Υπάρχει μια εικόνα του Robert Redford που όλοι αναγνωρίζουν: το χαμογελαστό, αεικίνητο είδωλο του Χόλιγουντ. Το «Golden Boy» ή «Sundance Kid», όπως τον βάφτισαν τα μίντια. Ο «Ordinary Bob», όπως θα τον έλεγαν μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία Ordinary People (παρατσούκλι που ο ίδιος μισούσε). Μπροστά στις κάμερες έμοιαζε πάντα ήρεμος, σαγηνευτικός, ανεπηρέαστος από τον χρόνο. Αλλά αυτή η εικόνα καλύπτει μια ζωή γεμάτη απώλειες, φόβο και αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο νεαρός Charles Robert Redford Jr., όπως γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, γνώρισε νωρίς ότι η ζωή δεν είναι ποτέ δεδομένη.
Γνώρισε την ασθένεια, τη μοναξιά και τη βία των δρόμων της Καλιφόρνια πριν καν ολοκληρώσει την εφηβεία του. Αυτή η σκοτεινή πλευρά του Redford είναι η ουσία του άντρα που θα γινόταν αργότερα ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της Αμερικής. Οι απώλειες, οι τραγωδίες, οι πειραματισμοί με τον κίνδυνο και τις ηδονές της νεότητας, η συνεχής αναζήτηση σταθερότητας και αγάπης, όλα διαμόρφωσαν έναν χαρακτήρα που, ακόμη και μέσα στη δόξα, ποτέ δεν ξέχασε τις ουλές και τα τραύματα του παρελθόντος.
Παιδική ηλικία και πρώτες μάχες
Στα παιδικά του χρόνια, ο Redford διαγνώστηκε με πολιομυελίτιδα, μια ασθένεια που εκείνη την εποχή προκαλούσε σοβαρά προβλήματα αναπνοής, παράλυση και, συχνά, θάνατο. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η μορφή της νόσου που αντιμετώπισε ήταν ήπια, αν και τον κράτησε κλινήρη για δύο εβδομάδες. Όπως είχε αναφέρει, η ασθένεια εμφανίστηκε μετά από μια βουτιά στον ωκεανό, και εκείνη η στιγμή ήταν η πρώτη από πολλές αναμετρήσεις του με τον θάνατο.
Η οικογένεια του Redford μεγάλωσε στο Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο πατέρας του, Charles, εργαζόταν ακούραστα ως λογιστής για τη Standard Oil, αφήνοντας ελάχιστο χρόνο για την οικογένεια. Τη θέση πατέρα για τον νεαρό Robert πήρε ο θείος του, David, πολυτάλαντος και αθλητικός, που μιλούσε τέσσερις γλώσσες και υπηρέτησε ως διερμηνέας στον στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
