Από χθες έως και την Κυριακή 1η Ιουνίου, ο Όμηρος Πουλάκης θα υποδύεται κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, τον «Άσλεϊ» στο θεατρικό ανέβασμα του επικού πλέον μυθιστορήματος της Μάργκαρετ Μίτσελ, «Όσα παίρνει ο άνεμος», σε σκηνοθεσία Ιόλη Ανδρεάδη, το οποίο λατρεύτηκε από το ευρύ κοινό κυρίως μέσα από την (τετράωρη) κινηματογραφική του μεταφορά το 1939, με τους θρυλικούς Ρετ Μπάτλερ και Βίβιαν Λι στο πρωταγωνιστικό καστ.
Λίγες βδομάδες πριν την πρεμιέρα, συνάντησα τον Όμηρο Πουλάκη ένα μεσημέρι καθημερινής στο «Μικρό Γκλόρια» στην Ιπποκράτους, εκεί όπου έκανε πρόβες για την παράσταση με τους συμπρωταγωνιστές του (Λένα Παπαληγούρα, Ορέστη Τζιόβα, Γεράσιμο Γεννατά, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Idra Kayne κ.α.). Κοστούμια εποχής και αντίστοιχα υποδήματα περνούσαν από μπροστά μας ενώ συζητούσαμε στο λιτό φουαγιέ, στην ατμόσφαιρα του οποίου μπορούσες να διακρίνεις την αγωνία της γέννας του καινούριου μαζί με ένα συλλογικό νοιάξιμο για τον τελικό στόχο. Όσο ο ίδιος μου εξιστορούσε «Σε πρώτο Ενικό» τη ζωή του για το ΒΗΜΑ / GRACE, έβλεπα στην αρχή πιο αχνά αλλά όσο περνούσαν τα λεπτά ολοένα και πιο ανάγλυφα στα λόγια του – και στα παιξίματά του που είχα στο μυαλό μου, κυρίως από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση – τα μέρη όπου μάθαινα πως μεγάλωσε, τα βιβλία που πρωτοδιάβασε και τις μουσικές που τον «έθρεψαν» από παιδί, τις οικογενειακές διδαχές που έλαβε συνειδητά και υποσυνείδητα καθώς και τα ανήσυχα χρόνια της αεικίνητης εφηβείας του.
Όλη αυτή η χρονική περίοδος από τον Νοέμβριο του 1983 που ήρθε στον κόσμο, ο Όμηρος Πουλάκης έως και σήμερα, αισθάνομαι ότι τον έμαθε πώς να εμβαθύνει αρτιότερα στο προσωπικό του «τραγούδισμα». Πώς να ενσωματώσει τις εικόνες της φύσης, τους ήχους της φιλαρμονικής στην Κέρκυρα, το στοιχείο του παιχνιδιού από το ποδόσφαιρο, τα αυτοσχέδια παραμύθια του παππού, την ποίηση, τη μουσική και το «Θέατρο Σκιών» και το γεγονός πως συνεχώς μετακόμιζε και ήταν μέλος μιας οικογένειας που είχε στους κόλπους της σύγχρονους ήρωες και αποτελούνταν από τέσσερις γιαγιάδες και τέσσερις παππούδες. Και αργότερα, αφού κατανόησε πια πόσο τυχερός είναι για αυτόν τον οικογενειακό πλούτο, πώς να χτίζει σε γερά θεμέλια πλέον το ποιος θα γινόταν ανάμεσα σε τόσους άλλους και πώς θα στεκόταν απέναντι στα πράγματα. Με τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν είναι από μόνο του κάτι αν δεν του δώσουμε εμείς νόημα ως «πυροκροτητές και δημιουργοί νοήματος». Και με την υπενθύμιση – σχολιάζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων στην εποχή των dating apps – να μην πιστέψουμε ποτέ πως η ζωή είναι scrolling και πως στο τέλος της ημέρας, «το διεκδικούμενο είναι το αντάμωμα».
*Το πρώτο διάστημα της ζωής μου έμεινα σε ένα σπίτι στον Άγιο Ελευθέριο, το οποίο δεν θυμάμαι καθόλου. Στη συνέχεια έμεινα Δαγκλή με Καλλάρη γωνία, κάπου στα Κάτω Πατήσια. Εκεί άρχισα να έχω για πρώτη φορά εικόνα του κόσμου. Κι επειδή στην κορυφή της Καλλάρη έμενε η γιαγιά μου και με πήγαινε η μητέρα μου μέχρι εκεί για να μείνω μαζί της, είχα, θυμάμαι την εντύπωση σχηματισμένη ότι ο κόσμος είναι μια μεγάλη γραμμή με δύο κύκλους στις άκρες, όπου γραμμή και κύκλοι ενώνονται από κάτω με μια άλλη και τα αυτοκίνητα κάνουν γύρω-γύρω και επανεμφανίζονται. Αλήθεια, αυτή ήταν η κοσμοθεώρησή μου. «Κοίτα να δεις, ο κόσμος είναι έτσι».
Ο χωρισμός των γονιών μου είχε αποτελέσει μια στενάχωρη τότε συνθήκη την οποία διαχειριζόμουν. Έχει αφήσει πληγές και τραύματα. Αλλά είχε και πολλά θετικά. Και ένα από αυτά είναι αυτός ο πλούτος, ότι είχα τέσσερις γιαγιάδες και τέσσερις παππούδες.