Τον Σωτήρη Μανίκα τον γνώρισα πριν καν τον συναντήσω. Τα πρώτα λόγια που «μου είπε» ήταν μέσα από ένα διαγωνιστικό, πεντάλεπτο, ταινιάκι τσέπης του σκηνοθέτη Στέλιου Χριστοφόρου, το “Where is Clyde now?”, με το οποίο κυριολεκτικά επιβίωσα ένα δύσκολο καλοκαίρι στο νησί, ακούγοντάς το κάθε βράδυ. «Δεκαεννιά Οκτωβρίου. Σάββατο βράδυ, Κυριακή ξημέρωμα. Κυψέλη». Έτσι ξεκινούσε η «σανίδα σωτηρίας» μου, με τον Σωτήρη «αφηγητή», για Ιούλιο – Αύγουστο 2023 (να, εδώ μπορείτε να δοκιμάσετε τη «θεραπεία» μου, αχρείαστη να ‘ναι). Κι ύστερα, το επόμενο καλοκαίρι, ως διά μαγείας, ήρθε ο ίδιος στο νησί, για σεζόν στο αφτεράδικο “Madres”, και αφού τον ευχαρίστησα για «ό,τι είχε κάνει για μένα», και αφού του είπα ότι, «α, σε είδα και στον δεύτερο κύκλο του Maestro!», άρχισα να ανακαλύπτω σιγά – σιγά το όμορφο σύμπαν που υπάρχει στο κεφάλι του, για το οποίο μας μιλά σήμερα στο ΒΗΜΑ/GRACE, «Σε πρώτο Ενικό», με αφορμή και το γεγονός ότι φέτος συμπρωταγωνιστεί στην (εξαιρετική) παράσταση «Η Καρυάτιδα!» του Γιώργου Καπουτζίδη που ανέβηκε πριν μερικές μέρες στο Εθνικό.
Για να σας δώσω μια εικόνα, ο Σωτήρης είναι ο τύπος που ενώ μπορεί όλοι γύρω του να χορεύουν εννιά το πρωί με ελληνικά ή ξένα χιτς, εκείνος θα προτιμήσει να αράξει πίσω από το μπαρ για να διαβάσει με ηρεμία τον «Τρυποκάρυδο» του Ρόμπινς. Που είναι μια «απίθανη ιστορία αγάπης», όπως λέει και το εξώφυλλο του βιβλίου. Όπως «απίθανη» είναι και η ιστορία ζωής του Σωτήρη Μανίκα, ενός παιδιού που γεννήθηκε το 1996 στο Μπραχάμι αλλά μοιάζει τις περισσότερες ώρες της μέρας σαν να προέρχεται από μια πιο παλιά γενιά, δεν ξέρω ποιά από όλες, αλήθεια. Να σας δώσω μερικά στοιχεία που συνηγορούν προς αυτήν την «κατεύθυνση».
Μικρός, ενώ οι άλλοι πιτσιρικάδες κοιμόντουσαν, εκείνος έκανε διανομή Τύπου τα ξημερώματα με τον πατέρα του σε Δάφνη, Υμηττό. Μερικοί από τους ήρωές του είναι ο Bugs Bunny, ο Θανάσης Βέγγος (τον οποίο βρίσκει λαϊκό και μαγικό ταυτόχρονα), ο Jim Morrison, o Σταύρος Τσιώλης, ο Νίκος Νικολαϊδης και ο Muhammad Ali. Το μποξ είναι το ησυχαστήριό του, το μέσο για να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. «Δεν έχει να κάνει με μπουνιές», μου εξηγεί ενώ απαριθμεί τα χιλιάδες συναισθήματα που περνούν από μέσα του όταν κάνει πυγμαχία.
Εκτός από την «Καρυάτιδα» για την οποία νιώθει πολύ χαρούμενος που είναι μέρος της – και αποδίδει «θάρρος» στον Γιώργο Καπουτζίδη για το κείμενο και «ωραία αισθητική» στην Κατερίνα Μαυρογεώργη για τη σκηνοθεσία – ο 28χρονος ηθοποιός αυτόν τον καιρό ετοιμάζει, παράλληλα, και άλλα ωραία πράγματα, όπως ένα βιβλίο με τις ιστορίες που γράφει από μικρός που θα είναι σκιτσογραφημένες από τη Λένα Κιτσοπούλου. Και έναν δίσκο σε «στιλ Παπάζογλου», όπως λέει, με τον Παναγιώτη Κούκα (aka «ΠουΚουά»), στον οποίο έχει γράψει στίχους και θα πει κι ένα τραγούδι,και ο οποίος μιλάει για τον «καρα – έρωτα» και την «καρα – καψούρα». Πριν γνωρίσετε, όμως, αυτό το υπέροχο πλάσμα που φωτογραφήθηκε ένα μεσημέρι στο Εθνικό, πριν την πρόβα του, φορώντας ένα φούτερ με τον “Lucky Luke”, να σας πω επίσης ότι αγαπάει πολύ τους φίλους του, είναι «φουλ ερωτευμένος» με το κορίτσι του, που μένει Θεσσαλονίκη και τη λένε Ραλλού, και τι άλλο; Α, ναι. Έχει να σας πει μια πολύ καλή συμβουλή για τις ερωτικές σχέσεις από τον παππού του τον Σωτήρη τον Αρκά. Και, όπως θα διαπιστώσετε, λατρεύει το καλοκαίρι, το άραγμα, τις μηχανές, τις αλητείες και τους ποιητές.

*Γεννήθηκα το 1996 στο Μπραχάμι. Ήμουν ήσυχο παιδί μικρός. Πιο πολύ παρατηρούσα. Μέχρι δέκα χρονών αυτό. Μετά, στα δώδεκα, άρχισα το κάπνισμα. Και μετά το ένα έφερε το άλλο. Έβγαινα, ήθελα να είμαι «μάγκας», να πλακώνομαι στο ξύλο, να έχω μηχανάκι και να είμαι αυτού του τύπου ο κάγκουρας.
Έχω κρατήσει τα λόγια της μάνας μου για το πώς να είμαι εγώ με τις γυναίκες. Μου είχε πει ότι, «ξέρεις, πρέπει να υπάρχει σεβασμός». Ήταν πολύ δυναμική φιγούρα και έτσι μου κόλλησε κι εμένα η εικόνα της γυναίκας στο μυαλό μου.
*Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια είναι σίγουρα η Μυτιλήνη που είμαι από εκεί και πάω τα καλοκαίρια. Ο πλάτανος που άραζαν οι γονείς μου και οι φίλοι τους και μιλούσαν όλη μέρα για πολιτικά και μουσική. Το «Τσαμούρ λιμάνι», η παραλία που μεγάλωσα. Το ψαροντούφεκο και οι φίλοι μου που στριφογυρνούσαμε στο χωριό και κάναμε ό,τι να ΄ναι. Από το Μπραχάμι πιο πολύ μου έρχεται ο κολλητός μου ο Βασίλης που έχουμε περάσει όλη μας τη ζωή μαζί και μας άρεσε να κάνουμε ζαβολιές. Τι ζαβολιές; Πηγαίναμε και βάφαμε το σχολείο μας με γκράφιτι. Κάναμε τσιγάρα στα κρυφά. Σουλατσάραμε ρε παιδί μου, κάναμε οτιδήποτε ξέρω ‘γω.
*Η αγαπημένη μου ανάμνηση με τον πατέρα μου είναι όταν με έπαιρνε πολύ μικρό βόλτα με το μηχανάκι που με έβαζε μπροστά και κρατούσα το τιμόνι και έκανα ότι οδηγούσα. Ο πατέρας μου έκανε διανομή Τύπου σε Υμηττό, Δάφνη. Και τα καλοκαίρια πήγαινα εκεί «και καλά» να βοηθήσω. Ήταν όλοι ωραίοι τύποι, είχε χαβαλέ. Πηγαίναμε βόλτα με το βανάκι. Και με συναδέλφους του, που και οι συνάδελφοί του οικογένεια ήταν, θείοι μου. Μου άρεσε που φεύγαμε τέσσερις το πρωί κι έβλεπα την πόλη νύχτα ενώ ήμουν πιτσιρίκι.
*Ο πατέρας μου με έχει μάθει πολύ ωραία μουσική γιατί άκουγε ωραία μουσική και διάβαζε πολύ. Δηλαδή, δεν είναι ότι διάβαζα εγώ από μικρός, απλώς μεγάλωσα κάπου που έβλεπα ότι έπαιζε αυτό. Οπότε, αυτό είναι που έχω πάρει από αυτόν πιο πολύ. Την αγάπη του για το διάβασμα και τη μουσική. Άκουγε Doors, Floyd, BB King, Χατζηδάκι. Τέτοια. Και η μάνα μου ήταν πολύ δυνατή γυναίκα και μου άρεσε αυτό. Έχω κρατήσει τα λόγια της για το πώς να είμαι εγώ με τις γυναίκες. Μου είχε πει ότι, «ξέρεις, πρέπει να υπάρχει σεβασμός». Ήταν πολύ δυναμική φιγούρα και έτσι μου κόλλησε κι εμένα η εικόνα της γυναίκας στο μυαλό μου.
Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου ρομαντικό.
*Διάβαζα κόμικς, ναι. Αγαπημένος μου ήρωας είναι ο Bugs Bunny. Μου αρέσει που είναι έτσι ειρωνικός.
*Την πρώτη ταινία που με μάγεψε μου την είχε βάλει ο πατέρας μου να τη δω. Ήταν οι “Doors” του Oliver Stone και ήμουν 7 χρονών. Μου έκανε εντύπωση όλη η αίσθηση της ταινίας και μου αποτυπώθηκε στο μυαλό για τα καλά.
*Ένας Έλληνας ηθοποιός που θαυμάζω για τον τρόπο ερμηνείας του είναι ο (σ.σ. Θανάσης) Βέγγος. Μου αρέσει που ενώ είναι λαϊκός έχει και κάτι άλλο μαγικό πάνω του. Έχει κάτι αδιευκρίνιστο. Από ξένους ηθοποιούς, μου αρέσει πολύ ο Forest Whitaker γιατί κάνει πολεμικές τέχνες και έχει μιλήσει για το πώς τον έχουν επηρεάσει μαζί με την υποκριτική. Μου αρέσει το βλέμμα του. Μου αρέσουν πολλά πράγματα που κάνει.
*Από Έλληνες σκηνοθέτες, ο (σ.σ. Σταύρος) Τσιώλης είναι στην καρδιά μου. Μου αρέσει και ο (σ.σ. Νίκος) Νικολαϊδης. Είναι ρομαντικοί και οι δύο, απλώς από τελείως διαφορετική μεριά.
*Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου ρομαντικό.
Το συναίσθημα του έρωτα και το φοβάμαι και το αναζητάω.
*Η ταινία που με έχει επηρεάσει περισσότερο από όλες είναι το “Stand by me”. Έχει να κάνει με την παιδική ηλικία, έχει να κάνει και με κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Είναι όλο σωστό απλά. Μου κάνει. Μου έχει κάτσει ωραία μέσα μου.
*Μικρός δεν ήθελα να γίνω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να κάνω κάτι που να περνάω όμορφα. Τώρα, πώς ήρθε στον δρόμο μου αυτό που κάνω τώρα; Ήρθε επειδή προσπαθούσα να γίνω μηχανικός αυτοκινήτων, δεν ήμουν πολύ καλός, και μια μέρα, γύρω στα 17 μου, που βίδωνα εκεί με το κατσαβίδι, είδα κάτι παιδάκια να βγαίνουν έξω στον δρόμο και να περνάνε καλά. Και κάπως είπα ότι δεν θέλω να κάνω αυτό. Ένιωσα ότι θέλω να αλλάξω τη ζωή μου. Ότι θέλω να φύγω από το περιβάλλον μου. Και επειδή μ' άρεσαν οι ταινίες, το θέατρο ήταν μια καλή αφορμή για να αλλάξω κάτι.
Το μποξ δεν έχει να κάνει με μπουνιές. Έχει να κάνει με διαχείριση συναισθημάτων, έχει να κάνει με το να ακούς το σώμα σου, έχει να κάνει με το να είσαι παρών, εκείνη την ώρα εκεί.
*Δεκαεννιά χρονών πήγα σε μία σχολή που δεν είχε εξετάσεις. Μετά αυτή η σχολή δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν βρήκα αυτό που έψαχνα. Αλλά ευτυχώς υπήρχε μία καθηγήτρια εκεί, η Φρόσω Κορρού που με πήρε στην ομάδα της. Μου βρήκε δουλειά, όχι στο θέατρο αλλά μου βρήκε δουλειά. Μετά μου βρήκε και στο θέατρο. Και από αυτήν τη γυναίκα έχω μπει σε όλο αυτό. Εκείνη μου έδωσε όλα αυτά που φανταζόμουν ότι είναι αυτός ο χώρος.
*Όταν υπάρχει το θέατρο, κάνω θέατρο. Πέρυσι, ας πούμε, που δεν υπήρχε καθόλου θέατρο, έκανα κάποιους μήνες οικοδομή, κάποιους μήνες σε ένα καφενείο και μετά σεζόν στις “Madres” στην Ανάφη.
Οι φίλοι στη ζωή μου παίζουν έναν πάρα πολύ ωραίο ρόλο. Δεν έχω αδέρφια, έχω φίλους οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί στα χρόνια και εγώ έχω δοκιμαστεί μαζί τους.
*Μου λένε ότι αν και είμαι 28 χρονών είναι σαν να προέρχομαι από μια πιο παλιά γενιά κι είναι μάλλον λόγω της αισθητικής μου. Τι μ' αρέσει να με περιβάλλει και αυτό κάπως με διαμορφώνει.
*Οι φίλοι στη ζωή μου παίζουν έναν πάρα πολύ ωραίο ρόλο. Δεν έχω αδέρφια, έχω φίλους οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί στα χρόνια και εγώ έχω δοκιμαστεί μαζί τους.
*Το συναίσθημα του έρωτα και το φοβάμαι και το αναζητάω.
*Μποξ κάνω από Β’ Λυκείου. Μετά πήγα λίγο Muay Thai. Μετά λίγο kick - box. Μετά ξανά μποξ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είμαι σταθερά στην πυγμαχία. Στην Καλλιθέα, στο “Golden Corner” που είναι η καλύτερη σχολή του κόσμου.
Την ώρα που κάνω πυγμαχία νιώθω χιλιάδες συναισθήματα στα οποία κυρίως πρέπει να αντισταθώ. Άλλες φορές νιώθω φόβο, άλλες μεγάλη σιγουριά, άλλες φορές νιώθω ότι πρέπει κάτι να αποδείξω, άλλες ότι δεν θέλω να είμαι εκεί και δεν έχω να αποδείξω τίποτα.
*Το μποξ αρχικά το ξεκίνησα γιατί μικρός είχα πάρα πολλά νεύρα και τσακωνόμουν και πήγα εκεί με σκοπό να τα διοχετεύσω κάπου. Αυτό άργησε πολύ να γίνει. Αλλά, σιγά – σιγά, όταν πήγα σε αυτή τη σχολή, βρήκα ανθρώπους που δεν είναι μόνο δάσκαλοι μποξ. Άμα έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά, σε τραβάνε έξω από τον κακό εαυτό σου. Και ό,τι σου μαθαίνουν που έχει σχέση με την πυγμαχία που είναι υπέροχη, ταυτόχρονα κιόλας δεν έχει. Γιατί άμα χαλαρώσεις και πραγματικά θες να μάθεις το άθλημα, θα καταλάβεις ότι δεν έχει να κάνει με μπουνιές. Έχει να κάνει με διαχείριση συναισθημάτων, έχει να κάνει με το να ακούς το σώμα σου, έχει να κάνει με το να είσαι παρών, εκείνη την ώρα εκεί. Και αυτοί οι δύο άνθρωποι που θέλω να πω τα ονόματά τους, είναι ο Νίκος Γιδάκος και ο Δημήτρης Ξερικός, αυτό όλο στο περνάνε και μπορείς να το πάρεις έξω από εκεί και ξαφνικά η ζωή σου να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
*Την ώρα που κάνω πυγμαχία νιώθω χιλιάδες συναισθήματα. Συναισθήματα στα οποία κυρίως πρέπει να αντισταθώ. Άλλες φορές νιώθω φόβο, άλλες φορές νιώθω μεγάλη σιγουριά, άλλες φορές νιώθω ότι πρέπει κάτι να αποδείξω, άλλες ότι δεν θέλω να είμαι εκεί και δεν έχω να αποδείξω τίποτα. Περνούν όλα τα συναισθήματα του κόσμου από μέσα μου. Και το ωραίο είναι ότι όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις να σταματήσουν. Και να είσαι άδειος και να γεμίσεις απλά με το ότι είσαι εκείνη την ώρα εκεί και να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό, σε ξεκουράζει.
Η εποχή μου είναι το καλοκαίρι. Λατρεύω καλοκαίρι, θάλασσες, ήλιο, μεσημέρι, ραστώνη.
*Τι κάνω για να διαχειριστώ έναν χωρισμό που πονάει; Τα κλασικά. Βγαίνω, πίνω. Δεν θα πάω στην προπόνησή μου και με μαλώνουν. Πέφτω στα σκοτάδια μου, κατρακυλάω και μετά από λίγο, μόλις αυτοχτυπηθώ, συνέρχομαι.
*Δεν νομίζω ότι έχει έρθει μια πολύ δύσκολη στιγμή στη ζωή μου ακόμα.
*Η εποχή μου είναι το καλοκαίρι. Λατρεύω καλοκαίρι, θάλασσες, ήλιο, μεσημέρι, ραστώνη.
*Αισθάνομαι περήφανος μόνο για το ότι έχω καταφέρει κάποιες φορές να είμαι εκεί για τους ανθρώπους μου.
Θα έδινα τα πάντα για να γεράσω μαζί με ανθρώπους που αγαπάω.
*Συνήθως εγώ ζητάω βοήθεια, δεν μου ζητάνε.
*Θα έδινα τα πάντα για να γεράσω μαζί με ανθρώπους που αγαπάω.
*Αν μπορούσα να πιω έναν καφέ με κάποιον που δεν βρίσκεται στη ζωή θα διάλεγα σίγουρα τον Muhammad Ali. Και θα τον ρωτούσα αν στον δεύτερο αγώνα του με
τον Sonny Liston που του είχε δώσει εκείνη την μπουνιά, ήταν fake ή αλήθεια ότι έπεσε ο άλλος. Λένε ότι ήταν μούφα το νοκ άουτ αυτό.
*Τι θέλω να έχει μια γυναίκα για να είναι σύντροφός μου; Αυτή τη στιγμή μου αρέσει ακριβώς όπως είναι η Ραλλού, η σύντροφός μου που, εντάξει, δεν ξέρω να πω τι έχει και τι δεν έχει. Έχει ακριβώς αυτά που έχει και δεν έχει ακριβώς αυτά που δεν έχει και είναι τέλεια.
Το σ’ αγαπώ άνετα το λέω, δύσκολα το πιστεύω όταν μου το λένε.
*Το σ’ αγαπώ άνετα το λέω, δύσκολα το πιστεύω όταν μου το λένε.
*«Αδυναμία» έχω στη μηχανή μου. Μία BMW GS. Την πήρα πρόσφατα, το καλοκαίρι. Είναι η παλιά μηχανή του πατέρα μου.
*Ηρεμία, γαλήνη και χαρά μπορεί να μου προσφέρει μία συνάντηση με αγαπημένους ανθρώπους.
*Δεν έχω ιδέα πώς θα είμαι σε δέκα χρόνια.
*Η εμπειρία μου στο “Maestro” ήταν σύντομη και απλή. Πήγα εκεί, έκανα τη δουλειά μου και έφυγα. Μου άρεσε η σειρά, ναι. Εγώ προσωπικά δεν είχα κάποια τρελή συμμετοχή για να πω ότι με επηρέασε το ότι ταξίδεψε μέσω Netflix σε όλο τον κόσμο αλλά ένιωσα μια χαρά.
«Η Καρυάτιδα!» είναι μια παράσταση που συμφωνώ απόλυτα με ό,τι λέει. Νιώθω ότι έχει γράψει θαρραλέο κείμενο ο (σ.σ.Γιώργος) Καπουτζίδης. Νιώθω ότι η Κατερίνα το σκηνοθετεί με πάρα πολύ ωραία αισθητική. Και νιώθω ότι αυτός ο συνδυασμός είναι και ειλικρινής και ευαίσθητος και καλό θέατρο και δεν είναι μια παράσταση που θέλει να το παίξει έξυπνη.
*Όταν μου έκαναν την πρόταση για την «Καρυάτιδα» ένιωσα πολύ ωραία. Τη σκηνοθέτιδα (Κατερίνα Μαυρογεώργη) την ήξερα μέσω του αγοριού της, κυρίως επειδή τους είχα δώσει ένα κουταβάκι που είχε γεννήσει η σκύλα μου και έτσι έγινε η γνωριμία μας. Και μετά από κάποια χρόνια, έγινε αυτό το τηλεφώνημα. Και χάρηκα που θα είμαι με ανθρώπους που έχουμε μοιραστεί ήδη κάτι.
*Στην «Καρυάτιδα» κάνω έναν street artist. Τώρα που ξεκίνησε η παράσταση και βλέπω την ανταπόκριση του κόσμου νιώθω πολύ χαρούμενος. Και για τα σημεία που γελάει αλλά και για τα σημεία που δεν γελάει νιώθω όμορφα γιατί και σε αυτά καταλαβαίνουμε την επικοινωνία που έχουμε με το κοινό.
*«Η Καρυάτιδα!» είναι μια παράσταση που συμφωνώ απόλυτα με ό,τι λέει. Νιώθω ότι έχει γράψει θαρραλέο κείμενο ο (σ.σ. Γιώργος) Καπουτζίδης. Νιώθω ότι η Κατερίνα το σκηνοθετεί με πάρα πολύ ωραία αισθητική. Και νιώθω ότι αυτός ο συνδυασμός είναι και ειλικρινής και ευαίσθητος και καλό θέατρο και δεν είναι μια παράσταση που θέλει να το παίξει έξυπνη. Είναι μια παράσταση που έρχεται και δείχνει μια πραγματικότητα όπως είναι, με αυτήν την αισθητική που έχει και με το χιούμορ της. Και νιώθω πολύ καλά που συμμετέχω σε αυτό.
«Η Καρυάτιδα!» είναι μια παράσταση που έρχεται και δείχνει μια πραγματικότητα όπως είναι, με αυτήν την αισθητική που έχει και με το χιούμορ της. Και νιώθω πολύ καλά που συμμετέχω σε αυτό.
*Στη σκηνή δεν έχω άγχος. Έχω προσωπικούς δαίμονες, ας πούμε. Παλεύω με εμένα. Δεν είναι άγχος.
*Ευγνωμοσύνη χρωστάω στη καθηγήτριά μου τη Φρόσω (σ.σ. Κορρού) για ό,τι με έχει μάθει για το θέατρο. Χρωστάω στη Λένα Κιτσοπούλου που με έκανε να νιώσω άνετα με το ποιος είμαι. Χρωστάω στους προπονητές μου για τον ίδιο λόγο που χρωστάω και στη Λένα. Και χρωστάω και στους γονείς μου που όποτε ήμουν μπατίρης και άφραγκος και χρειαζόμουν κάτι, ήταν πάντα εκεί για μένα και με στήριζαν. Και που ακόμα και όταν πάω να κάνω μια άλλη δουλειά, εκείνοι μου λένε να έχω το μυαλό μου στο θέατρο γιατί ξέρουν ότι μέσα εκεί νιώθω καλύτερα.
*Δεν έχω ημερολόγιο. Γράφω όμως ιστοριούλες. Μικρές ιστορίες, ποιηματάκια και διάφορα τέτοια. Από 15 χρονών νομίζω είχα αρχίσει λίγο κι έγραφα. Διασκέδαζα με αυτό. Έπαιζα με τη φαντασία μου. Περίπτωση να διαβάσει κάποτε ο κόσμος αυτά που γράφω υπάρχει γιατί τα διάβασες εσύ το καλοκαίρι και αποφάσισες ότι αξίζει να τα διαβάσει και κάποιος άλλος. Και, ναι. Παίζει να είναι οι ιστορίες μου σκιτσογραφημένες από τη Λένα Κιτσοπούλου.
*Οι αγαπημένοι μου φίλοι, ο Βασίλης, ο Σταύρος και ο Τίτος, δεν μου λένε ότι έχω τίποτα καλό, με «κράζουν» μόνο και εκτιμώ πολύ αυτόν τον τρόπο αγάπης.
Στη σκηνή δεν έχω άγχος. Έχω προσωπικούς δαίμονες, ας πούμε. Παλεύω με εμένα. Δεν είναι άγχος.
*Το πρώτο τατουάζ που έκανα ήταν ένα τριαντάφυλλο με μια σιδερογροθιά στον ώμο. Τρίτη Λυκείου. Και το πιο πρόσφατο ένα απόσπασμα από τις «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου. Συνολικά έχω πολλά, πάνω από δέκα σίγουρα.
*Ξύπνιο τις νύχτες με κρατάνε οι βιντεοκλήσεις με το κορίτσι μου που μένει Θεσσαλονίκη και μιλάμε όλο το βράδυ.
*Το αγαπημένο μου φαγητό είναι τα μακαρόνια με κιμά.
*Το αγαπημένο μου μέρος στη Γη είναι η παραλία της Παναγίας της Φανερωμένης στη Μυτιλήνη.
*Αν μου έλεγαν ότι σε 24 ώρες τελειώνει η ζωή στον πλανήτη, θα άραζα να καπνίσω.
*Όταν με πληγώνουν στενοχωριέμαι.
Οι αγαπημένοι μου φίλοι, ο Βασίλης, ο Σταύρος και ο Τίτος, δεν μου λένε ότι έχω τίποτα καλό, με «κράζουν» μόνο και εκτιμώ πολύ αυτόν τον τρόπο αγάπης.
*Θα ήθελα να εξαφανιστεί από τη ζωή μας η μπύρα χωρίς αλκοόλ.
*Για το μέλλον, δεν φοβάμαι, ανυπομονώ.
*Έχω κάνει διάφορες τρέλες. Έχει κινδυνεύσει η σωματική μου ακεραιότητα, πάνω από μία φορά. Τρακαρίσματα με μηχανές και τέτοια.
*Κάτι που θα ήθελα να πω μέσα από αυτήν τη συνέντευξη είναι σε αυτούς που ήδη έχω αναφέρει. Θα πω λοιπόν, «Σταύρο Τσουμάνη, είσαι σάπιος. Τίτο Πινακά, είσαι μ@@@ς. Βασίλη Παπαδημητρόπουλε, σταμάτα να κάνεις σούζες. Στέλιο Χριστοφόρου, σοβαρέψου. Και, Ραλλού, είμαι φουλ ερωτευμένος».
Θα ήθελα να εξαφανιστεί από τη ζωή μας η μπύρα χωρίς αλκοόλ.
*Έχω κρατήσει μια συμβουλή για τα γκομενικά από τον παππού μου, τον Σωτήρη από την Αρκαδία, που ήταν φουλ ερωτευμένος με τη γιαγιά μου - και όταν ήταν 100 χρονών - ότι «όλα είναι επιλογές τελικά και αυτό είμαστε, τι επιλέγουμε, όχι τι νιώθουμε, τι κάνουμε και τι σκεφτόμαστε». Και ότι όταν το σεξ δεν πηγαίνει καλά, καλό είναι στο κρεβάτι να κουτσομπολεύεις με αυτόν που είσαι μαζί του. Γιατί σε φέρνει πιο κοντά, γιατί γελάς και γιατί μετά μπορεί να έρθει πάλι και το σεξ.
*Η πρώτη μου σκέψη το πρωί είναι συνήθως ότι δεν θέλω να σηκωθώ.
Για το μέλλον, δεν φοβάμαι, ανυπομονώ.
*Αυτήν την περίοδο, ετοιμάζουμε με τον Παναγιώτη Κούκα (σ.σ. ΠουΚουά) έναν δίσκο, όπου έχει γράψει ο Παναγιώτης τη μουσική κι εγώ τους στίχους. Και είναι στιλ, ας πούμε, Παπάζογλου η κατάσταση. Έχει τσιφτετέλια, μερικά τα λες και ροκ, μερικά τα λες ρεμπέτικα, κινείται σε αυτό το φάσμα. Ο Παναγιώτης τραγουδάει, θα πω κι εγώ ένα τραγούδι. Ο δίσκος βγαίνει λογικά φέτος και μιλάει για καρα-έρωτα. Καρα-καψούρα.
*Όταν δεν θα ζω πια, δεν θα ‘θελα να λένε τίποτα για μένα.
Δεν πιστεύω ότι στο τέλος το καλό θα νικήσει.
*Δεν πιστεύω ότι στο τέλος το καλό θα νικήσει.
*Για τι αξίζει κανείς να ζει; Να το βρει μόνος του.
*Μου αρέσει ο William Butler Yeats, ο ποιητής. Θυμάμαι ένα ποιηματάκι που λέγεται, «Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει τον θάνατό του». Είναι αυτός στο αεροπλάνο του και πάει στη μάχη και λέει πως εγώ κατάγομαι από ένα χωριό της Ιρλανδίας και πάω να πολεμήσω αλλά αυτούς που προστατεύω δεν τους αγαπώ, ούτε μισώ αυτούς με τους οποίους είμαι εχθρός και πάω να σκοτώσω. Μια, λέει, παιδική παρόρμηση χαράς με έφερε εδώ πάνω από τα σύννεφα και η ζωή μου φεύγει σε αρμονία με τον θάνατο που έρχεται. Κάπως έτσι, ότι εν τέλει τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία.
(σ.σ. Το «ποιηματάκι»)
«Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή».
