«Το ΠαΣοΚ απέχει από τη ΝΔ όσο και η ΝΔ από την αυτοδυναμία». Η διαπίστωση ανήκει στον Ευάγγελο Βενιζέλο και προσδιορίζει το διάνυσμα που χωρίζει την ομαλότητα από την ακυβερνησία αν δεν προκύψει κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή των εκλογών.
Ο Πρωθυπουργός είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την απειλή του χάους. Στις ομιλίες του στη Βουλή παρουσιάζει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ανίκανους και ανίδεους, για τους οποίους δεν αξίζει να σπαταλά τον χρόνο του. Δεν αποφεύγει, ωστόσο, τις συγκρούσεις προκειμένου να τονίσει ξανά και ξανά ότι χωρίς εκείνον η χώρα θα φλερτάρει ξανά με την καταστροφή. Η πινακοθήκη της αντιπολίτευσης είναι αλήθεια ότι δεν συγκινεί τα πλήθη. Στην «πολιτική κουζίνα» το μείγμα Ανδρουλάκη – Τσίπρα – Νέας Αριστεράς βγαίνει άνοστο, τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Ομως, και αυτές οι μετρήσεις, με το ποσοστό των αναποφάσιστων να μοιάζει σαν ενεργό ηφαίστειο στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, δείχνουν μόνο τον καμβά, στον οποίο κυριαρχεί ο «Κανένας». Τα κεντήματα θα μπουν όταν προκηρυχθούν οι εκλογές και μάθουμε πόσα κόμματα θα κατέλθουν στον εκλογικό στίβο. Σε εκείνη τη συγκυρία, όλες οι σημερινές συγκρούσεις για προγράμματα, σκάνδαλα και αρρυθμίες θα έχουν μικρή σημασία. Αν δεν προκύψει κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα θα κοιτάζει κατάματα την άβυσσο.
Αυτή τη στιγμή στην Αμερική εξελίσσεται ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα με έναν πρόεδρο που έχει πετάξει όλες τις συμβατικότητες στο καλάθι αχρήστων του Λευκού Οίκου, και του περνάει – στην πατρίδα του και έξω από αυτή. Ο αντίπαλός του είναι ο 34χρονος νεοεκλεγμένος μουσουλμάνος δήμαρχος της Νέας Υόρκης από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών. Ενας κομμουνιστής κατά τον Τραμπ. Σίγουρα ένας αδιανόητος υποψήφιος μέχρι πρότινος. Αν καταφέρει να σταθεί απέναντί του, θα παρακολουθήσουμε μια κινηματογραφική σύγκρουση δύο πολιτικών ανατροπέων, που ο καθένας ακολουθεί το δικό του αντισυμβατικό μονοπάτι.
Γιατί μας αφορά; Η ως τώρα σύγκρουση Τραμπ – Μαμντάνι επιβεβαίωσε το πρώτο αξίωμα της παραδοσιακής πολιτικής. Η ελπίδα κερδίζει τον φόβο ή, όπως έλεγε ο πατέρας Κουόμο, μια «προεκλογική εκστρατεία με ποίηση». Ο Τραμπ, αναμφίβολα, έχει τον τρόπο του να ελκύει το δικό του ακροατήριο, το οποίο αποδείχθηκε ιδιαίτερα πιστό, αλλά όταν επιστράτευσε τον φόβο και τις απειλές απέναντι στον αντίπαλό του, έχασε μεγαλοπρεπώς.
Το ίδιο έχει συμβεί και στην Ελλάδα στο παρελθόν, το πιο πρόσφατο, το 2015, με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ο ζόφος της καμπάνιας του Αντώνη Σαμαρά έβαψε τη χώρα στο ροζ της Κουμουνδούρου. Ο κόσμος δεν αντάμειψε τη διαχείριση των προβλημάτων της χώρας, όσο αποτελεσματική και αν ήταν. Προτίμησε να πιστέψει σε ένα όραμα που εμοιαζε ελπιδοφόρο, ακόμα κι αν ήταν παραμύθι ή αυταπάτη. Η χώρα, πάντως, δεν χάθηκε. Τώρα, το ίδιο δίλημμα ρίχνει στην αγορά η σημερινή κυβέρνηση με τη μορφή του ερωτήματος «Μητσοτάκης ή χάος;».
Η ανάλυση των ποιοτικών στοιχείων της ψήφου Μαμντάνι έδειξαν ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων του δεν πιστεύει ότι το πρόγραμμά του είναι εφικτό, ούτε ότι θα μπορέσει να το υλοποιήσει στον βαθμό που έχει υποσχεθεί. Και όμως χιλιάδες νέοι και 100.000 εθελοντές ξεσηκώθηκαν γιατί κάτι τους κινητοποίησε. Το χάρισμα; Η «ποίηση»; Η απόρριψη εκβιαστικών διλημμάτων; Μια βαθύτερη αίσθηση δημοκρατίας; Ο,τι κι αν είναι, δείχνει ότι όταν το δεύτερο συστατικό μιας πολιτικής καμπάνιας είναι το χάος, οι πολίτες θα επιλέξουν το χάος.
