Υπήρξαν άνθρωποι που γεννήθηκαν σε εποχές ακμών και άλωσης. Και υπάρχουν κι εκείνοι που ήρθαν στον κόσμο μέσα στο μισοσκόταδο μιας αυτοκρατορίας που έσβηνε. Η Ντουρουσεχβάρ Σουλτάνα ήταν ένα τέτοιο παιδί. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1914 στο παλάτι, πάνω που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεψυχούσε. Η Πόλη ακόμη κρατούσε τον ήχο των μουεζίνηδων και το άρωμα των κήπων της, αλλά είχε ήδη χάσει βήματα από την ιστορία.
Ήταν κόρη του τελευταίου χαλίφη, Αμπντουλ Μετζίτ Β΄, ενός άνδρα μορφωμένου, καλλιτέχνη και βαθιά εξευρωπαϊσμένου, και της Μεχιστέ Καντινεφέντι. Μεγάλωσε σε έναν κόσμο που ακόμη έφερε το βάρος του μεταξωτού, της τελετουργίας και της Αυλής, έναν κόσμο που, πριν καν προλάβει να μάθει να τον περπατά, την εξόρισε. Το 1924, όταν το νεοσύστατο τουρκικό κράτος, με τον Κεμάλ Ατατούρκ στην ηγεσία του, απομάκρυνε την αυτοκρατορική οικογένεια, η εννιάχρονη πριγκίπισσα βρέθηκε να ξεκινά ξανά τη ζωή της στη Νίκαια.
Η οικογένεια ζούσε με αξιοπρέπεια αλλά και φτώχεια, τόση ώστε ο Νιζάμ του Χαϊντεραμπάντ, ο πλουσιότερος μονάρχης του κόσμου, αναγκάστηκε να τους στηρίξει οικονομικά μετά από διεθνή έκκληση. Ήταν μία από εκείνες τις λεπτομέρειες που μοιάζουν με προανάκρουσμα μιας μοίρας ήδη χαραγμένης: μια αυτοκρατορία στα τελευταία της, να κρατιέται από το χέρι μιας άλλης.
