ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Όμηρος Πουλάκης – Σε πρώτο Ενικό: «Θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η ζωή είναι scrolling»

Όμηρος Πουλάκης – Σε πρώτο Ενικό: «Θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η ζωή είναι scrolling» 1
Φωτογράφος: Μενέλαος Μυρίλλας

Μία μέρα μετά την πρεμιέρα του «Όσα παίρνει ο άνεμος» σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο Όμηρος Πουλάκης βγαίνει για λίγο από τα παπούτσια του «Άσλεϊ» και αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του αποκαλύπτοντας όλα εκείνα τα πρόσωπα, τα μέρη και τις στιγμές που τον διαμόρφωσαν και πάνω στα οποία «χτίζει» καθημερινά, ώστε να χαραχτεί στη μνήμη μας όμορφα και ουσιαστικά.

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

Από χθες έως και την Κυριακή 1η Ιουνίου, ο Όμηρος Πουλάκης θα υποδύεται κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, τον «Άσλεϊ» στο θεατρικό ανέβασμα του επικού πλέον μυθιστορήματος της Μάργκαρετ Μίτσελ, «Όσα παίρνει ο άνεμος», σε σκηνοθεσία Ιόλη Ανδρεάδη, το οποίο λατρεύτηκε από το ευρύ κοινό κυρίως μέσα από την (τετράωρη) κινηματογραφική του μεταφορά το 1939, με τους θρυλικούς Ρετ Μπάτλερ και Βίβιαν Λι στο πρωταγωνιστικό καστ.

Λίγες βδομάδες πριν την πρεμιέρα, συνάντησα τον Όμηρο Πουλάκη ένα μεσημέρι καθημερινής στο «Μικρό Γκλόρια» στην Ιπποκράτους, εκεί όπου έκανε πρόβες για την παράσταση με τους συμπρωταγωνιστές του (Λένα Παπαληγούρα, Ορέστη Τζιόβα, Γεράσιμο Γεννατά, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Idra Kayne κ.α.). Κοστούμια εποχής και αντίστοιχα υποδήματα περνούσαν από μπροστά μας ενώ συζητούσαμε στο λιτό φουαγιέ, στην ατμόσφαιρα του οποίου μπορούσες να διακρίνεις την αγωνία της γέννας του καινούριου μαζί με ένα συλλογικό νοιάξιμο για τον τελικό στόχο. Όσο ο ίδιος μου εξιστορούσε «Σε πρώτο Ενικό» τη ζωή του για το ΒΗΜΑ / GRACE, έβλεπα στην αρχή πιο αχνά αλλά όσο περνούσαν τα λεπτά ολοένα και πιο ανάγλυφα στα λόγια του – και στα παιξίματά του που είχα στο μυαλό μου, κυρίως από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση – τα μέρη όπου μάθαινα πως μεγάλωσε, τα βιβλία που πρωτοδιάβασε και τις μουσικές που τον «έθρεψαν» από παιδί, τις οικογενειακές διδαχές που έλαβε συνειδητά και υποσυνείδητα καθώς και τα ανήσυχα χρόνια της αεικίνητης εφηβείας του.

Όλη αυτή η χρονική περίοδος από τον Νοέμβριο του 1983 που ήρθε στον κόσμο, ο Όμηρος Πουλάκης έως και σήμερα, αισθάνομαι ότι τον έμαθε πώς να εμβαθύνει αρτιότερα στο προσωπικό του «τραγούδισμα». Πώς να ενσωματώσει τις εικόνες της φύσης, τους ήχους της φιλαρμονικής στην Κέρκυρα, το στοιχείο του παιχνιδιού από το ποδόσφαιρο, τα αυτοσχέδια παραμύθια του παππού, την ποίηση, τη μουσική και το «Θέατρο Σκιών» και το γεγονός πως συνεχώς μετακόμιζε και ήταν μέλος μιας οικογένειας που είχε στους κόλπους της σύγχρονους ήρωες και αποτελούνταν από τέσσερις γιαγιάδες και τέσσερις παππούδες. Και αργότερα, αφού κατανόησε πια πόσο τυχερός είναι για αυτόν τον οικογενειακό πλούτο, πώς να χτίζει σε γερά θεμέλια πλέον το ποιος θα γινόταν ανάμεσα σε τόσους άλλους και πώς θα στεκόταν απέναντι στα πράγματα. Με τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν είναι από μόνο του κάτι αν δεν του δώσουμε εμείς νόημα ως «πυροκροτητές και δημιουργοί νοήματος». Και με την υπενθύμιση – σχολιάζοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων στην εποχή των dating apps – να μην πιστέψουμε ποτέ πως η ζωή είναι scrolling και πως στο τέλος της ημέρας, «το διεκδικούμενο είναι το αντάμωμα».

*Το πρώτο διάστημα της ζωής μου έμεινα σε ένα σπίτι στον Άγιο Ελευθέριο, το οποίο δεν θυμάμαι καθόλου. Στη συνέχεια έμεινα Δαγκλή με Καλλάρη γωνία, κάπου στα Κάτω Πατήσια. Εκεί άρχισα να έχω για πρώτη φορά εικόνα του κόσμου. Κι επειδή στην κορυφή της Καλλάρη έμενε η γιαγιά μου και με πήγαινε η μητέρα μου μέχρι εκεί για να μείνω μαζί της, είχα, θυμάμαι την εντύπωση σχηματισμένη ότι ο κόσμος είναι μια μεγάλη γραμμή με δύο κύκλους στις άκρες, όπου γραμμή και κύκλοι ενώνονται από κάτω με μια άλλη και τα αυτοκίνητα κάνουν γύρω-γύρω και επανεμφανίζονται. Αλήθεια, αυτή ήταν η κοσμοθεώρησή μου. «Κοίτα να δεις, ο κόσμος είναι έτσι».

Ο χωρισμός των γονιών μου είχε αποτελέσει μια στενάχωρη τότε συνθήκη την οποία διαχειριζόμουν. Έχει αφήσει πληγές και τραύματα. Αλλά είχε και πολλά θετικά. Και ένα από αυτά είναι αυτός ο πλούτος, ότι είχα τέσσερις γιαγιάδες και τέσσερις παππούδες.

*Ύστερα, στα πεντέμισι, πήγα και έμεινα με τους γονείς μου στην Κέρκυρα, σε ένα χωριό, τον Άγιο Ματθαίο, το οποίο το θυμάμαι με ιδιαίτερη συγκίνηση, γιατί εκεί ήταν οι πρώτοι μου φίλοι, το Δημοτικό και η πολύ στενή σχέση που ανέπτυξα με τη φύση. Θυμάμαι ότι λόγω της πολιτισμικής παράδοσης που έχει η Κέρκυρα στις φιλαρμονικές ορχήστρες ήταν σχεδόν υποχρεωτικό να είσαι μέλος φιλαρμονικής. Και εγώ με πολύ βαριά καρδιά, είχα πάει τελευταίος να διαλέξω όργανα και είχε μείνει μόνο το ευφώνιο, που είναι τελείως σκιασμένο από τις τρομπέτες και τα κόρνα. Και θυμάμαι για ένα αρκετά σημαντικό διάστημα για παιδί, να πηγαίνω εκεί κάθε Σάββατο για πέντε ώρες. Πότε δεν συνδέθηκα με τη φιλαρμονική αλλά τώρα το θυμάμαι με γλύκα. Παίζαμε και ποδόσφαιρο. Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός ποτέ. Κυρίως στο τέρμα με έβαζαν. Στην αρχή επειδή ήμουν ο άσχετος αλλά μετά φάνηκε ότι έχω κάποιες ικανότητες για τερματοφύλακας. Στην Κέρκυρα νομίζω συνδέθηκε κάπως αυτή η ξεγνοιασιά της φύσης με την παιδική ηλικία. Αυτή η ανοιχτόστηθη σχέση με τον ουρανό, τον κόσμο, τα πράγματα.

*Μετά από τρεισίμισι χρόνια γυρίσαμε Αθήνα και μείναμε στον Περισσό. Και ύστερα άρχισα να μένω για μεγάλο διάστημα, πια στα 16 μου, πρώτη φορά μόνος μου, με την κοπέλα μου τότε στο Γαλάτσι, μετά το πρώτο σπίτι που έμεινα μόνος μου στην Κυψέλη, και μετά σε διάφορα μέρη. Αλλά έχω μετακομίσει πολλές φορές.

Η πρώτη δουλειά που ήθελα να κάνω ήταν γάτα. Ήθελα να γίνω γάτα. Πίστευα ότι είναι κάτι που μπορείς να γίνεις όταν μεγαλώσεις. Θυμάμαι να βλέπω τον κόσμο και να λέω, «Οκ, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω αυτό».

*Εδώ και αρκετά χρόνια έχω συνειδητοποίησει ότι έχω ανάγκη κάπως να είμαι σε ένα σπίτι και να έχω στεριώσει και μ' αρέσει αυτό. Την ανάγκη να μετακομίζω μου τη δημιουργούσε, από τη μία, η πραγματικότητα των συνθήκων και, από την άλλη, η ασυνειδησία μου ως προς την ανάγκη. Δηλαδή, αν είχα κατασταλάξει ότι έχω ανάγκη να μην μετακομίζω, θα το διεκδικούσα. Επίσης νομίζω το γεγονός ότι ο χωρισμός των γονιών μου με έκανε να μετακινούμαι κάθε χρόνο για δύο ή τρεις φορές, μία στην Αθήνα, μία στο Βόλο, έπαιξε κάποιο ρόλο. Ήμουν δύο χρονών όταν έγινε. Με πήγαιναν στο ΚΤΕΛ, είτε ο παππούς, είτε η γιαγιά, και πήγαινα για διακοπές στον μπαμπά. Είτε ερχόταν πολλές φορές με το αυτοκίνητο και με έπαιρνε.

*Σίγουρα, ο χωρισμός των γονιών μου είχε αποτελέσει μια στενάχωρη τότε συνθήκη την οποία διαχειριζόμουν. Έχει αφήσει πληγές και τραύματα. Όχι, ότι μια αντίθετη περίπτωση, δηλαδή μια οικογένεια στην οποία δεν χωρίζουν οι γονείς αλλά είναι δυσάρεστο το περιβάλλον, είναι κάτι αυτονόητα θετικότερο. Δεν λέω αυτό. Γιατί υπάρχει ακόμα ενεργή η άποψη ότι ένα διαζύγιο είναι χειρότερο από ένα μη διαζύγιο. Αυτή η ιστορία για μένα είχε αρνητικά αλλά είχε και πολλά θετικά. Και ένα από αυτά είναι αυτός ο πλούτος, ότι είχα, ας πούμε, τέσσερις γιαγιάδες και τέσσερις παππούδες. Μάλιστα φρόντιζαν και οι οικογένειές μου να μου επιτονίζουν τις θετικότητες που αναδύονταν από αυτή τη συνθήκη.

*Θυμάμαι από τον παππού μου τον Όμηρο τη φράση, «το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι η αχαριστία». Θυμάμαι τον μπαμπά μου να λέει συχνά, «κάνε το καλό και ρίχ’ το στον γιαλό». Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει ότι «ο έρωτας μπορεί να κερδίσει ακόμα και την αυτοκτονία». Θυμάμαι πώς μου μάθαινε ο πατέρας μου την προπαίδεια με έναν συγκλονιστικό τρόπο και ότι το 7x8 το έμαθα γιατί ο ίδιος έχει γεννηθεί το ‘56. Θυμάμαι το «Πίσω Γιάννη τα καράβια» που έλεγε Άννα, η γυναίκα του πατέρα μου, η δεύτερη μητέρα μου. Και ότι ο πατριός μου, ο δεύτερος πατέρας μου, ο Βασίλης, με μύησε στην ποίηση που είναι μεγάλη μου αγάπη.

Ο πατέρας μου, για να με μυήσει σιγά - σιγά στο διάβασμα., μού είχε πει, «Θέλω να διαβάσεις ένα ολόκληρο βιβλίο και θα σου κάνω ό,τι δώρο θες». Και για μία μπάλα μπάσκετ διάβασα το «Καπλάνι της Βιτρίνας» της Άλκης Ζέη.

*Ένας από τους λόγους που άρχισα να διαβάζω ήταν στην Α’ γυμνασίου που συνέβησαν δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι το εξής. Άκουγα τις κασέτες του Θάνου Μικρούτσικου που είχαν οι γονείς μου, με τον «Σταυρό του Νότου», το «Μαχαίρι», τις «Γραμμές των οριζόντων». Ήταν μια περίοδος που άκουγα μόνο αυτά. Γενικά, όταν ακούω κάτι, το ακούω συνέχεια για πολύ καιρό. Παθαίνω εμμονή. Και κάποια στιγμή ο πατριάς μου αυτό το τσίμπησε και μου είπε, «Ξέρεις αυτά υπάρχουν και σε βιβλίο. Είναι ποιήματα του Νίκου Καββαδία». Και από τότε διαβάζα μόνο το «Μαραμπού», το «Πούσι» και το «Τραβέρσο». Συνέχεια. Και μου έλεγε: «Ξέρεις, υπάρχουν και άλλοι». Ε, μετά τον Καββαδία διάβασα και Καρυωτάκη και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στην ποίηση που ακόμα συνεχίζεται. Και ο πατέρας μου, για να με μυήσει σιγά - σιγά στο διάβασμα., μού είχε πει, «Θέλω να διαβάσεις ένα ολόκληρο βιβλίο και θα σου κάνω ό,τι δώρο θες». Και για μία μπάλα μπάσκετ διάβασα το «Καπλάνι της Βιτρίνας» της Άλκης Ζέη. Αυτά τα δύο γεγονότα ήταν πολύ καθοριστικά στο να ενσωματώσουν το βιβλίο στη ζωή μου.

*Εκ των πραγμάτων, έχει εγγραφεί βαθύτατα στην προσωπική μου εσωτερική μυθολογία, ο παππούς μου ο Όμηρος, τον οποίο έχασα όταν ήμουν 14 χρονών. Από αυτόν τον άνθρωπο έχω κρατήσει πολλά. Νομίζω ήταν ο ίδιος φορέας κάποιων διδαγμάτων. Ορισμένα εξ αυτών, η καλοσύνη ως βάση αρχής, σχεδόν ως υπαρξιακή δομή. Η καλώς εννοούμενη πονηριά, για να τα φέρεις λίγο εις πέρας, με την έννοια ότι «κάνε καμιά φορά και λίγο τον κουφό». Του φόρτωνε η γιαγιά μου αρκετές δουλειές κι ο παππούς μου συχνά έκανε ότι δεν άκουγε μέχρι να έρθει κοντά να του το πει. Γιατί σου έλεγε, «κάτσε ρε παιδί μου, αν όποτε μου φωνάζει από μακριά κάτι, το κάνω, θα φωνάζει και θα το κάνω. Ενώ, αν φωνάξει, δεν ακούσω, θα πρέπει να κάνει και ένα βήμα για να έρθει να μου το ζητήσει. Άρα, θα ζυγίσει και εκείνη την ανάγκη της». Ήταν ένα θετικό δείγμα αφέλειας, υπομονής, δυνατότητας, να λες τα σημαντικά πράγματα με απλές ιστορίες. Ένας άνθρωπος που έφυγε από τη Σμύρνη, έζησε την καταστροφή, δηλαδή τη δυνατότητα να μπορείς να ξαναγεννήσεις τον εαυτό σου, να σταθείς ξανά στα πόδια σου, να ξεπεράσεις το βάσανο. Ένας άνθρωπος ο οποίος πήγε και εξορία. Οπότε πάντα πρέσβευε και μία όχι φανατική αλλά μία βαθιά, σχεδόν ήπια και κατευναστική σχέση με τις αρχές. Ότι δεν είναι μόνο φανατισμός το να έχεις κάποιες αρχές, ίσα ίσα, είναι και γαλήνεμα.

Είχα μία περίεργη σχέση με την αρχή εξουσίας. Πάντα η τάση μου ήταν, «Πρώτον θα σου δείξω ότι εγώ καταλαβαίνω τι κάνεις. Αφού μου δείξεις ότι κατάλαβες ότι καταλαβαίνω και άρα δεν έχεις δικαίωμα πάνω μου, γιατί το authority σου έχει όρια και εγώ το ξέρω, τότε μπορούμε να μιλήσουμε».

*Ο πατριός μου με έμαθε ποίηση. Η μαμά μου με μαθαίνει πράγματα ακόμα και τώρα για το συναίσθημα και για το όνομά της που είναι Ελευθερία. Ο μπαμπάς μου τη σημασία των Μαθηματικών και της λογικής. Ο πατέρας μου και ο πατριός μου επίσης μου έμαθαν πόσο θεραπευτικό και λυτρωτικό είναι το χιούμορ. Και από τη γυναίκα του πατέρα μου έχω μάθει την έννοια της γείωσης, της στήριξης, της δύναμης και ότι η συγκρότηση για γνώση φέρνει γνώση. Είμαι συγκλονιστικά τυχερός. Αν έπρεπε να ζυγίσω, νομίζω εκείνοι είναι πιο άτυχοι.

*Η πρώτη δουλειά που ήθελα να κάνω ήταν γάτα. Ήθελα να γίνω γάτα. Πίστευα ότι είναι κάτι που μπορείς να γίνεις όταν μεγαλώσεις. Θυμάμαι να βλέπω τον κόσμο και να λέω, «Οκ, όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω αυτό». Αμέσως μετά ήθελα να γίνω ταξιτζής, γιατί στο τιμόνι είχαν τότε βγει αυτά τα δερμάτινα καλύμματα που ήταν πολύ ωραία στη υφή, και όταν έμπαινα σε ταξί μ' άρεσε να τα αγγίζω. Μετά ήθελα να γίνω οδοκαθαριστής, γιατί ήθελα να κρέμομαι ενώ τρέχει το αυτοκίνητο. Το έβρισκα ηρωικό, παιχνιδιάρικο και περιπετειώδες. Μετά πέρασα ένα στάδιο που ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Και Δ’ Δημοτικού, ηθοποιός. Θυμάμαι τη στιγμή της συνειδητοποίησης. Αυτό το, «α, αυτό!». Θυμάμαι να βλέπω τηλεόραση, στο σαλόνι του σπιτιού, στην Αθήνα, στην Αξιουπόλεως, και να λέω, «α, ηθοποιός, οκ». Και δεν άλλαξε ποτέ από τότε.

Ξέρω ότι είναι μέρος της διαδικασίας τα λάθη. Όμως επειδή φοβάμαι τη διολίσθηση στην ευκολία κι έχω δει ανθρώπους να ξεχνιούνται δικαιολογώντας συνεχώς τον εαυτό τους, έχω οδηγηθεί στο να είμαι πολύ ανησυχητικά σφιχτός σε σχέση με το να μην κάνω λάθη.

*Διαβάζοντας αναστοχαστικά τον εαυτό μου, η αλήθεια είναι ότι είχα πολλά ερεθίσματα για να επιλέξω το «ηθοποιός». Ο παππούς μου, για να κοιμηθώ από παιδί, μου έλεγε αυτοσχέδια παραμύθια. Ο πατριός μου με μύησε στο «Θέατρο Σκιών». Επίσης, με πήγαιναν πολύ θέατρο και σινεμά οι δικοί μου. Με είχαν πλαισιώσει με έργα της Τέχνης, τα είχαν στήσει γύρω μου. Πήγαινα και έπεφτα πάνω τους. Ήταν μέρος της παιδείας που έλαβα από την οικογένειά μου. Και εκείνο που είμαι σίγουρος ότι έπαιξε ρόλο είναι το ότι το 1989-1990 εισχωρεί η ιδιωτική τηλεόραση και αρχίζει μια περίοδος όπου βλέπαμε «Τρεις Χάριτες» και «Απαράδεκτους» όλοι. Ήταν κομμάτι μιας σχεδόν κοινωνικής πραγματικότητας. Υπήρχαν κάποιες σειρές που έβλεπα, π.χ. «Χάι Ροκ», οι οποίες κάποια στιγμή άρχιζαν να βάζουν και bloopers από τις σκηνές που δεν λειτουργήσαν. Οπότε, εγώ έβλεπα ότι έκαναν λάθη και γελούσαν, και ένα από αυτά που έλεγα είναι, «αυτή η δουλειά μου αρέσει γιατί θα γελάω και θα περνάω καλά».

Είμαι της άποψης ότι αν δεις ότι δεν έχεις άγχος, δημιούργησε. Δεν είναι καλό να μην έχεις άγχος. Δεν εννοώ ακριβώς άγχος. Εννοώ μία ανησυχαστική, διεγερμένη στάση απέναντι στις σημασίες που έχουν τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.

*Ήμουν ένας υπερδραστήριος έφηβος. Δεν ήμουν το παιδί που είχε μπλεξίματα. Δεν κάπνισα για πολλά χρόνια στη ζωή μου. Δεν μπλεκόμουν σε καυγάδες, δεν είχα κάποια έλξη για αλητεία και τέτοια. Ούτε καν. Ήμουν όμως πολύ υπερκινητικός. Ακόμα έχω αυτή τη μεγάλη αδυναμία συγκέντρωσης. Προτιμούσα χίλιες φορές να διαβάζω το οτιδήποτε άλλο πέρα από σχολείο. Δηλαδή οποτεδήποτε κάτι έπρεπε να κάνω, θα έπρεπε να κάνω οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό. Ήταν πολύ βασικό στοιχείο της εφηβείας μου. Είχα μία περίεργη σχέση με το authority, με την αρχή εξουσίας. Πάντα στο authority η τάση μου ήταν, «Πρώτον θα σου δείξω ότι εγώ καταλαβαίνω τι κάνεις. Δεν θα νομίζεις εσύ ότι εγώ δεν καταλαβαίνω. Αφού μου δείξεις ότι κατάλαβες ότι καταλαβαίνω και άρα δεν έχεις δικαίωμα πάνω μου, γιατί το authority σου έχει όρια και εγώ το ξέρω, τότε μπορούμε να μιλήσουμε. Πρώτα όμως θα σου δείξω ότι εγώ, ό,τι δεν κάνω, επιλέγω να μην το κάνω. Ό,τι κάνω, επιλέγω να το κάνω και δεν αναγνωρίζω στο authority σου ιερότητα. Αναγνωρίζω αρμοδιότητα». Το θυμάμαι αυτό. Οπότε, γινόμουν και υπερβολικά εκνευριστικός κάποιες φορές. Και επίσης είχα πάντα το, «Και γιατί να μην είναι το άλλο; Να το δούμε». Υπήρχε διαρκώς αυτό στο μυαλό μου. Μια διαλεκτική σχέση με το οτιδήποτε.

*Ο κύριος Ζούκας, που ήταν στο Λύκειο Θρησκευτικός, μου είχε πει μια φράση που μου έκανε εντύπωση και ακόμα θυμάμαι. «Ένας είναι ο νόμος, αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις. Γιατί αν αγαπάς δεν θα περάσεις με κόκκινο, αν αγαπάς...», και άρχισε να λέει όλα αυτά που θα έπρεπε να ξέρεις να μην κάνεις. Κι έλεγε, «δεν χρειάζεται να τα θυμάσαι όλα αυτά. Αγάπα. Απλά αγάπα». Ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος να μεταφέρει κάπως το θεολογικό σκεπτικό της αγάπης.

*Είμαι της άποψης ότι αν δεις ότι δεν έχεις άγχος, δημιούργησε. Δεν είναι καλό να μην έχεις άγχος. Δεν εννοώ ακριβώς άγχος. Εννοώ μία ανησυχαστική, διεγερμένη στάση απέναντι στις σημασίες που έχουν τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Τα οποία σε κάποιο βαθμό δημιουργούνται και οφείλονται σε σένα αλλά ταυτόχρονα σε υπερβαίνουν, σχετίζονται με την πρόσληψη, με το πώς τα βλέπει κάποιος. Και στην υποκριτική υπάρχει αυτό το ιδιότυπο στοιχείο, ότι το έργο της Τέχνης και ο καλλιτέχνης συνυπάρχουν σε μία ενιαία οργανική ενικότητα. Δηλαδή, ο ηθοποιός είναι ταυτόχρονα ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα και ο δημιουργός. Αυτό είναι μία πολύ σύνθετη σχέση και πολύ ενδιαφέρουσα. Οπότε, όταν εκλείπει η οποιαδήποτε ανησυχία, αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι υπάρχει μία αρνητικού τύπου καταστολή σε κάποιες κρίσιμες τιμές ευαισθησίας και διέγερσης που είναι απαιτούμενα ώστε να μπορέσεις να δημιουργήσεις κάτι επιδραστικό. Αλλά περνάει και αυτό τις φάσεις του. Κάποια στιγμή καταλαγιάζει για κάποιο διάστημα σε έναν ρόλο. Πάντως, πάντα οι αρχές των προβών έχουν ένα αίσθημα πύρινο, φωτιάς γιατί ξαναδιαβαίνεις με έναν τρόπο κάποια επώδυνα ή περίεργα στάδια.

Νιώθω πολύ χαρούμενος για το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Για τη συνεργασία, τους συνεργάτες, τους ανθρώπους, το έργο και το θέατρο στο οποίο θα γίνει όλη αυτή η συνθήκη, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

*Νιώθω πολύ χαρούμενος για το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Για τη συνεργασία, τους συνεργάτες, τους ανθρώπους, το έργο και το θέατρο στο οποίο θα γίνει όλη αυτή η συνθήκη, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Για όλα αυτά χαίρομαι πάρα πολύ. Χαίρομαι και για τον ρόλο. Απλώς αυτό που μου συμβαίνει κυρίως με τον ρόλο δεν είναι ότι «χαίρομαι», είναι κάτι διεγερτικό και σίγουρα όχι μονοσήμαντα θετικό, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει και αντιθέσεις. Νιώθω πολύ όμορφα για τους πόνους της γέννας που έχει κάθε δημιουργία.

*Ξέρω ότι είναι μέρος της διαδικασίας τα λάθη. Όμως επειδή μάλλον φοβάμαι πάρα πολύ τη διολίσθηση στην ευκολία - κι έχω δει ανθρώπους να ξεχνιούνται δικαιολογώντας συνεχώς τον εαυτό τους, «εντάξει, όλοι κάνουμε λάθη ρε παιδιά» - έχω οδηγηθεί πολλές φορές στο να είμαι πολύ ανησυχητικά σφιχτός σε σχέση με το να μην κάνω λάθη. Το οποίο το παλεύω.

*Με γαληνεύει όταν έχω ολοκληρώσει τις δουλειές κάθε μορφής και κάθομαι και ηρεμώ. Το να διαβάσω ένα βιβλίο, να κοιτάξω τον ουρανό, να είμαι με ανθρώπους που νιώθω όμορφα και να μιλάμε, να επικοινωνούμε, να αναπνέουμε και να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε μαζί. Όλο αυτό είναι γαλήνεμα.

*Με ζορίζει η αγένεια. Το να βλέπω ανθρώπους που περπατάνε και έχουν αυτή τη συμπεριφορά και το ύφος, «Ποιοι είστε όλοι εσείς; Γιατί πρέπει να υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι;». Και δεν θέλω να το απαντήσω με τον ίδιο τρόπο. Οπότε εκεί δυσκολεύουν κάπως τα πράγματα. Προσπαθώ να το συμπεριλαμβάνω. Υπάρχουν και άλλοι.

*Η ενασχόλησή μου με την πολιτική δεν είναι βραχύβια και δεν έχει τελειώσει. Η ενασχόλησή μου με την πολιτική, όπως και κάθε ανθρώπου στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως του αν είναι συνειδητό ή σε ποιο βαθμό είναι συνειδητό, είναι διαρκής και ατελεύτητη. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Είμαστε πολιτικά υποκείμενα, είτε το αναγνωρίζουμε, είτε όχι. Μου έγινε μια βαθύτατα τιμητική πρόταση τότε, από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, τον Αλέξη Τσίπρα, να είμαι σε μια συμβολική, μη εκλόγιμη θέση στο Επικρατείας. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσω το δίλημμα του αν θα συνεχίσω να εργάζομαι ως ηθοποιός ή ως πολιτικός. Γιατί η απάντηση σε αυτό είναι δεδομένη. Δεν θέλω να εργάζομαι ως πολιτικός. Δεν θέλω να άφησω τη ζωή της Τέχνης για τη ζωή της πολιτικής. Όμως η πολιτική ζωή με αφορά κάθετα και οριζόντια και διαρκώς.

*Αν περιέγραφα τον Ντόναλντ Τραμπ με τρεις λέξεις, θα έλεγα «πραγματικά επικίνδυνο καρτούν».

Με ζορίζει η αγένεια. Το να βλέπω ανθρώπους που περπατάνε και έχουν αυτή τη συμπεριφορά και το ύφος, «Ποιοι είστε όλοι εσείς; Γιατί πρέπει να υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι;».

*Δεν είχα ποτέ dating apps. Αυτό σηματοδοτεί μια γνώμη ή τουλάχιστον μια διάθεση ως προς τη δημιουργία γνώμης. Μ' αρέσει το διά ζώσης, το διεκδικώ όσο περισσότερο γίνεται. Δεν μπορώ όμως να ψέξω ανθρώπους για αυτό. Το μόνο που θα έλεγα απέναντι σε έναν συστηματικό χρήστη αυτών των dating apps είναι το εξής: «Θυμήσου ότι στο τέλος της ημέρας ο στόχος είναι η υπέρβαση της οθόνης και η συνάντηση. Όσο το θυμάσαι αυτό, it's ok για μένα». Γιατί πια εγώ ανησυχώ ότι θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η ζωή είναι scrolling. Το να κάνεις scrolling για να δεις στοιχεία ίσως της ζωής, να ξεκαθαρίσεις το fake με το μη fake και να φύγεις από την οθόνη και να πας σε κάποια μέρη της ζωής σου, το καταλαβαίνω. Όμως καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι στο τέλος της ημέρας το διεκδικούμενο, πόσω μάλλον για τα dating apps, είναι η συνάντηση. Το αντάμωμα.

Το μόνο που θα έλεγα σε έναν συστηματικό χρήστη των dating apps είναι το εξής: «Θυμήσου ότι στο τέλος της ημέρας ο στόχος είναι η υπέρβαση της οθόνης και η συνάντηση. Όσο το θυμάσαι αυτό, it's ok για μένα». Γιατί πια εγώ ανησυχώ ότι θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι η ζωή είναι scrolling.

*Άμα η ερώτηση είναι «δεν έχεις καθόλου άγχος για την υστεροφημία σου ή έχεις;», η απάντηση είναι «έχω». Το θέατρο είναι θνησιγενής τέχνη. Οτιδήποτε παραμένει, είναι στη μνήμη. Η μνήμη είναι ο αρχοντάς μας, ο δαίμονας και ο άγγελός μας. Η μνήμη μας και η μνήμη των ανθρώπων. Όχι μόνο με την έννοια της απομνημόνευσης ή του ξέρω πως σε λένε ή ξέρω τις δουλειές σου. Το βαθύ περιεχόμενο της έννοιας της μνήμης. Οπότε, υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι ακριβώς η υστεροφημία, αλλά είναι το πως χαράζεται ο κόσμος στη μνήμη μου και πως χαράζομαι στη μνήμη του κόσμου. Αν, λοιπόν, η αστεροφημία έχει να κάνει όχι με το τι γράφει ένας επίσημος ανδριάντας, που λέει «Κύριος Πουλάκης whatever», με αυτή την έννοια με ενδιαφέρει.

Θεωρώ ότι ο άνθρωπος, εμείς, είμαστε πυρπολητές και εξακτινωτές νοημάτων. Μπορούμε να γίνουμε δέκτες και πομποί νοήματος, οπότε το τι νόημα έχει η ζωή εξαρτάται και από εμάς.

*Έχω αρχίσει πια να αντιλαμβάνομαι ότι είμαστε κι εμείς πυροκρότητες και δημιουργοί νοήματος. Το τι νόημα θα επιτρέψουμε στη ζωή να έχει ή τι νόημα θα διεκδικήσουμε να μπολιάσουμε με αυτό τη ζωή, θα αποτελεί νόημα της ζωής. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι αν υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό είναι εγγεγραμμένο σε κάποια προϋπάρχουσα πέτρα, ούτε ότι αναδύεται από μια κοσμολογική αφετηρία η οποία είναι νοηματοφόρα και αναντίρρητη. Θεωρώ ότι ο άνθρωπος, εμείς, είμαστε πυρπολητές και εξακτινωτές νοημάτων. Μπορούμε να γίνουμε δέκτες και πομποί νοήματος, οπότε το τι νόημα έχει η ζωή εξαρτάται και από εμάς.

*Η φωτογράφιση και η συνέντευξη φιλοξενήθηκαν στο «Μικρό Γκλόρια» στην Ιπποκράτους.

ΑΠΟΡΡΗΤΟ