Ο Stefano Casiraghi έτρεχε πάνω στην επιφάνεια της Μεσογείου με μια ταχύτητα που αψηφούσε τη βαρύτητα, το νερό, την ίδια τη λογική. Είχε περάσει τα τριάντα, αλλά υπήρχε ακόμα κάτι αγνό, σχεδόν παιδικό, στον τρόπο που αγκάλιαζε τη ζωή: σαν να ήταν απλώς θέμα ισορροπίας, ένας αδιάκοπος χορός με το αναπόφευκτο.
Η ριβιέρα ήταν η φυσική του σκηνή, ταχύπλοα που διέσχιζαν το πρωινό φως, σαμπάνιες σε κρυστάλλινα ποτήρια, βραδιές που εξαφανίζονταν στην αχλή της αυγής. Ήταν ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο θάνατος δεν θα τους άγγιζε ποτέ, ή αν το έκανε, θα το έκανε αργά και διακριτικά.
Αλλά ο θάνατος δεν ήρθε έτσι για τον Stefano Casiraghi. Ήρθε ξαφνικά, βίαια, χωρίς προειδοποίηση. Ήταν ένα σκάφος που αναποδογύρισε, μια πρόσκρουση που έκοψε κάθε νήμα ασφαλείας, μια σιωπή που τύλιξε το γαλάζιο πρωινό της Κυανής Ακτής.
