Γιώργος Παπαστεφάνου

μουσική Γιώργος Παπαστεφάνου "Δεν είχα πάντα στόχο την ποιότητα" Πρόσωπο της «χρυσής» εποχής του ραδιοφώνου αλλά και της τηλεόρασης, εξομολογείται σήμερα ότι στα τόσα χρόνια δουλειάς έχει κάνει πολλές παραχωρήσεις. Δεν ζει με αναμνήσεις και λέει την άποψή του για τους σύγχρονους δημιουργούς και τραγουδιστές Σαράντα πέντε χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στα στούντιο του ραδιοφώνου. Τα τριάντα τρία

«Δεν είχα πάντα στόχο την ποιότητα»





Σαράντα πέντε χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στα στούντιο του ραδιοφώνου. Τα τριάντα τρία από αυτά κάνοντας παράλληλα μουσικές εκπομπές στην τηλεόραση. Ο Γιώργος Παπαστεφάνου είναι ένας τυχερός επαγγελματίας. Δούλεψε σε μια εποχή που η τηλεθέαση δεν λατρευόταν ως θεότητα και δεν περίμενε τα νούμερα της AGB για να μάθει αν άρεσε στο κοινό η δουλειά του. Παρ’ ότι δηλώνει με βεβαιότητα ότι έκανε το κέφι του – με υπευθυνότητα και σοβαρότητα όμως – δεν νομίζει πως σήμερα θα μπορούσε να αντέξει «το κυνηγητό της τηλεθέασης. Ούτε να ακολουθήσει το λαϊκίστικο στυλ προκειμένου να έχει με το ζόρι υψηλά νούμερα».


Ξεκίνησε όπως οι παλιοί δημοσιογράφοι που έγραφαν τα φαρμακεία, μόνο που εκείνος έκανε μουσικά διαλείμματα στην EPT. Τον Φεβρουάριο του ’60 μπήκε στο ραδιόφωνο ως μαθητευόμενος. Σε δύο μήνες τού έβαλαν «άσκηση» να χωρέσει σε μία ώρα 60 κομμάτια. Φαίνεται ότι τα κατάφερε, γιατί τον προσέλαβαν. Είχε γούστο, μουσικές γνώσεις, φαντασία και μνήμη. Αρχισε να κάνει εκπομπές χωρίς να μιλάει στο μικρόφωνο. Μετά ξεθάρρεψε.


Στην πρώτη σειρά εκπομπών του με τίτλο «Στις 11 το βράδυ, κάθε Δευτέρα» ακούστηκαν σε πρώτη μετάδοση όλα τα σπουδαία που συνέβαιναν τότε στο τραγούδι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος και Σπανός προτού ακόμη τους ανακαλύψει η δισκογραφία. Το «Καλησπέρα, κύριε Εντισον», που θεωρείται η πιο γνωστή εκπομπή του, ξεκίνησε τον Μάιο του ’77 και διήρκεσε δεκαεξίμισι χρόνια. Στην τηλεόραση δεν ήθελε να βγει.


«Φοβόμουνα για πολλαπλούς λόγους. Ενας βασικός είναι ότι κλέβει την προσωπική σου ζωή. Με το ραδιόφωνο είσαι πιο ασφαλής. Επειτα, δεν ήξερα τι θα πει τηλεόραση και θεωρούσα πως δεν κάνω για εκεί. Ενας μύωψ χωρίς μαλλιά δεν είναι το καλύτερο για να βγει μπροστά. Το χρωστάω στην Ιριδα Χαραμή που επέμεινε να εμφανιστώ σε μια εκπομπή της». Εκεί τον είδε η Ελλη Ευαγγελίδου και τον κάλεσε στη δική της. Μοιάζει με σκυταλοδρομία, αλλά εκεί τον είδε ο Νίκος Μαστοράκης και του ζήτησε να ξεκινήσουν μαζί την πρώτη του προσωπική σειρά εκπομπών. Σε μια από αυτές συνυπήρξαν για πρώτη φορά στη τηλεόραση ο Τσιτσάνης με την Μπέλλου και η εκπομπή μεταδόθηκε τη βραδιά που ξεκινούσε η συνεργασία τους στο «Χάραμα».


Επιστροφή στα γκρουπ του ’60


Στις εκπομπές του φιλοξενήθηκαν μεγάλοι σταρ του τραγουδιού, σπουδαίοι καλλιτέχνες. Σήμερα, με ποιους θα έκανε εκπομπή; Τα μεγέθη δεν είναι καν συγκρίσιμα. «Προφανώς θα προσαρμοζόμουν. Εκανα άλλωστε αυτά τα χρόνια πολλές παραχωρήσεις. Δεν είχαν όλα στόχο την ποιότητα. Απλώς δεν άντεχα να ντρέπομαι όταν έκανα κάτι που δεν με εκπροσωπούσε. Αρρώσταινα». Οι εκπομπές του δεν είχαν σταθερή ημέρα και ώρα μετάδοσης. Οταν ήταν έτοιμες. Οταν είχε κάτι να πει. Δεν διστάζει να αξιολογήσει το σημερινό μουσικό περιβάλλον. Το παρακολουθεί. Δεν ζει με μουσικές αναμνήσεις. Δεν γκρινιάζει. Αναγνωρίζει απλώς ότι το τυχαίο και το αντιπνευματικό αποτελούν τη συνήθη σύμβαση.


«Εχω την αίσθηση ότι τον ρόλο που έπαιξαν ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού, η Πόλυ Πάνου, η Γαλάνη, η Αλεξίου, η Πρωτοψάλτη, ο Νταλάρας, ο Μητσιάς θα δυσκολευτούν να τον παίξουν τα σημερινά πρόσωπα. Το τραγούδι έχει πάει αλλού. Συνεργούντος και του κοινού. Οταν ακούω τα ποπ τραγουδάκια που παίζει συχνά το ραδιόφωνο, είτε από τον Χατζηγιάννη που είναι καλός τραγουδιστής είτε από συγκροτήματα, έχω την αίσθηση ότι ξαναγυρίσαμε στα ποπ γκρουπ του ’60, για να μην πω στα βαλς και στα τανγκό του ’40 και του ’50. Ξαναγυρίσαμε στο ελαφρό τραγούδι από το οποίο, υποτίθεται, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης προσπάθησαν να μας βγάλουν το ’60. Αυτό είναι ένα μεγάλο κομμάτι του σύγχρονου τραγουδιού, το οποίο όμως έχει διαμορφώσει και ένα γούστο στο κοινό. Τραγούδια φτηνά, και στη σύλληψη και στην εκτέλεση, κακέκτυπα ενός καλού αμερικάνικου τραγουδιού. Ποιος ο λόγος να ακούς αυτά και όχι τα ορίτζιναλ; Βλέπεις όμως ότι τα νέα παιδιά είναι πολύ ευχαριστημένα μ’ αυτά. Αρα έχουν κιόλας προσανατολιστεί προς ένα άλλου είδους τραγούδι που δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που μεγάλωσε η δική μου γενιά».


Ο Μάνος, ο Μίκης και οι σύγχρονοι


Τοποθετεί την τελευταία τομή στο τραγούδι την εποχή της άνθησης του Μάνου και του Μίκη. «Δεν υπάρχει μια καινούργια πρόταση. Ο Κραουνάκης και ο Μικρούτσικος πατάνε γερά σ’ αυτά που προηγήθηκαν. Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για μια σχολή, ωστόσο αυτοί αξιοποίησαν εντελώς τον πλούτο του παρελθόντος. Κανείς δεν ξέρει πού θα πάει το τραγούδι. Πιθανώς σε μια διεθνοποίηση, όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία. Πάντα θα γράφονται όμως ωραία τραγούδια. Υπάρχουν πρόσωπα σήμερα εξαιρετικά, το κλίμα έχει αλλάξει». Λέει ότι έπαθε σοκ όταν πρωτάκουσε τη Βίκυ Μοσχολιού. Μια καθαρή συγκίνηση. Τώρα; Υπάρχουν φωνές που τον συγκινούν; Που διαχειρίζονται το ουσιώδες; «Ο Χρήστος Θηβαίος, τον θεωρώ εξαιρετικό τραγουδιστή. M’ αρέσουν πολύ η Μελίνα Ασλανίδου, η Μελίνα Κανά, η Καλημέρη. Ισως δεν έχω πάθει το σοκ που έπαθα όταν άκουσα τη Μοσχολιού, τη Χαρούλα, τη Γαλάνη, την Τσανακλίδου και την Πρωτοψάλτη».


Το τραγούδι σήμερα σε μεγάλο ποσοστό είναι διακοσμητικό. Αναλώνεται σε ναρκισσευόμενες συμπεριφορές και μετέρχεται χιλιάδες ευκολίες προκειμένου να πετύχει. Το θέμα δε που απασχολεί είναι κατά πόσον οι εμπορικοί και οι έντεχνοι ανήκουν σε διαφορετικές πλευρές, ένα «ψευδοπρόβλημα» στο οποίο το κοινό φαίνεται ότι έχει απαντήσει. «Ο διαχωρισμός υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Το κριτήριο που σε τοποθετεί από τη μια πλευρά ή την άλλη είναι διαφορετικό. Τα στεγανά όμως δεν πρέπει να υφίστανται. Σε όλα τα είδη υπάρχουν τα καλά τραγούδια, και ο καλός παραγωγός πρέπει να έχει τις κεραίες του ανοιχτές να τα πιάνει, απ’ όπου και αν προέρχονται. Οπως ένας πολύ καλός συνθέτης σαν τον Χατζιδάκι μπορεί να γράψει και μια ανοησία (το «Χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα»), έτσι και ένας συνθέτης απ’ την άλλη όχθη μπορεί να γράψει ένα όμορφο τραγούδι όπως τα «Χαμένα» του Φοίβου ή τα «Εκατομμύρια» του Καρβέλα. Είμαι κατά των στεγανών. Να είσαι ανοιχτός σε όλα, αλλά να ξέρεις πού ανήκει το καθετί. Να μη μιλάς για την Κάλλας με τον ίδιο τρόπο που μιλάς για μια τραγουδίστρια της νύχτας. Την ισοπέδωση δεν μπορώ».


Eurovision και Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης


Θέλει να ξεχωρίσει την κρατική τηλεόραση από την ιδιωτική. Θεωρεί ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά. H κρατική, λέει, εξακολουθεί να σέβεται αξίες. Δεν είναι καχύποπτος απέναντι στο «παιχνιδάκι» Eurovision. Ενας ασήμαντος ευδαιμονισμός που φανερώνει τις αντιφάσεις μιας σοβαρής πολιτιστικής στάσης. «H EPT έχει ένα καλό χαρτί που θα φέρει τηλεθέαση και καλά κάνει και το παίζει. Είναι σαν να έχεις τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν είναι όμως ο μόνιμος στόχος της. Κρατάει μια στάση σεβασμού στη σοβαρή πλευρά της μουσικής αλλά δεν αποκλείει όλα τα άλλα. H ιδιωτική τηλεόραση, απεναντίας, όλα τα αντιμετωπίζει με γνώμονα τι πουλάει. Ολα τα φλας πάνω στο ασήμαντο. Αυτό μ’ ενοχλεί στην τηλεόραση σήμερα: η μεγέθυνση του ασήμαντου».


Και όταν τελειώσει η Eurovision, το δυναμικό της EPT θα ριχθεί στη μάχη της αναβίωσης του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Τα τάλεντ σόου με τις υψηλές τηλεθεάσεις βοήθησαν για αυτή την απόφαση; «Λυπήθηκα όταν καταργήθηκε. Είναι αυτό το ράβε-ξήλωνε στην Ελλάδα που αντί να διορθώνουμε έναν θεσμό τον γκρεμίζουμε. Πάντα βοηθάνε αυτές οι διοργανώσεις τους νέους. Σήμερα πού θα δείξεις τη δουλειά σου; Δεν είμαι κατά της άποψης Fame story, είμαι κατά της συνταγής Fame story. Αρνούμαι την προβολή της ιδιωτικής πλευράς του εκκολαπτόμενου τραγουδιστή. Δεν έχει καμιά σχέση με το λαρύγγι. M’ ενοχλεί η νοοτροπία reality. Στα χρόνια του ’60 υπήρχαν οι μπουάτ που κάθε «τρελός» έδειχνε τη δουλειά του. το φεστιβάλ είχε άνοιξε τον δρόμο σε πολλά πρόσωπα για να σταθούν επαγγελματικά. Από χρόνια ήθελαν να το ξαναξεκινήσουν. Προφανώς συνετέλεσαν και αυτά τα προγράμματα και το αποφάσισαν. Δεν φταίει η πρώτη ύλη, ποτέ. Εχει σημασία πώς πλάθεται για να παρουσιαστεί».


Το δήθεν στον πολιτισμό


Θεωρεί τον Μάνο, τον Μίκη, τον Σεφέρη, τον Τσαρούχη, τον Κουν, τον Ελύτη τις μεγάλες μορφές του πολιτισμού. Δεν υπάρχουν αυτοί οι φάροι που σε κατευθύνουν στα μεγάλα, τονίζει. «Εχουμε κατεβάσει τον πήχη και το καλό μπλέκεται με το σκάρτο. Υπάρχει μια μικρή σύγχυση γιατί δεν έχουμε παιδεία που θα βοηθήσει να καταλάβουμε τη διαφορά».


Δεν θεωρεί ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες απειλούνται από την εποχή. Ούτε από την υπερέκθεση της δουλειάς τους. Μια Καλομοίρα σε μια τούρτα μπορεί να κλονίσει όσα έχτισε ο Σαββόπουλος; «Οχι βέβαια. Οπως δεν τον έβλαψε το αερόστατο στο στάδιο της Καλογρέζας το ’84. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει δικαίωμα να κάνει την πλάκα του».


H υπερέκθεση του Μίκη; «Αν δεν υπήρχε αυτή η υπερέκθεση των τραγουδιών του, πιθανότατα να μην είχαν περάσει στους νεότερους. Το παιδί που τρέχει στα μπαρ αν δεν ακούσει τον Κότσιρα και τον Μπάση να τραγουδάνε Μίκη πώς θα τον μάθει; Εδώ είναι και η διαφωνία μου με τη Δόμνα Σαμίου και τον Σίμωνα Καρά, οι οποίοι λέγανε ότι το δημοτικό πρέπει να τραγουδιέται μόνο από τους αυθεντικούς. Μα έτσι μένει στο συρτάρι. Αποκλείεται βέβαια ένας τραγουδιστής νέος να φτάσει το μεγαλείο του Μπιθικώτση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα τραγούδια πρέπει να θαφτούν επειδή δεν υπάρχει η νέα Μοσχολιού ή ο νέος Μπιθικώτσης. H υπερκατανάλωση δεν βλάπτει ποτέ. Είναι μια ελιτίστικη άποψη με την οποία δεν συμφωνώ. Την «Annabel», το δικό μου τραγούδι, την είπε η Καλομοίρα. Την ευχαριστώ, γιατί εισέπραξα και κάποια ποσοστά. Γιατί να σνομπάρω το κορίτσι που είχε την καλή διάθεση να πει ένα τραγούδι ποιοτικό, του Ξαρχάκου; Το δήθεν είναι από τα πλην της εποχής μας. Δεν προστατεύεις τον πολιτισμό έτσι. Ο πολιτισμός θέλει πηγαία αντιμετώπιση, αλήθεια».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.