Εν αρχή ην ο ρυθμός.
Πριν υπάρξει τραγούδι, υπήρχαν ήχοι θαλασσινοί. Η ανάσα του δύτη που ανεβαίνει αργά στην επιφάνεια. Το σφύριγμα του αέρα που περνά μέσα στον σωλήνα. Ο παλμός του καϊκιού που χτυπά πάνω στο κύμα. Από αυτή τη χορεία ήχων, σωμάτων και αναπνοών, γεννήθηκε το «Ντιρλαντά».
Ήταν τραγούδι της ανάγκης, του μόχθου, της επιβίωσης. Ένας τραγουδούσε κι οι άλλοι απαντούσαν, ρυθμίζοντας με τη φωνή τους το πέρασμα του χρόνου, τον φόβο του βυθού, το λαχάνιασμα της αναπνοής. Ένα «τσιμάρισμα», όπως ονομάζεται στην Κάλυμνο το τραγούδι όπου ένας ξεκινά και οι υπόλοιποι απαντούν. Κάλεσμα κι απόκριση, ρυθμός κι αναπνοή, η ανθρώπινη φωνή σε διαρκή διάλογο με τη θάλασσα.
Ένα τραγούδι που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος το πρωτοτραγούδησε, πότε και γιατί. Κι όμως, αυτό το τραγούδι, γεννημένο απ’ τα κύματα και τα χέρια των σφουγγαράδων, δεν έμεινε στη θάλασσα. Ανέβηκε στη στεριά, μπήκε σε στούντιο, πέρασε από δίσκους, στόματα, γλώσσες. Έφτασε να γίνει διεθνές σουξέ, να ακουστεί σε ντισκοτέκ του Παρισιού, σε στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής, σε παραλίες της Μεσογείου και σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
