Το αποδεικνύουν τα γεγονότα: το κοινό προτιμά το «παλιό κρασί», ανεξαρτήτως του πόσο καλό ή όχι είναι αυτό. Το μουσικό παρελθόν αντιμάχεται το… πολλά υποσχόμενο μέλλον και δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα, για να μην πούμε ότι θριαμβεύει. Το αποδεικνύουν τα γεγονότα:
* Η επανακυκλοφορία σε CD του δίσκου των Deep Purple «Machine head», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1972, πούλησε πολύ περισσότερο από ό,τι είχε πουλήσει σε βινύλιο όλα αυτά τα χρόνια.
* Το 1997 οι Led Zeppelin πήραν πλατινένιο δίσκο στις ΗΠΑ για τις πωλήσεις του CD «Led Zeppelin IV» (γνωστού και ως «Four Symbols»), ενός δίσκου που είχε κυκλοφορήσει το 1971.
* Οι Dire Straits πήραν ασημένιο δίσκο στην Αγγλία πέρυσι για το CD «Brothers in Arms», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1986.
* Ο δίσκος του Elton John «Goodbye Yellow Brick Road», που είχε κυκλοφορήσει το 1973 και περιλάμβανε το τραγούδι «Candle in the Wind», γραμμένο τότε για τη Μέριλιν Μονρόε και διασκευασμένο πέρυσι από τον ίδιο για την πριγκίπισσα Νταϊάνα, πούλησε πάνω από 100.000 αντίτυπα λίγες ημέρες μετά την επανακυκλοφορία του σε CD.
* Οι πιο πετυχημένες συναυλίες τα τελευταία χρόνια στην Αμερική γίνονται από συγκροτήματα περασμένων δεκαετιών που επανεμφανίζονται, όπως Kiss, Eagles, Fleetwood Mac, Steely Dan, ή από γκρουπ που έρχονται από το παρελθόν, όπως Rolling Stones και Pink Floyd. Αντίστοιχα καλές είναι και οι πωλήσεις δίσκων του παρελθόντος για καθένα από αυτά τα συγκροτήματα.
* Εντυπωσιακές πωλήσεις πέτυχαν πέρυσι δίσκοι που αναφέρονται στο παρελθόν, όπως το τετραπλό CD των Joy Division «Heart and Soul», οι ηχογραφήσεις που έκαναν πριν από περισσότερα από 30 χρόνια οι Led Zeppelin για το BBC, όλοι οι δίσκοι του Jimi Hendrix που ξανακυκλοφόρησαν, όπως και όλοι οι δίσκοι του Frank Zappa, μερικοί από τους οποίους πουλάνε τώρα καλύτερα από ό,τι στην πρώτη κυκλοφορία τους.
* Το μεγαλύτερο μέρος από το παλιότερο ρεπερτόριο των εταιρειών βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε επανακυκλοφορία (κυρίως σε τιμές προσφοράς), ενώ ακόμη και οι πιο ξεχασμένοι δίσκοι βραχύβιων ή αντεργκράουντ συγκροτημάτων μπορούν τώρα να ξαναβρεθούν.
* Το φαινόμενο των επανακυκλοφοριών δεν αφορά μόνον την ποπ και ροκ μουσική αλλά επεκτείνεται σε όλα τα είδη. Οι επανακυκλοφορίες στην τζαζ έχουν πάρει μεγάλη διάσταση καθώς κυκλοφορούν σχεδόν τα άπαντα από τις ηχογραφήσεις της «χρυσής» δεκαετίας του ’50 και όχι μόνον.
* Ξεχασμένοι δίσκοι μπλουζ, κάντρι ή έθνικ μουσικής είναι πάλι στα δισκοπωλεία και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, αν υπάρχουν ακόμη ελάχιστοι δίσκοι που δεν έχουν ξανακυκλοφορήσει σε CD, είναι θέμα χρόνου…
* Ενα κύμα νοσταλγίας για τη δεκαετία του ’70 γενικότερα αλλά κυρίως για την disco και την αισθητική της, που ξεκίνησε στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στην Αγγλία και τώρα στη Γαλλία, στην υπόλοιπη Ευρώπη και φθάνει ως τα μέρη μας, επαναφέρει έντονα στην επικαιρότητα τους ήχους τραγουδιών από τους: Gloria Gaynor, Donna Summer, Village People, Giorgio Moroder, Chic, Sister Sledge κλπ. και φυσικά τις αντίστοιχες πωλήσεις αυτών των δίσκων που εδώ και χρόνια δεν υπήρχαν στην αγορά.
* Ταινίες όπως το «Boogie Nights» και η «Jackie Brown» έγιναν επηρεασμένες από αυτή την τάση, που με τη σειρά τους ενίσχυσαν, για να ακολουθήσουν σε λίγο δύο ακόμη ταινίες με παρόμοιο προσανατολισμό, εκ των οποίων η μία θα αναφέρεται στο Studio 54, που ήταν «ναός» της disco στη Νέα Υόρκη και τόπος συνάντησης των κοσμικών της εποχής.
Στην Αγγλία ετοιμάζεται ταινία που θα αναφέρεται στο glam-rock (μουσικό και «εμφανισιακό» φαινόμενο που γνώρισε μεγάλη δόξα στη δεκαετία του ’70), ενώ στην Αθήνα οι disco νύχτες στα μπαρ είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και η Gloria Gaynor κατέφθασε για συναυλία.
* Στην Ελλάδα από τα 6,5 δισ. που ξοδεύτηκαν το 1997 για ξένη μουσική, τα 2 δισ. περίπου αφορούν πωλήσεις Back Catalog και, αν σε αυτά προσθέσουμε και τις πολύ καλές πωλήσεις δίσκων που ο ήχος τους αναφέρεται στο παρελθόν όπως Rolling Stones, Van Morrison, Β.Β. King, Bob Dylan, Patti Smith κλπ., τότε το φαινόμενο παίρνει άλλες διαστάσεις.
* Ειδικά για την Ελλάδα θα πρέπει να αναφέρουμε και μια «τοπική» νοσταλγία που έχει να κάνει με το παλιότερο λαϊκό ρεπερτόριο που ξανακούγεται σε μεγάλη έκταση αφού το χρησιμοποιούν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι dj των «ελληνάδικων» όταν εξαντλείται το τρέχον ρεπερτόριο, συγκροτήματα και σύγχρονοι μουσικοί που το διασκευάζουν και φυσικά τα CD – δώρα των περιοδικών.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Γιατί οι ακροατές γυρνούν πίσω και λίγο πριν από το πολυδιαφημισμένο 2000 επιστρέφουν στο παρελθόν της μουσικής; Πολλά μπορούμε να πούμε εδώ: η γενική τάση μιας επιστροφής στο παρελθόν, πράγμα που φαίνεται και από τη μόδα και από το βιομηχανικό ντιζάιν αλλά και από τα είδη οικιακής και τα αυτοκίνητα που επηρεάζονται από τα σχέδια αντίστοιχων προϊόντων από το παρελθόν.
Η μουσική πραγματικότητα 40 χρόνων που δεν αφήνει εύκολα τους ακροατές να «παραδοθούν» στους ηλεκτρονικούς ήχους.
Οι τινέιτζερ της εποχής εκείνης τώρα εκφράζονται και δημιουργούν και φυσικά φέρνουν στην επιφάνεια και τις επιδράσεις τους.
Οι εταιρείες δίσκων που καλλιέργησαν την τάση αυτή γιατί έτσι ξανακέρδισαν και μάλιστα πολλά από ένα προϊόν που πριν από μερικά χρόνια φαινόταν εξαντλημένο. Τα «λάιφσταϊλ» και μουσικά περιοδικά που κάνουν συνεχείς αναφορές και αφιερώματα σε περασμένες δεκαετίες δείχνοντας έτσι μια κατεύθυνση. Η νοσταλγία ακροατών του παρελθόντος που έπαψαν να ακούνε (για χάρη της καριέρας και της οικογένειας) ή που έχασαν τους δίσκους σε κάποια μετακόμιση, στη μοιρασιά αντικειμένων λόγω χωρισμού ή που σε μια στιγμή γενναιοδωρίας τούς χάρισαν στον μικρό ξάδελφο αλλά αναπολώντας την εφηβεία τους ξαναπληρώνουν τους ίδιους δίσκους.
Η έλλειψη κυρίαρχης τάσης στη μουσική που επιτρέπει σε όλα τα είδη και τις εποχές να έχουν λόγο ύπαρξης και ως εκ τούτου και αγοραστές.
Το πολύ ενδιαφέρον «πακέτο» που συνοδεύει συνήθως τις επανεκδόσεις, που περιλαμβάνει τεχνική επεξεργασία για πολύ καλύτερο ήχο, επιπλέον τραγούδια (συνήθως σπάνια), εντυπωσιακά ένθετα με πολλές πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό και εξώφυλλα που αντιγράφουν τις ιδιαιτερότητες των εξωφύλλων βινυλίου.
Οι λόγοι, λοιπόν, είναι πολλοί και είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν κι άλλοι. Το σίγουρο είναι ότι το μουσικό παρελθόν είναι πια μια υπολογίσιμη μονάδα στη βιομηχανία των σοουμπίζνες, τόσο που να μπορεί να κάνει και Νο 1 επιτυχία, όπως έγινε με τους Beatles και τις ανθολογίες τους.
