Ο πόλεμος της σταφίδας

Πώς η Ελλάδα του 1899 περίμενε τον 20ό αιώνα Ο πόλεμος της σταφίδας Η μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 1893 και έπληξε τους σταφιδοπαραγωγούς της Πελοποννήσου έφερε, όπως αναφέρει η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, εκτός από τις επιθετικές κινητοποιήσεις των αγροτών, και καινοφανείς μορφές κοινωνικών διεκδικήσεων όπως παλλαϊκά συλλαλητήρια, ψηφίσματα και αναφορές με συγκεκριμένα αιτήματα ΚΑΙΤΗ ΑΡΩΝΗ - ΤΣΙΧΛΗ Με την

Με την άφιξη του 1899 είχε ήδη ανατείλει το έβδομο έτος από την έναρξη της μεγάλης σταφιδικής κρίσης που έπληξε, κατά κύριο λόγο, τους σταφιδοκαλλιεργητές καθώς και όλα τα κοινωνικά στρώματα στις σταφιδοπαραγωγούς περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Η σταφιδική κρίση ξέσπασε το 1893 ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες.


Η αλόγιστη επέκταση των σταφιδαμπελώνων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας συγκυριακές ανάγκες κατανάλωσης της σταφίδας, είχε ενταθεί με το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς, την οποία οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου περιέβαλλαν με υπέρμετρη αισιοδοξία για μόνιμη διοχέτευση του προϊόντος τους. Ενώ όμως η αγγλική αγορά, όπου η σταφίδα χρησιμοποιείτο σε ξηρά μορφή στη ζαχαροπλαστική για την κατασκευή διαφόρων γλυκισμάτων και κυρίως για την κατασκευή της παραδοσιακής πουτίγκας, που καταναλωνόταν ευρύτατα και από τα λαϊκά στρώματα, ήταν μόνιμη και σταθερή, η απορρόφηση της σταφίδας από τη Γαλλία, όπου χρησιμοποιείτο για την παρασκευή οίνων λαϊκής κατανάλωσης, είχε ημερομηνία λήξεως, εφόσον οφειλόταν στην καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα. Η ανάκαμψη των γαλλικών αμπελώνων από την ασθένεια είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει απότομα η γαλλική αγορά όσο απότομα είχε ανοίξει. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος υπήρξαν καταστροφικές για τη χώρα εφόσον πλέον υπήρχε ένα μόνιμο ετήσιο πλεόνασμα στην παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας το οποίο ήταν αδύνατον να καταναλωθεί.


Πλατωνική βοήθεια


Λόγω της προϊούσης σταφιδικής κρίσεως, οι βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 1899 διενεργήθηκαν μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής δυσπραγίας αλλά και δυσπιστίας των κατοίκων των επαρχιών της Πελοποννήσου: «Αχρηματία πιέζει πάσας τας γεωργικάς και κτηματικάς τάξεις… Και όμως οι περιοδεύοντες πολιτικοί μας όλα αυτά τα βλέπουν με πλατωνικάς συγκινήσεις» επισημαίνει στις αρχές της χρονιάς η εφημερίδα «Ακρόπολις».


Ο νέος πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης, που διαδέχθηκε τον Αλ. Ζαΐμη, αμέσως μετά την εκλογή του δήλωσε ότι η τύχη των «σταφιδοφόρων περιοχών» ήταν στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Πράγματι, σύντομα κατατέθηκε στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο, το οποίο εκτός των άλλων ρυθμίσεων για την άρση της σταφιδικής κρίσης οδήγησε στην ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας τον Ιούνιο του 1899. Μέτοχοι της τράπεζας, της οποίας η διάρκεια ορίστηκε για μια εικοσαετία, ήταν όλοι οι σταφιδοκτηματίες που εισέφεραν σταφιδόκαρπο μέσω του εις είδος φόρου ή του εξαγωγικού δασμού.


Ωστόσο ήδη από τις αρχές της σύστασης της Σταφιδικής Τράπεζας άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες αμφιβολίες ως προς τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά της. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της η Σταφιδική Τράπεζα δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει την αποστολή της, σύμφωνα με τις προσδοκίες των σταφιδοπαραγωγών. Ετσι οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί εξακολουθούσαν να υποφέρουν από έλλειψη κεφαλαίων και πόρων. Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχρόνων, οι πόλεις ήταν «νεκρωμένες» λόγω απουσίας κάθε εμπορικής συναλλαγής, ενώ πολλοί αγρότες στην ύπαιθρο αδυνατούσαν να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους, πολλώ δε μάλλον να πληρώσουν τα χρέη τους.


Η ακμή και η παρακμή


Και όλα αυτά συνέβαιναν στις πρώην ακμάζουσες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου συνέρρεε ο χρυσός από την επικερδή εξαγωγή της σταφίδας, οπότε και οι πλούσιοι σταφιδέμποροι της Πάτρας και των άλλων πόλεων επιδείκνυαν τον πλούτο τους με την κατασκευή πολυτελών οικημάτων και δημοσίων κτιρίων, παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις ή εισάγοντας πολλά και ποικίλα αντικείμενα για την πολυέξοδη διαβίωσή τους, συνήθειες που ακολουθούσαν κατά το δυνατόν και οι κάτοικοι κωμοπόλεων ή ακόμη και χωριών, εφόσον όλος ο κόσμος που πλαισίωνε την οικονομία της σταφίδας ευημερούσε.


Η βελτίωση του επιπέδου ζωής, αν όχι όλων των αγροτών, τουλάχιστον μιας μεγάλης μερίδας, υποδηλώνεται με τα εξωτερικά σημεία του πλούτου, που άλλοτε ήταν ίδιον εξαιρετικών και μεμονωμένων περιστάσεων, όπως με ωραία σπίτια ή ακόμη και με νεοκλασικά μέγαρα, που κοσμούν ακόμη ορισμένα χωριά, με έπιπλα και αντικείμενα που συχνά εισάγονταν από το εξωτερικό, με μεταφορικά μέσα κτλ., ενώ σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις υπήρχαν πλήρη σχολεία, σύλλογοι, λέσχες, καφενεία και ωραία καταστήματα.


Χαρακτηριστικό του χώρου στον οποίο αναφερόμαστε είναι η διαρκής επικοινωνία μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η οποία δεν επιτρέπει μια διχοτομική πρόσληψη στη σχέση αγροτικού-αστικού χώρου. Μέσω αυτής της επικοινωνίας επιτυγχάνεται η πρόσληψη και η ανταλλαγή πολιτισμικών προτύπων, καθώς και η από κοινού αντιμετώπιση της σταφιδικής κρίσης με κοινή σύμπλευση και στόχους όταν η σταφιδική κρίση πλήττει τις σταφιδοφόρες επαρχίες την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.


Η εξέγερση των αγροτών


Εκτός από τις αντιδράσεις και τις επιθετικές ενέργειες των αγροτών στην ύπαιθρο χώρα εναντίον φοροεισπρακτόρων ή άλλων κρατικών υπαλλήλων με σκοπό την εκδίωξή τους ­ εκδηλώσεις που αποτελούν πάγιες και παραδοσιακές πρακτικές, οικείες στους αγροτικούς πληθυσμούς από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους ­ εμφανίζονται κατά τη σταφιδική κρίση καινοφανείς μορφές κοινωνικών διεκδικήσεων στις οποίες συγκαταλέγονται οι αντιδράσεις και οι ενέργειες των σταφιδοπαραγωγών πληθυσμών που ανάγονται στις σύγχρονες μορφές διαπραγμάτευσης. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα παλλαϊκά συλλαλητήρια, τα ψηφίσματα και οι αναφορές προς την κυβέρνηση, τη Βουλή και τον βασιλιά που περιλαμβάνουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις.


Οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί με τους συνεχείς αγώνες τους πέτυχαν κάποιες ευνοϊκές διευθετήσεις, γεγονός που συνηγορεί για τον δυναμισμό του σταφιδικού κοινωνικού κινήματος, το οποίο ανάγκασε το κράτος να ασκήσει παρεμβατική πολιτική, εγκαταλείποντας την τακτική αναβλητικότητας και κωλυσιεργίας. Τα όποια θετικά αποτελέσματα όμως μειώνονταν κατά πολύ λόγω της πολυπλοκότητας των συμφερόντων των άμεσα ενδιαφερομένων μερών. Οι διαφορές που χώριζαν τους σταφιδοπαραγωγούς πληθυσμούς λόγω των κατά τόπους αντιτιθεμένων συμφερόντων ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι σύγχρονοι να μιλούν για «Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο».


Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταφιδικής κρίσης αυτός ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» διεξαγόταν μέσω των αλλεπάλληλων συλλαλητηρίων και κινητοποιήσεων των διαφόρων περιοχών που είχαν αντίθετα συμφέροντα. Τα συμφέροντα συναρτώνταν και απέρρεαν κυρίως από την ποιότητα της σταφίδας που παρήγε η κάθε περιοχή και είχαν άμεσο αντίκτυπο στις συζητήσεις του Κοινοβουλίου.


Ενα άλυτο πρόβλημα


Στο μεταξύ οι σοδιές απούλητης σταφίδας σωρεύονταν όλο και πιο απειλητικά, με αποτέλεσμα οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί να βρίσκονται σε συνεχή αναβρασμό χωρίς να επιτυγχάνεται η άρση των οικονομικών αδιεξόδων. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα των Καλαμών «Καθημερινή» ανέφερε στις 9 Ιουνίου 1899 ότι το σταφιδικό ζήτημα ομοίαζε με το γλωσσικό επειδή και τα δύο παρέμεναν άλυτα.


Μερικά χρόνια αργότερα, κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, το σταφιδικό ζήτημα άρχισε να χάνει την οξύτητά του για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους ήταν η μετανάστευση στην Αμερική και η αστυφιλία. Την ίδια περίοδο σηματοδοτείται η αρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα. Οι κλυδωνισμοί που είχε προκαλέσει η σταφιδική κρίση έγιναν σταδιακά αισθητοί με την εμφάνιση νέων μορφών οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικών ανακατατάξεων.


Η κυρία Καίτη Αρώνη-Τσίχλη είναι επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.