ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Τι απέγινε η τελευταία πριγκίπισσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την πτώση;

Τι απέγινε η τελευταία πριγκίπισσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την πτώση; 1
Από τη φωτογράφιση με τον Cecil Beaton

Η Ντουρουσεχβάρ Σουλτάνα γεννήθηκε στο ξεψύχισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά από χρόνια στην εξορία, παντρεύτηκε έναν Ινδό πρίγκιπα. Ήταν μία από εκείνες τις λεπτομέρειες που μοιάζουν με προανάκρουσμα μιας μοίρας ήδη χαραγμένης: μια αυτοκρατορία στα τελευταία της, να κρατιέται από το χέρι μιας άλλης.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Υπήρξαν άνθρωποι που γεννήθηκαν σε εποχές ακμών και άλωσης. Και υπάρχουν κι εκείνοι που ήρθαν στον κόσμο μέσα στο μισοσκόταδο μιας αυτοκρατορίας που έσβηνε. Η Ντουρουσεχβάρ Σουλτάνα ήταν ένα τέτοιο παιδί. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1914 στο παλάτι, πάνω που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεψυχούσε. Η Πόλη ακόμη κρατούσε τον ήχο των μουεζίνηδων και το άρωμα των κήπων της, αλλά είχε ήδη χάσει βήματα από την ιστορία.

Ήταν κόρη του τελευταίου χαλίφη, Αμπντουλ Μετζίτ Β΄, ενός άνδρα μορφωμένου, καλλιτέχνη και βαθιά εξευρωπαϊσμένου, και της Μεχιστέ Καντινεφέντι. Μεγάλωσε σε έναν κόσμο που ακόμη έφερε το βάρος του μεταξωτού, της τελετουργίας και της Αυλής, έναν κόσμο που, πριν καν προλάβει να μάθει να τον περπατά, την εξόρισε. Το 1924, όταν το νεοσύστατο τουρκικό κράτος, με τον Κεμάλ Ατατούρκ στην ηγεσία του, απομάκρυνε την αυτοκρατορική οικογένεια, η εννιάχρονη πριγκίπισσα βρέθηκε να ξεκινά ξανά τη ζωή της στη Νίκαια.

Η οικογένεια ζούσε με αξιοπρέπεια αλλά και φτώχεια, τόση ώστε ο Νιζάμ του Χαϊντεραμπάντ, ο πλουσιότερος μονάρχης του κόσμου, αναγκάστηκε να τους στηρίξει οικονομικά μετά από διεθνή έκκληση. Ήταν μία από εκείνες τις λεπτομέρειες που μοιάζουν με προανάκρουσμα μιας μοίρας ήδη χαραγμένης: μια αυτοκρατορία στα τελευταία της, να κρατιέται από το χέρι μιας άλλης.

Στα δεκαεπτά της, η Ντουρουσεχβάρ ήταν ήδη γνωστή στην Ανατολή για την ομορφιά της. Κατά την εξορία της οικογένειας στη Γαλλία, ο Σάχης της Περσίας, Ρεζά Χαν και ο Βασιλιάς Φουάντ Α΄ της Αιγύπτου, την ήθελαν νύφη για τους αντίστοιχους κληρονόμους τους, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και Φαρούκ. Ο πατέρας της επέλεξε για εκείνη τον Αζάμ Τζα, πρίγκιπα του Χαϊντεραμπάντ και γιο του τελευταίου Νιζάμ στην Ινδία. Ήταν μια ένωση σχεδιασμένη ως πολιτική λύση, αλλά και ως μια βαθιά χειρονομία επιβίωσης. Τον Νοέμβριο του 1931, η Ντουρουσεχβάρ παντρεύτηκε στη Νίκαια. Τίτλοι, αρώματα και θρύλοι Ανατολής και Δύσης ανακατεύτηκαν σε μια τελετή που οι εφημερίδες της εποχής περιέγραψαν ως «Χίλιες και Μία Νύχτες».

Το ταξίδι της προς την Ινδία έγινε με κάθε δυνατή πολυτέλεια, αλλά και με μια παράξενη υποσημείωση της ιστορίας: στο ίδιο πλοίο ταξίδευε ο Μαχάτμα Γκάντι. Λέγεται πως συναντήθηκαν, μια από εκείνες τις συμπτώσεις που δείχνουν πως οι κόσμοι που αλλάζουν συχνά μοιράζονται το ίδιο κατάστρωμα. Η Ντουρουσεχβάρ πέρασε τις υπόλοιπες μέρες της εν πλω μαθαίνοντας πώς να τυλίγει το σάρι της και να υποκλίνεται σαν Ινδή.

Στο Χαϊντεραμπάντ, η νεαρή πριγκίπισσα έλαβε τον τίτλο της Πριγκίπισσας του Μπέραρ. Ο τοπικός Τύπος την αποκάλεσε «την πιο κομψή γυναίκα της Ινδίας». Ήταν ψηλόλιγνη, επιβλητική, με ένα φως που ξεκινούσε από μέσα της και έμενε πάνω στους ανθρώπους για μέρες, όπως λένε όσοι τη γνώρισαν. Ο Νιζάμ συχνά σχολίαζε χιουμοριστικά πως ήταν ψηλότερη από τον σύζυγό της. Εκείνη το άκουγε με ήρεμη χάρη, γιατί είχε μάθει να φορά την αξιοπρέπεια σαν πανοπλία. Ήξερε για τις ερωμένες του άντρα της, και ήξερε πώς να συνεχίζει να στέκεται όρθια.

Γέννησε δύο γιους, τον μελλοντικό διάδοχο Μουκαρράμ Τζα και τον Μουφάκχαμ Τζα. Μετά το 1954, όταν ο γάμος ουσιαστικά διαλύθηκε, παρέμεινε για χρόνια στην Ινδία πριν εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο, χωρίς ποτέ να χάσει τον τίτλο της.

Η Ντουρουσεχβάρ δεν κάθισε πάνω στα απομεινάρια ενός παλατιού που χάθηκε. Αντιθέτως, έχτισε κάτι καινούργιο. Ίδρυσε σχολεία και κολέγια για κορίτσια, νοσοκομεία, γυναικείες δομές και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στο Χαϊντεραμπάντ τής άνηκαν νοσηλευτικά κέντρα και εκπαιδευτικές δομές, ενώ η συμβολή της στην ανάπτυξη του αεροδρομίου Μπεγκουμπέτ και του Ajmal Khan Tibbiya College είναι καταγεγραμμένη ως πρωτογενής και καθοριστική.

Με την ξαδέλφη της, Νιλουφέρ Σουλτάνα, η οποία παντρεύτηκε τον αδερφό του άντρα της, υπήρξαν οι πρώτες αληθινές εμβληματικές μορφές κομψότητας στην Ινδία, γυναίκες που συνέδεσαν τη φιλανθρωπία με τη δημόσια εικόνα τους και υπερασπίστηκαν τη μόρφωση των κοριτσιών. Η ίδια έπαιζε τένις, οδηγούσε αυτοκίνητο, ίππευε και ταξίδευε συχνά στην Ευρώπη για να αγοράζει έργα τέχνης για τα μουσεία του Νιζάμ. Η παρουσία της άλλαξε τον κοινωνικό ρόλο του Χαϊντεραμπάντ σταθερά και αθόρυβα.

Ο Βρετανός αξιωματούχος Φίλιπ Μέισον την περιέγραψε ως «μια επιβλητική γυναίκα, με αυστηρή ομορφιά, πορσελάνινη επιδερμίδα και καστανοκόκκινα μαλλιά… γεννημένη βασίλισσα». Και πράγματι, όλα πάνω της είχαν την ηρεμία της αυτοκυριαρχίας.

Από το 1935 μέχρι το 1937 βρέθηκε στο Λονδίνο για τις τελετές προς τιμήν του βασιλιά Γεωργίου Ε΄ και αργότερα για τη στέψη του Γεωργίου ΣΤ΄. Απαθανατίστηκε από τον σπουδαίο Σέσιλ Μπίτον, ο οποίος είχε εργαστεί τόσο ως φωτορεπόρτερ σε εμπόλεμες ζώνες όσο και ως φωτογράφος μόδας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, φρόντισε οι γιοι της να φοιτήσουν σε εξαιρετικά ευρωπαϊκά σχολεία, ο ένας μάλιστα στο Ήτον. Ο πατέρας της, που επιθυμούσε να ταφεί στην Τουρκία, δεν έλαβε άδεια από την Άγκυρα. Μετά από προσωπικές της παρεμβάσεις, κατέληξε θαμμένος στη Σαουδική Αραβία, στο νεκροταφείο Αλ-Μπακί. Η ίδια δεν συγχώρεσε ποτέ την Τουρκία γι’ αυτή την άρνηση, και όταν πέθανε το 2006 στο Λονδίνο, αποφάσισε να μη γυρίσει ποτέ, ούτε μετά θάνατον, σε μια πατρίδα που αρνήθηκε τον πατέρα της.

Η Ντουρουσεχβάρ έζησε ενενήντα δύο χρόνια. Πέρασε από τη Νίκαια στο Χαϊντεραμπάντ, από το Λονδίνο στο Παρίσι, από το μεγαλείο της Ανατολής στην ψυχρή λογική της Δύσης. Όταν πέθανε, η βρετανική εφημερίδα Telegraph ανέφερε ένα μικρό περιστατικό: σε μια εκδήλωση στην Οξφόρδη, της είχαν ζητήσει, μαζί με την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, να φυτέψουν έναν κέδρο του Λιβάνου. Η Μαργαρίτα το έκανε διστακτικά. Η πριγκίπισσα του Μπέραρ το έκανε με φυσική, αθόρυβη αξιοπρέπεια. Χρόνια αργότερα, το δικό της δέντρο μεγάλωσε, ενώ της Μαργαρίτας μαράθηκε. Στην Ινδία τη θυμούνται ως τη γυναίκα που δίδαξε τη δύναμη της σιωπής κι ως μια μορφή που ένωσε το παλιό με το νέο, την παράδοση με τη νεωτερικότητα, προβάλλοντας παράλληλα τη σημασία της μόρφωσης των κοριτσιών και των γυναικών.


Το επεισόδιο που πρέπει να ακούσεις οπωσδήποτε πριν τις γιορτές

Λίγο πριν τις γιορτές, η Ειρήνη και η Έλενα μιλούν ειλικρινά για την άτυπη (και τελικά αόρατη) πίεση της τέλειας χριστουγεννιάτικης εικόνας.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ