Την έχουν επαινέσει για τη λαµπερή τεχνική της, για την ποιητική διάθεση και ευαισθησία, για την τόλµη των επιλογών της και για το πάθος µε το οποίο υπηρετεί τη µουσική. Η Σολ Γκαµπέτα, µία από τις πιο εµπνευσµένες και αναγνωρισµένες τσελίστριες της εποχής µας, θα εµφανιστεί στο κοινό του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών µαζί µε τον διακεκριµένο γάλλο πιανίστα Μπερτράν Σαµαγιού (στη φωτογραφία επάνω). Την Τετάρτη 22 Οκτωβρίου, στην Αίθουσα Χρήστος Λαµπράκης, η Γκαµπέτα και ο Σαµαγιού – που συχνά συνεργάζονται και ηχογραφούν µαζί – θα ερµηνεύσουν, στο πλαίσιο του Κύκλου Μεγάλοι Ερµηνευτές, έργα των Γιόχαν Μπραµς (Σονάτα για τσέλο και πιάνο αρ. 2 σε φα µείζονα), Γιοργκ Βίντµαν, Βόλφγκανγκ Ριµ και Φέλιξ Μέντελσον (Variations concertantes σε ρε µείζονα, έργο 17, και Σονάτα για τσέλο και πιάνο αρ. 2 σε ρε µείζονα, έργο 58).
Στον Μέντελσον είναι, εξάλλου, αφιερωµένη και η πιο πρόσφατη κοινή τους ηχογράφηση. Με αφορµή την αθηναϊκή εµφάνισή της, η 44χρονη τσελίστρια απάντησε σε µερικές ερωτήσεις µας «ταξιδεύοντάς» µας στο ιδιαίτερο σύµπαν της. Ξεκινώντας από τα πρώτα µαθήµατα βιολοντσέλου σε ηλικία τεσσάρων ετών µε την καθοδήγηση της µητέρας της, περνώντας από τα χρόνια των σπουδών της στη Βασιλεία και στο Βερολίνο, και φτάνοντας στην εποχή των εµφανίσεων µε τις µεγαλύτερες ορχήστρες και τους σηµαντικότερους µαέστρους, των ηχογραφήσεων µε τη Sony Classical, των διεθνών βραβείων (µεταξύ άλλων του Herbert von Karajan Prize στο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσµπουργκ το 2018 και του European Culture Prize το 2022) και του SOLsberg Festival στην Ελβετία, θεσµού που ίδρυσε η ίδια ώστε να προωθήσει τη µουσική δωµατίου και τη δηµιουργική επικοινωνία µεταξύ των µουσικών.
Αν κοιτάξετε πίσω, ποια στιγμή θεωρείτε το κομβικό σημείο τής μέχρι σήμερα καλλιτεχνικής πορείας σας;
«Για έναν καλλιτέχνη είναι δύσκολο να προσδιορίσει πότε ξεκινά πραγματικά το ταξίδι του· φυσικά, υπάρχει η στιγμή που για πρώτη φορά κρατάς ένα τσέλο στα χέρια σου, αλλά πότε ακριβώς γίνεσαι επαγγελματίας; Πρόκειται για μια σταδιακή μετάβαση, αλλά και για μια διαδικασία που θα έλεγα πως ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ. Δεν φτάνεις ποτέ πραγματικά κάπου· ο μόνος τρόπος να κρατήσεις την καριέρα σου “ζωντανή” είναι να εξελίσσεσαι διαρκώς.
Αυτό που βρίσκω υπέροχο στη φάση που βρίσκομαι σήμερα είναι ότι κουβαλώ μαζί μου πολλή εμπειρία, η οποία μού δίνει μια βαθύτερη εσωτερική αυτοπεποίθηση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πάντα στιγμές που αυτή η αυτοπεποίθηση κλονίζεται, κάτι που με βοηθά να είμαι πάντα σε κατάσταση δημιουργικής έντασης. Νιώθω ακόμα πολύ νέα, γεμάτη ιδέες και όνειρα που θέλω να πραγματοποιήσω. Πιστεύω, στην πραγματικότητα, ότι μόνο διατηρώντας μια μορφή “δημιουργικής αυταπάτης” μπορεί κανείς να συντηρήσει μια καριέρα μακροπρόθεσμα».
Τι θυμάστε από τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια σας στην Αργεντινή; Πώς διαμορφώθηκε τότε η σχέση σας με τη μουσική;
«Θεωρώ καθαρό κέρδος, πραγματικό πλούτο, το ότι γεννήθηκα στην Αργεντινή. Δεν είναι πάντα τόσο εύκολα εκεί τα πράγματα όσο στην Ευρώπη· για παράδειγμα, έβρισκα πολύ δύσκολα ορισμένες παρτιτούρες απαραίτητες για τη μελέτη μου. Γεωγραφικά, νιώθεις μακριά από την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ομως, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, κατάφερα από νωρίς να παίζω τα μεγάλα έργα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου για τσέλο. Πιστεύω πως για να πετύχεις κάτι χρειάζεσαι πράγματι μια εσωτερική φλόγα.
Κάποιες φορές όμως έπρεπε να ταξιδεύω ακόμα και δύο ημέρες μόνο και μόνο για να κάνω ένα μάθημα τσέλου. Η μητέρα μου είχε οδηγήσει κάποτε 500 χιλιόμετρα για να μου βρει μια παρτιτούρα. Τότε δεν υπήρχε Internet. Οπότε, ναι, ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα, αλλά αυτό με διαμόρφωσε βαθιά. Μου έμαθε ότι πρέπει να αγωνίζεσαι για τα όνειρά σου και αυτή η αποφασιστικότητα με συνοδεύει πάντα».
Είστε γνωστή και για τις τολμηρές επιλογές σας. Πώς καταστρώνετε τα επόμενα βήματά σας, πώς «ισορροπείτε» ανάμεσα στο παραδοσιακό ρεπερτόριο και στην ανάγκη σας να εξερευνάτε νέα έργα;
«Οι διοργανωτές των συναυλιών και το κοινό συχνά περιμένουν το καθιερωμένο ρεπερτόριο, εγώ όμως θεωρώ ότι ως ερμηνεύτρια έχω ευθύνη να διερευνώ επίσης νέα ή λιγότερο γνωστά έργα και να τα φέρνω πιο κοντά στο κοινό. Οσο περισσότερο προκαλούμε τον εαυτό μας να πηγαίνει μπροστά, να ανακαλύπτει μεταξύ άλλων νέο ρεπερτόριο, τόσο περισσότερο δίνουµε το παράδειγµα, ιδίως στη νεότερη γενιά, να μην επαναπαύεται σε ό,τι ήδη γνωρίζει, αλλά να επαναπροσδιορίζεται διαρκώς.
Σε όλη μου τη ζωή μελέτησα προσεκτικά τους μεγάλους καλλιτέχνες του παρελθόντος που θαύμαζα, αναλύοντας τι έκαναν και γιατί. Τώρα λειτουργώ κι εγώ ως πρότυπο για πολλούς νέους τσελίστες και θέλω να τους ενθαρρύνω να παραμένουν φιλοπερίεργοι και ανοιχτόμυαλοι στην καλλιτεχνική τους πορεία».
Το τσέλο θεωρείται το όργανο που βρίσκεται πιο κοντά στην ανθρώπινη φωνή. Εσείς πώς θα περιγράφατε τον ήχο του;
«Πολλοί άνθρωποι, είναι αλήθεια, ερωτεύονται τον ήχο του τσέλου λόγω της ζεστασιάς του. Πρόκειται για ένα όργανο, η αρμονία και η ποιότητα του οποίου αγγίζουν εύκολα τους ακροατές. Υπάρχει και κάτι άλλο που το κάνει τόσο δημοφιλές και αγαπητό: Η φυσική διαδικασία διά της οποίας παράγεται η μουσική. Το τσέλο στηρίζεται στην ακίδα του σχεδόν σαν να είναι δέντρο, και ο ερμηνευτής το αγκαλιάζει με ολόκληρο το σώμα του. Συνδυάστε την εικόνα με τον ήχο του, που πράγματι μοιάζει με φωνή. Αυτή η σύνδεση δημιουργεί ατμόσφαιρα γοητείας τόσο για τον ερμηνευτή όσο και για το κοινό».
Αν δεν ήσασταν τσελίστα τι θα ήσασταν; Ποιους τρόπους θα βρίσκατε για να εκφράζεστε και να επικοινωνείτε με τους άλλους;
«Σίγουρα θα έβρισκα κάτι άλλο για να κρατώ ζωντανή την περιέργειά μου. Δεν ανήκω στους ανθρώπους που επιτρέπουν στον εαυτό τους να βαρεθεί. Ως παιδί δοκίμασα πολλά όργανα, οπότε ίσως να είχα επικεντρωθεί σε κάποιο από αυτά. Αν, όμως, περνούσα σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, θα με γοήτευε η ενασχόληση με την αρχαιολογία. Κατά κάποιον τρόπο, δεν απέχει πολύ από τη μουσική· και οι δύο σχετίζονται με την εξερεύνηση, την ανακάλυψη, την περιέργεια. Αυτή τη δημιουργική περιέργεια που πάντα σε οδηγεί κάπου».
