Ο επιμένων νικά υποστηρίζει στον παραπάνω τίτλο ο Πάνος Μουζουράκης. Γι’ αυτό κι εγώ θα αρχίσω την εισαγωγή αυτή, όπως την είχα αρχικά σκεφτεί εστιάζοντας στην πιο πυρηνική υπόστασή του. Προτού μεσολαβήσουν διάφορα τεχνικά κωλύματα που μετέφεραν τη δημοσίευση της συνέντευξης από το καλοκαίρι, όπως ήταν ο αρχικός προγραμματισμός, στην καρδιά του χειμώνα κι ενώ εν τω μεταξύ πρόλαβαν να γεννηθούν και να πεθάνουν σημαντικοί για τον ίδιο (και όχι μόνο) άνθρωποι. Όπως το δεύτερο παιδί του και ο δάσκαλος της μισής του ζωής τουλάχιστον, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τούτων λεχθέντων, θα σας πω αυτό που εξαρχής είχα σκεφτεί - που είναι το πρώτο που νιώθω όταν βλέπω ή σκέφτομαι τον Πάνο Μουζουράκη – πως, ναι, είναι ένας από τους τρεις ανθρώπους για τους οποίους θα έβαζα χωρίς δεύτερη σκέψη το χέρι μου στη φωτιά.
Μέσα από τα όσα μας είπε «Σε Πρώτο Ενικό» για ΤΟ ΒΗΜΑ/ GRACE νιώθω ότι πετυχαίνω έναν ρομαντικό στόχο που είχα θέσει από την αρχή για το αποτέλεσμα αυτής της συνέντευξης. Να δουν, δηλαδή, όσοι διαβάσουν την ιστορία ζωής του 46χρονου καλλιτέχνη τον ίδιο όπως πραγματικά είναι, αφιλτράριστο και αληθινό. Για το σύμπαν και την κοσμοθεωρία του Πάνου Μουζουράκη, για τις μουσικές επιρροές του, για το πώς έχει ενσωματώσει στη φιγούρα του στη σκηνή τον Σιδηρόπουλο, τον Williams, τον Σαββόπουλο, τον Marley, τον Έλβις και τον Παπάζογλου, για τους ηθικούς του κώδικες, για το πόσο καλός φίλος είναι, για το πόσα βαρίδια έχει με τον καιρό παλέψει να πετάξει από πάνω του και για το πόσο φως κρύβει μέσα του θα μπορούσα να γράφω για ώρες. Θα σταματήσω εδώ για να σας αφήσω να απολαύσετε (σε λίγο, όχι ακόμα) τη δική του προσωπική αφήγηση.
Πιτσιρικάς ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδάκι, πολύ κλειστό στην επικοινωνία του, με δυσκολία στο να δημιουργήσει φιλίες και σχέσεις.
Πριν όμως από αυτό, θα σας εκμυστηρευτώ κάτι που πάντα πίστευα όταν τον άκουγα να τραγουδάει σε μουσικές σκηνές. Κάτι που πάντα εισέπραττα όταν τον αφουγκραζόμουν να ερμηνεύει τραγούδια, κυρίως τότε διασκευές τις οποίες (μπέσα) ερμηνεύει σε αρκετές των περιπτώσεων καλύτερα από τις πρώτες, θρυλικές ενίοτε, εκτελέσεις. Μιλάω για μια ιδιότητα τόσο μαγική όσο το χάρισμα του Τζόρνταν (ή του, δικού μας, Γκάλη) να «περπατάει» όπως έλεγαν στον αέρα, την οποία έχω εντοπίσει στον Πάνο Μουζουράκη, o οποίος μπορεί να κάνει, μέσα από τα σύμφωνα και - κυρίως - τα φωνήεντα των στίχων που τραγουδά με πάθος και αυθεντικότητα, τον χρόνο για λίγο να διαστέλλεται. Δημιουργώντας άθελά του μια σπάνια ρωγμή στο τώρα γεμάτη αλήθεια, συναίσθημα, αγάπη, η οποία κάνει τον Νταλί να χαμογελά με την καρδιά του και τον Τ. Ρόμπινς να λέει ως Τρυποκάρυδος ένα ευτυχισμένο «μιαμ».
Όποιος μπορεί να κοιτάξει τον Πάνο Μουζουράκη και να δει αυτό που πολλοί άλλοι έχουμε δει, θα είναι πολύ τυχερός γιατί σίγουρα θα αρχίσει να υποψιάζεται πως, καμιά φορά, μέσα σε αυτήν τη σκοτεινή - πολλές φορές - ζωή που ζούμε, υπάρχει ελπίδα. Αυτή, ας πούμε, η ελπίδα την οποία περιγράφει στο τραγούδι του «Στόχος» που, αν το ακούσει κανείς προσεκτικά, αυτή θα είναι για εκείνον, όπως ο ίδιος γράφει στον τελευταίο στίχο του «Στόχου», μια – καλή – αρχή. Συνοψίζοντας, παρακάτω το κείμενο της συνέντευξης σε «απαγγελία» από τον ίδιο τον Πάνο Μουζουράκη, στον οποίο θα πω, χρησιμοποιώντας λόγια δικά του, «Πάνο, τώρα αυτό πώς να στο πω; Αφήνω να ακουστεί η ομορφιά στη σιωπή».
