Η Nalyssa Green για μένα υπάρχει και δεν υπάρχει. Και αυτό, όσο το συνειδητοποιώ, μου αρέσει πολύ. Και θα σας εξηγήσω γιατί. Έχει κάπως να κάνει με εκείνο το παιχνίδι που αρέσει και στην ίδια, όπως μας είπε μιλώντας «Σε πρώτο Ενικό» για το ΒΗΜΑ/GRACE, το οποίο παρατηρεί συχνά να εμφανίζεται στα τραγούδια της. «Αυτά τα παιχνίδια με αυτό που φαίνεται και το ακριβώς αντίθετό του, μ' ενδιαφέρουν πάρα πολύ», είπε ενώ κουβεντιάζαμε στον καναπέ του σπιτιού της, λουσμένες και οι δύο σε ένα ροζ – μωβ neon φως από το ταβάνι. Και μου έφερε για παράδειγμα τον στίχο «είναι ανέκαθεν πολύ καλή στα πάρτυ, ιδίως όταν τα ακούει από μακριά», από το τραγούδι της «Πολύ Καλή Στα Πάρτυ», που έχει χαρίσει και τον τίτλο στον πιο πρόσφατο, πέμπτο κατά σειρά, προσωπικό της δίσκο, και ο οποίος κάθε άλλο παρά για πάρτυ μιλάει, θα έλεγα.
Αν μου ζητούσε, λοιπόν, κανείς να ορκιστώ πως η Nalyssa Green υπάρχει, θα μπορούσα σίγουρα να επικαλεστώ πως έχουμε κάποτε μοιραστεί σε ένα λιμάνι της άγονης γραμμής μια κατσαρόλα ψαρόσουπα. Μετά θα έλεγα ότι είμαι βέβαιη πως ένα βράδυ στο Gagarin την κάλεσαν στη σκηνή ξαφνικά ως guest έκπληξη και νομίζω πως ακόμα ακούω στα αυτιά μου τα ουρλιαχτά ενθουσιασμού του κοινού - που ήταν εκεί για να απολαύσει τους Pan Pan και Παιδί Τραύμα - όταν άκουσε το όνομά της και είδε τη φιγούρα της να λικνίζεται μέσα από τους καπνούς στον ρυθμό του δικού της «Κοκτέιλ».
Στο μυαλό μου θα ανήκει πάντα στα μυστηριώδη πλάσματα του βυθού, στις αρχαιοελληνικές, γυναικείες φιγούρες και στην ομορφιά του σύμπαντος που μπορεί να αντανακλά μόνο η φύση και τα πανάρχαια μυστικά της.
Δεν ξέρω αν πιάνεται στις «ασκήσεις υπαρξισμού» για τη Nalyssa πως ακόμα πιο πριν στον χρόνο είχα πρωτοχορέψει το «Κοκτέιλ» της ένα απόγευμα καλοκαιριού με μεγάλη παρέα και θέα το πιο όμορφο ελληνικό μπλε, φυσικά διακοσμημένο από κάτι αιωνόβιους φοίνικες. Ή εκείνο το Πάσχα που την ξεχώριζα παντού στο νησί, σαν να πρωταγωνιστούσε σε ταινία του Wes Anderson, από ένα κίτρινο αδιάβροχο που φορούσε νυχθημερόν πάνω από τα πολύχρωμα, ονειρικά «ντε πιες» της. Ή εκείνα τα βράδια που την έχω ακούσει να παίζει μουσική σε μεταμεσονύχτια πάρτυ ή την έχω δει να πίνει το ποτό της σε κάποιο μπαρ στο κέντρο της πόλης. Ή τα βινύλια της προσωπικής της δισκογραφίας που έχω δίπλα στο πιικάπ μου. Και η συμβουλή της «νερό να μην ξεχνάς να πίνεις κάτι βαθιά σου να κυλά» που έχω πάντα στο μυαλό μου από τη δική της «Παπαρούνα». Τελευταία χειροπιαστή απόδειξη πως η Nalyssa Green όντως υπάρχει είναι στα σίγουρα πως για τις ανάγκες της συνέντευξης, χτύπησα το κουδούνι με το πραγματικό της όνομα κι εκείνη μετά, όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ, με υποδέχθηκε στην είσοδο, αγκαλιά με τον Βαλέριο, τον γάτο της.
Αν ξεχνούσα όλα τα παραπάνω, θα έτεινα να πιστέψω το ακριβώς αντίθετό του, πως δηλαδή δεν υπάρχει στα αλήθεια. Το οποίο βρίσκω συναρπαστικό και προς το οποίο συνηγορούν αναρίθμητες, μικρές, άυλες λεπτομέρειες που ίσως αδυνατώ να σας περιγράψω επακριβώς. Μπορώ μόνο να πω πως όταν ακούω τις μουσικές της συνθέσεις, όταν ακούω τα λόγια που επιλέγει για να μας επικοινωνήσει σε στίχους τις σκέψεις της, όταν τη βλέπω στη σκηνή να ερμηνεύει ένα τραγούδι ή όταν τη βλέπω γύρω μου λυπημένη, κανονική ή χαρούμενη, τις περισσότερες φορές δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι αληθινή, γήινη με ανθρώπινα γνωρίσματα.