Η Candace Owens είναι μια από τις πιο πολωτικές φιγούρες της σύγχρονης πολιτικής σκηνής των ΗΠΑ. Για μερικούς είναι φωνή αντικομμουνιστικής και συντηρητικής σκέψης, για άλλους μια προκλητική μορφή πολιτικού θεάματος που αναπαράγει στερεότυπα και θεωρίες συνωμοσίας με θράσος. Γεννημένη το 1989 στο Stamford του Connecticut, η Owens δεν προέρχεται από πολιτικό ή επιχειρηματικό περιβάλλον· η άνοδός της στη δημόσια σφαίρα μοιάζει περισσότερο αποτέλεσμα στρατηγικής χρήσης των social media παρά παραδοσιακής πολιτικής καριέρας.
Η Owens έγινε γνωστή ως influencer μέσα από τα βίντεο και τα tweets της, όπου σχολιάζει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα με έναν συνδυασμό αιχμηρού λόγου και προκλητικής σιγουριάς. Εστιάζει κυρίως σε θέματα φυλής, πολιτικής ορθότητας, φεμινισμού και οικονομικής πολιτικής, με στόχο να προκαλεί και να διχάζει. Η ρητορική της συχνά απλοποιεί πολύπλοκα κοινωνικά φαινόμενα, κατηγορεί το κατεστημένο των Δημοκρατικών για υπερβολική «ενοχοποίηση» και προβάλλει μια εικόνα ατομικής ευθύνης που σκληραίνει την κριτική απέναντι σε κοινωνικά προβλήματα.
Φυσικά, οι θεωρίες συνωμοσίας δε θα μπορούσαν να λείπουν από το ρεπερτόριό της. Η Owens δεν πιστεύει στην κλιματική αλλαγή, έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την θεωρία της επίπεδης Γης, ενώ έχει περιγράψει την επιστήμη ως «παγανιστική πίστη». Επιπλέον, έχει υπονοήσει ότι το Ολοκαύτωμα δεν είχε το μέγεθος που του αποδίδουν οι ιστορικοί, ενώ δεν πιστεύει ότι οι Ναζί έκαναν ιατρικά πειράματα (βλ. Μένγκελε). Όπως έχει περιγράψει, το Ολοκαύτωμα για εκείνη είναι «μία εθνική κάθαρση που παραλίγο να συμβεί». Η πραγματική «εθνική κάθαρση», λέει, «συνέβη στους ηττημένους Γερμανούς», μετά το τέλος του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μίλησε κατά των εμβολίων ενώ εξέφρασε σκεπτισκισμό όσον αφορά τoν αριθμό των κρουσμάτων.
Η Owens δεν περιορίζεται σε social media· εμφανίζεται τακτικά σε τηλεοπτικές πλατφόρμες, διατηρεί δικές της εκπομπές και συμμετέχει σε συνέδρια με συντηρητικό προσανατολισμό. Η παρουσία της είναι πάντα υπολογισμένη, με σαφή στόχο να δημιουργεί αντίθεση και δημόσια συζήτηση. Οι υποστηρικτές της την βλέπουν ως φωνή της λογικής απέναντι σε πολιτικά ορθές υπερβολές, ενώ οι επικριτές της την κατατάσσουν στους δημαγωγούς, που χρησιμοποιούν τη ρητορική του σοκ για να κερδίσουν δημοσιότητα και να ενισχύσουν το πολιτικό τους προφίλ.
