Πέρα από το κακό

Είναι εύκολο να βαφτίζεις τον δολοφόνο «τέρας» ή να εξοργίζεσαι επειδή η υπόθεση μετατρέπεται σε ριάλιτι. Αποφεύγεις όμως την αβάστακτη ερώτηση

Πέρα από το κακό

Οι ιστορίες που ακολουθούσαν την αρχετυπική συνταγή της μάχης του απόλυτου καλού με το απόλυτο κακό για καιρό είχαν χάσει τη δημοφιλία τους. Η περιπλοκότητα του κόσμου όπως μας έγινε αισθητή εξαιτίας της χρόνιας έκθεσής μας στο Διαδίκτυο, οι νέες αναγνώσεις αφηγημάτων (αποικιοκρατικών, πατριαρχικών, νεοφιλελεύθερων) που μέχρι πρόσφατα έστεκαν ακλόνητα, ίσως ακόμα και ο κορεσμός, η βαρεμάρα του να καταναλώνεις το ίδιo μοντέλο, την ίδια αρχή-μέση-τέλος κάθε φορά, έφεραν στα βιβλία και τα σινεμά και τις τηλεοράσεις γκρίζους «καλούς», και «κακούς» με τους οποίους μπορούσες να συμπάσχεις. Φαίνεται πως και αυτό το trend όμως άρχισε να κουράζει.

Η ανάγκη για ιστορίες απλές, που θα σε λούσουν με κουβάδες ελπίδα, έχει ξυπνήσει. Ισως γιατί η περιπλοκότητα παρααυξήθηκε. Ισως γιατί ο κόσμος παρασκοτείνιασε. Φτάσαμε στην άλλη άκρη της κανονικής κατανομής. Οταν χρειαστεί, η αισιοδοξία ξυπνάει σαν θερμοστάτης. Σκοτώνει τα πάθη σαν αντιβίωση. Χρειαζόμαστε κάτι απλό.

Ή ίσως, απλά, χρειάζεται πάντα να βρίσκουμε τρόπους να αποσπαστούμε. Κι αν χρειάζεται να αποσπαστείς από κάτι πάση θυσία, τότε ό,τι κι αν είναι αυτό το κάτι, πρέπει να είναι η χειρότερη πιθανή σου εναλλακτική.

Υπάρχουν ειδήσεις από τις οποίες δεν μπορείς να ξεφύγεις. Σε περιμένουν σε όλες τις οθόνες, σε περιμένουν στο μετρό και το ταξί, στο μπαρ, τη δουλειά, τον χώρο αναμονής στον οδοντίατρο. Σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει να συντονιζόμαστε με τη φρίκη, ή να καταναλώνουμε τέτοιες ποσότητες της ίδιας είδησης, της ίδιας υπόθεσης, που για να μην πνιγούμε αναγκαζόμαστε να γίνουμε οι ίδιοι πομποί.

Η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου, που ομολόγησε τους φόνους τεσσάρων παιδιών, μεταξύ των οποίων τα δύο δικά της βρέφη, είναι τέτοια. Η τραγωδία ενός νεκρού παιδιού, πόσω μάλλον τεσσάρων, έχει την υφή ενός αναπόδραστου τέλους. Μια μαύρη τρύπα, παράλογη, από την οποία δεν ξεφεύγει κανένα φως.

Οταν, βέβαια, τον θάνατο τον έχει προκαλέσει η μητέρα, το συναίσθημα γίνεται τραχύ και αποκρουστικό, η επαφή με κάτι ανίερο, με κάτι εξωγήινα μηδενιστικό κι απάνθρωπο. Μπορούμε να το αφήσουμε εκεί.

Ομως δεν το αφήνουμε εκεί. Σαν κινηματογραφικό franchise που δεν πεθαίνει, παρά ανασταίνεται αλύπητα με απανωτά σίκουελ, θα το αφήσουμε όταν αναγκαστούμε. Κι όμως, το επικίνδυνο με μια τέτοια συνθήκη είναι ότι, παρά την ενασχόληση, είναι πανεύκολο να ξύσεις την επιφάνεια μέχρι να μη σου μείνουν νύχια, χωρίς να ρίξεις ούτε μια ματιά στο πραγματικό σκοτάδι από κάτω.

Γιατί όσο εύκολο είναι να ανακηρύξεις τη δολοφόνο «τέρας» και σαν μανιασμένο σκυλί να απαιτείς η Δικαιοσύνη να εξαντλήσει την αυστηρότητά της, άλλο τόσο εύκολο είναι να εξοργιστείς με τη μετατροπή της υπόθεσης σε ριάλιτι, να καταγγείλεις τα δημόσια δικαστήρια των πάνελ και το μελοδραματικό σόου που έκανε τη δολοφόνο σταρ και έκανε νούμερα. Είναι και τα δύο εξίσου εύκολα, γιατί και στις δύο περιπτώσεις αποφεύγεις την πάντα αβάσταχτη ερώτηση «γιατί;», αφήνοντας ταυτόχρονα εκτός εξίσωσης τη βασικότερη, ίσως, μεταβλητή: εσένα.

Γιατί με το σχετικό περιθώριο στατιστικού λάθους, μπορούμε να κάνουμε με ασφάλεια την παραδοχή ότι δεν είμαστε μαζικά μαζοχιστές για να παρακολουθούμε νυχθημερόν αναλύσεις επί αναλύσεων ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Οτι δεν σου είναι ακριβώς ευχάριστο να περιμένεις με προσμονή βδομάδες ολόκληρες εκείνη την έκρηξη που ξέρεις ότι έρχεται, την έκρηξη της τραγικής αποκάλυψης του χειρότερου πιθανού σεναρίου.

Οτι μπορεί να έχεις διαβάσει πενήντα πανομοιότυπα άρθρα δημοσιευμένα ταυτόχρονα, που απαριθμούν τις ίδιες πενήντα δυσάρεστες λεπτομέρειες, αλλά το κάνεις επειδή, για κάποιον λόγο, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Οχι επειδή σου αρέσει. Αντίστοιχα μπορούμε να κάνουμε την παραδοχή ότι δεν προσμένουμε σχεδόν σαδιστικά την τιμωρία της παιδοκτόνου να κατέβει από τους ουρανούς και να τη βρει «μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης» σαν τη Χαδούλα του Παπαδιαμάντη.

Για να παρακολουθείς  λοιπόν με πάθος ό,τι προσφέρεται σε σχέση με το αποτρόπαιο έγκλημα, χωρίς αυτό να σε ευχαριστεί, ίσως το κάνεις γιατί, με έναν ασυνείδητο ίσως τρόπο, σε ανακουφίζει.

Γιατί σου επιτρέπει να επαναφέρεις τον κόσμο σε ένα διαχειρίσιμο πλαίσιο, στο οποίο η περιπλοκότητα απλοποιείται. Σε ένα μοντέλο δισδιάστατο, στο οποίο τα αφηγήματα απόλυτου καλού – απόλυτου κακού επαληθεύονται και πάλι. Γιατί σου επιτρέπει να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από τον πυρήνα του κακού και να βουτήξεις με το κεφάλι στην ανάλυσή του, προσπαθώντας να του δώσεις μια εξήγηση για να καταλάβεις, ναι, αλλά κυρίως για να αφήσεις τον εαυτό σου στην άκρη.

Η ιατρική προσέγγιση, που αντιμετωπίζει την εγκληματία σαν άνθρωπο που νοσεί, και προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια τους οικογενειακούς, κοινωνικούς, ψυχιατρικούς παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία, μένει εν πολλοίς στο περιθώριο και αφορά λίγους. Εχει γίνει ήδη τόση δουλειά για να δώσουμε στο τέρας την απαίσια μορφή του και να το ξετρυπώσουμε από την τρύπα του. Τώρα μένει να το κόψουμε από τη ρίζα, να εξορίσουμε για πάντα το κακό, «να υπάρχει πολύς κόσμος τη μέρα της εκτέλεσης και να το υποδεχτούν με κραυγές μίσους».

Χρειάζεται πάντα κάτι που να μας δίνει την ευκαιρία να αποσπαστούμε από τους εαυτούς μας. Από την ενοχή που φέρουμε μέσα μας, μετέχοντας στην ίδια κοινωνία, αγνοώντας καθημερινά τον πόνο αμέτρητων ανθρώπων, επιτρέποντας σε ένα σωρό αδικίες να συνεχίζουν, φέροντας, περισσότερο ή λιγότερο εμμέσως, κακό. Αλλά και να κάνουμε την πορεία μας στον κόσμο πιο υποφερτή, έστω για λίγο, αθωώνοντάς τον.

Σοκ και δέος: βρήκαμε τον δαίμονα, ζούσε στην Αμαλιάδα. Για λίγο, κάτι μας δίνει την αίσθηση ότι δεν ζούμε σε έναν κόσμο συνταρακτικά εύθραυστο και ελαττωματικό, ότι δεν καλλιεργούμε κι εμείς τέρατα στους κήπους και τα πατάρια μας, ότι δεν φέρουμε ευθύνη, ότι αφού βρήκαμε τον δαίμονα όλα τα άλλα είναι, λίγο-πολύ, εντάξει.

Στο πάνελ, ο εκτός εαυτού παρουσιαστής-ανακριτής ωρύεται στην κατηγορουμένη, που κάθεται δίπλα του, ότι έχει φτάσει η ώρα να ομολογήσει. Φυσικά γνωρίζεις ότι τόσο για εκείνον όσο και για εκείνη πρόκειται για μία απλή περφόρμανς. Οπως και τα τρομοκρατημένα βλέμματα του άλλου παρουσιαστή στην κάμερα, ενώ ψάχνει δήθεν το θάρρος να συνεχίσει να περιγράφει.

Είναι μία φτηνή, εκβιαστική στα όρια του προσβλητικού περφόρμανς, που καταλαμβάνει πολύτιμο χώρο, για μια τραγωδία μεν, που όμως δεν είναι πάντα εύκολο να συνεχίζεις να διακρίνεις τον τρόπο με τον οποίο είναι αυτό που αποκαλούμε «είδηση».

Η ευθύνη όμως είναι πάντα μοιρασμένη. Η τραγωδία καταλαμβάνει τον χώρο που δεν θέλουμε να καταλάβει η πραγματικότητα που μας περιλαμβάνει, αυτή στην οποία είμαστε κι εμείς υπόλογοι. Εκεί που δεν περιμένεις τίποτα από τη Δικαιοσύνη, κανείς υπεύθυνος δεν τιμωρείται ποτέ για κατάφωρα σκάνδαλα και εγκλήματα, και 17.000 παιδιά έχουν δολοφονηθεί στην απέναντί μας όχθη.

«Βρίσκουμε πάντα κάτι που να μας δίνει την αίσθηση ότι ζούμε, ε Ντίντι;» ρωτάει ο Εστραγκόν τον Βλάντιμιρ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Πάντα βρίσκουμε κάτι για να αντέξουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Επιστρέφουμε στην αρχετυπική συνταγή, στη μάχη του απόλυτου καλού ενάντια στο απόλυτο κακό, γιατί εκεί που υπάρχουν ανθρωπόμορφα τέρατα μπορεί να υπάρξει και μαγεία, και ήρωες που θα μας σώσουν. «Μα ναι» απαντάει ο Βλάντιμιρ. «Είμαστε μάγοι».

Αλλά για πόσο θα πιστεύουμε σε παραμύθια;

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version