Για τον Σκοτ Τζένινγκς, κάθε έργο της Πίνα Μπάους έχει μια μοναδική μυρωδιά, κάτι που δεν θα µπορούσε ποτέ να ξεχάσει: «Η αλήθεια είναι ότι αυτό οφείλεται πολύ στη σκηνογραφία. Πολλά από τα σκηνικά και τα αντικείμενα προέρχονταν από τις αρχικές παραγωγές, ήταν παλιά ή είχαν φθαρεί με τον χρόνο, και έτσι δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Οι τοίχοι, για παράδειγμα, όταν βρισκόμασταν στη σκηνή, είχαν κάτι ξεχωριστό… κρατούσαν μια μυρωδιά που σε ταξίδευε. Και συχνά υπήρχε και η μυρωδιά από τα τσιγάρα, γιατί οι άνθρωποι κάπνιζαν επί σκηνής. Γι’ αυτό οι παραστάσεις μένουν χαραγμένες στη μνήμη μου όχι μόνο για την ένταση των συναισθημάτων ή των εικόνων που ανακαλώ, αλλά και για τις μυρωδιές, ακόμα και για τις “γεύσεις” που συνοδεύουν όλη την εμπειρία».
Τι να πει κανείς για την Πίνα Μπάους (1940-2009), για αυτή την ανατρεπτική μορφή του σύγχρονου χορού και κορυφαία εκπρόσωπο του χοροθεάτρου, που δεν ενδιαφερόταν για το «ωραίο» αλλά για το αληθινό, για τους ανθρώπους όπως πραγματικά είναι. Ο Βρετανός Σκοτ Τζένινγκς διαθέτει ένα σημαντικό αποθετήριο τέτοιων αισθήσεων, αν αναλογιστεί κανείς ότι συνεργάστηκε ως χορευτής με το Tanztheater Wuppertal της Πίνα Μπάους την περίοδο 2012-2018.
Σήμερα, από τη θέση του διευθυντή προβών του Pina Bausch Foundation, θα συμβάλει ώστε να μεταφερθούν σε ελληνικό έδαφος, και συγκεκριμένα στην Κεντρική Σκηνή του Κτιρίου Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου, ορισμένες από αυτές τις μοναδικές εμπειρίες – έστω και αν δεν χρησιμοποιούνται πάντα πραγματικά τσιγάρα επί σκηνής πλέον.

photo by © Karol Jarek Kontakthof photo by © Karol Jarek
Η πολυαναμενόμενη σκηνική αναβίωση του έργου της Πίνα Μπάους «Kontakthof» αποκαλύπτει μέσα από χορό και θεατρικά στιγμιότυπα τις πιο αμήχανες, αστείες και μελαγχολικές πλευρές των ανθρώπινων σχέσεων, καθώς και τα στάδια δημιουργίας ή αποτυχίας τους με έναν τρόπο που είναι ρεαλιστικός και ταυτόχρονα μαγικός. Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1978 στην Οπερα του Βούπερταλ και, δέκα χρόνια αργότερα, το 1988, στο Ηρώδειο, πάντα από το Tanztheater Wuppertal. Στη νέα αυτή συνεργασία του Pina Bausch Foundation με το Εθνικό Θέατρο και με την καθοριστική συμβολή της Αργυρώς Χιώτη, η παράσταση τελεί υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Τζόζεφιν Αν Εντικοτ, μέλους της αρχικής διανομής του 1978, και του Δάφνι Κόκκινου, μέλους του Tanztheater Wuppertal – και οι δύο υπήρξαν βοηθοί της μεγάλης χορογράφου. Μαζί με την Αν Μάρτιν, επίσης μέλος της αρχικής διανομής και διευθύντρια προβών του Pina Bausch Foundation, και τον Τζένινγκς εργάζονται για να διασφαλίσουν ότι η κληρονομιά και η μοναδική αισθητική της Πίνα Μπάους μεταφέρονται με ζωντάνια και αυθεντικότητα σε νέες ομάδες και θεσμούς.
Το «Kontakthof» είναι ένα έργο-ορόσημο της πρώιμης περιόδου της Μπάους και κομβικό δείγμα της συνεργασίας της με τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Ρολφ Μπόρζικ, ο οποίος διαμόρφωσε την εικαστική γλώσσα του θιάσου εκείνα τα καθοριστικά χρόνια. «Για εμένα, είναι με κάποιον τρόπο τόσο απλό, αλλά ταυτόχρονα πολύπλοκο» θα πει ο Τζένινγκς για το «Kontakthof», για να προσθέσει: «Είναι ένα έργο γεµάτο ανθρώπινη τρυφερότητα, χιούμορ και συγκίνηση, απλό σε κάποιες σκηνές αλλά ταυτόχρονα βαθύ, πολυσύνθετο και γεμάτο ένταση. Κάθε στιγμή, κάθε συναίσθημα και κάθε νότα που το διατρέχει συμβάλλει στη συνοχή και την πληρότητά του. Ο τρόπος με τον οποίο η Πίνα συνθέτει τις σκηνές είναι μοναδικός: ξέρει να ενσωματώνει τη μία στιγμή μέσα στην άλλη, συνδέοντας δραματουργικά τα διάφορα μέρη του έργου. Είναι μεγάλο σε διάρκεια, σχεδόν τρεις ώρες με διάλειμμα. Πολλά από τα έργα της είναι μεγάλης διάρκειας. Ωστόσο, αν ήταν πιο σύντομα, δεν θα λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Είναι σαν να παίζει με τον χρόνο, και η Πίνα είναι πραγματικά δασκάλα σε αυτόν τον τομέα».

photo by © Karol Jarek Kontakthof
Μια πολυσυλλεκτική «ορχήστρα»
Στην παράσταση συμμετέχουν 23 ερμηνεύτριες και ερμηνευτές από ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα, από 21 ως 55 ετών, καθώς το έργο λειτουργεί ως τόπος συνάντησης για διαφορετικούς τύπους προσωπικοτήτων. Για τον Τζένινγκς, η συνεργασία µε το Εθνικό Θέατρο είναι µια πολύ «ιδιαίτερη περίπτωση»:
«Νοµίζω πως είναι η πρώτη φορά που όλα τα µέλη της παράστασης προέρχονται από τον ίδιο τόπο. Η Πίνα δεν συνεργαζόταν ποτέ µε ένα τόσο µεγάλο σύνολο από την ίδια χώρα. Στην οµάδα έχουμε επίσης λίγους χορευτές/-τριες ή καλλιτέχνες που έχουν εκπαιδευτεί ως χορευτές και δουλεύουν και ως ηθοποιοί. Αυτή η ποικιλία εμπειριών και υποβάθρων των καλλιτεχνών προσδίδει στο έργο μια ξεχωριστή πληρότητα. Εχεις ανθρώπους με μικρότερη ή μεγαλύτερη καλλιτεχνική εμπειρία, με μικρότερη ή μεγαλύτερη πείρα ζωής. Νομίζω πως η ποικιλομορφία αυτή κάνει το έργο ακόμη πιο πλούσιο, όλοι αλληλοσυμπληρώνονται. Μερικές φορές στις πρόβες ξεχνάω εντελώς ότι υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Ολοι είναι πρόθυμοι, δεκτικοί, φιλοπερίεργοι και παθιασμένοι με τη δουλειά, γεγονός που κάνει τη συνεργασία ακόμα πιο ξεχωριστή».
Αλλωστε, όπως τονίζει, το έργο απαιτεί ή ζητάει καλλιτέχνες που που είναι ανοιχτοί να εξερευνήσουν τη δουλειά: «Θέλουµε ανθρώπους που να επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι ευάλωτος και να δείχνουν ποιοι πραγματικά είναι. Το έργο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1970, επομένως ο τρόπος που αλληλεπιδρούσαν οι άνθρωποι τότε ήταν πολύ διαφορετικός από σήμερα. Δεν είναι εύκολο να εκφράσει κανείς τον εαυτό του στη σκηνή, ταυτόχρονα όμως οι συμμετέχοντες παίρνουν έναν ήδη υπάρχοντα ρόλο. Η πρόκληση είναι να τους καθοδηγήσουμε ώστε να βρουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτόν και μόλις αποκαλυφθεί η ουσία του ρόλου να έχουν την ελευθερία να τον εξερευνήσουν και να τον κάνουν δικό τους».
Η δε εμπειρία του από τη συνεργασία με τις ελληνίδες και τους έλληνες ηθοποιούς είναι παραπάνω από θετική: «Είναι επαγγελματίες, ανοιχτοί και πρόθυμοι. Οταν διδάσκουμε το έργο υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται να δουλέψουμε με τρεις συγκεκριμένους ανθρώπους, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να ξεκουραστούν ή να ασχοληθούν με ό,τι θέλουν. Ωστόσο, όλοι συνεχίζουν να δουλεύουν και μόνοι τους γιατί θέλουν να γίνουν καλύτεροι. Πολλοί είναι ηθοποιοί, και ορι-
σµένες χορευτικές ακολουθίες είναι αρκετά απαιτητικές. Υπάρχει, για παράδειγµα, µια πολύ δύσκολη χορευτική ακολουθία για τους άνδρες χορευτές, και όλοι προσπαθούν µε µεγάλη αφοσίωση να τη µάθουν και να την εκτελέσουν σωστά».

Photo Sam Coren Scott-Jennings
«Kontakthof» τότε και τώρα
O Σκοτ Τζένινγκς δεν θα είναι παρών στην πρεμιέρα της παράστασης στο Εθνικό Θέατρο, αν και νοερά θα βρίσκεται εδώ µε περισσότερους από έναν τρό- πους. Και αυτό γιατί συµµετέ- χει ως διευθυντής προβών στο «Kontakthof – Echoes of ’78», µια αναβίωση της πρώτης παράστασης που συνδέει το πα- ρελθόν µε το παρόν, καθώς εν- νέα από τους αρχικούς χορευτές επιστρέφουν στους ρόλους τους, που προβάλλονται ταυτόχρονα σε αρχειακά πλάνα των παραστάσεων εκείνης της εποχής. Πώς προσεγγίζει άραγε κανείς έργα που φέρουν τέτοιο ιστορικό και συναισθηματικό βάρος;
«Για εμένα προσωπικά, ειδικά όταν ήμουν νέος χορευτής στην ομάδα, ήταν κάτι πολύ έντονο. Θυμάμαι, για παράδειγμα, όταν μου ζητήθηκε να αναλάβω τον ρόλο του Ντομινίκ Μερσί στο “Café Müller”, πέρασα σχεδόν δύο ολόκληρες σεζόν νιώθοντας το βάρος της ιστορίας αυτού του έργου. Νομίζω ότι χρειάζεται χρόνος για να μπορέσει ένας ερμηνευτής να βρει τον εαυτό του μέσα σε μια δημιουργία. Δεν μπορείς να πεις ότι αρκούν μία ή δύο εβδομάδες πρόβας· είναι πολύ λίγο για να καταλάβει κανείς τον κόσμο του έργου, να νιώσει σωστά τα συναισθήματα, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και τελικά να φέρει τον εαυτό του στον ρόλο».

photo by © Karol Jarek
Ο χορός από την άλλη πλευρά
Ο Σκοτ Τζένινγκς είναι μόλις 37 ετών, έχει ήδη μια εντυπωσιακή πορεία ως χορευτής και δάσκαλος και έχει να επιδείξει συνεργασίες με σημαντικούς δημιουργούς, όπως ο Λόιντ Νιούσον (DV8 Physical Theatre), ο Δημήτρης Παπαϊωάννου (στο «Since She», το 2018) και ο Μάθιου Μπορν, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς. Η επαφή του με το χοροθέατρο της Πίνα Μπάους υπήρξε καταλυτική για τη ζωή του, καθώς ήταν µόλις 16 ετών όταν την ανακάλυψε: «Από µικρός αγαπούσα τις τέχνες, αλλά ως έφηβος δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήθελα να σπουδάσω θέατρο ή χορό. Τότε δεν είχα καμία πραγματική εικόνα του σύγχρονου χορού, του σωματικού θεάτρου ή του χοροθεάτρου. Συνειδητοποίησα ότι ήδη υπήρχαν καλλιτέχνες που συνδύαζαν χορό και θέατρο – κάτι που ονειρευόμουν χωρίς να ξέρω ότι υφίσταται. Αυτό με οδήγησε στο έργο της Πίνα Μπάους».
Η πρώτη του επαφή με τα έργα της ήταν η «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» και το «Café Müller», τα οποία τον συγκλόνισαν. Η ενέργεια, η μοναδική αισθητική και η σκηνογραφία – το χώμα στην «Ιεροτελεστία», οι καρέκλες στο «Café Müller» – άνοιξαν έναν νέο κόσµο για εκείνον: «Με εντυπωσίασε ο τρόπος που η Πίνα συνδύαζε χορό, θέατρο και μια ισχυρή οπτική γλώσσα. Συγκινήθηκα τόσο που αποφάσισα ότι ήθελα να βιώσω αυτά τα έργα από την άλλη πλευρά, να μάθω πώς είναι να ζεις μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο στη σκηνή».

photo by © Karol Jarek
Το έμαθε καλά, όμως δεν πρόλαβε να γνωρίσει την Μπάους, καθώς είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν εκείνος ξεκινήσει να συνεργάζεται µε το χοροθέατρό της: «Μερικές φορές είναι δύσκολο να θυμηθώ ότι δεν γνώρισα προσωπικά την Πίνα, αλλά παράλληλα με κινητοποιεί το γεγονός ότι αν το έργο της πρόκειται να συνεχιστεί για πολλά χρόνια χρειάζονται άνθρωποι να πάρουν τη σκυτάλη. Είχα την τύχη να δουλέψω πολύ κοντά με καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί της και έτσι βρήκα το έργο της μέσα από εκείνους». Γιατί όμως χρειαζόμαστε σήμερα τη ματιά της Πίνα Μπάους; «Οι βασικές ανάγκες που αγγίζει παραμένουν: η ανάγκη για σύνδεση, για αγάπη, για να γίνεις ορατός, για επαφή και επικοινωνία με τους άλλους. Αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα δεν θα εξαφανιστούν ποτέ. Ακόµα και αν κάποια µέρη των έργων της έχουν λίγο παλιώσει, η επίδρασή τους στο κοινό παραμένει τεράστια. Υπάρχει μεγάλη αξία στο να βλέπουν οι νέοι χορευτές και ηθοποιοί αυτές τις δουλειές, ακόμα και αν ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να δουν την Πίνα επί σκηνής».
INFO
«Kontakthof», Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή, από τις 17 Δεκεµβρίου.