hospice and Palliative Care, Μάρτιος/Απρίλιος 1995). H άποψη αυτή βρίσκει αρκετούς επικριτές και η διαμάχη συνεχίζεται…


Στον επίλογο αρμόζει το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δε συλλογίστηκε, κι όμως είναι κάτι που γίνεται. Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλο, και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή».


H κυρία Αννα Μπατιστάτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Παθολογικής Ανατομικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version