Γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1902 ενώ έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 29 Απριλίου του 1930. Παραμένει ωστόσο πιο διαχρονική από ποτέ και αυτό γιατί η ποίηση και το έργο της, άγγιξε δυο βασικές θεματικές. Τον έρωτα και τον θάνατο. Εξίσου εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος, με τον οποίο άγγιξε τον φεμινισμό, για την εποχή της.
Για τη Μαρία Πολυδούρη, μερικές φράσεις μπορούν να την περιγράψουν εν συντομία. Αντισυμβατική ποιήτρια. Ανήκει στην γενιά των «καταραμένων ποιητών», και τέλος ο δικός της «Τάκης» ήταν καθοριστικός παράγοντας τόσο για τη ζωή, όσο και για τη τέχνη της. Η γενιά ποιητών του 1920 καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της décadence, δηλαδή της παρακμής, της μελαγχολίας και της αυτοκαταστροφής. Ήταν άλλωστε πολλοί οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες που οδήγησαν σε ένα γενικότερο αίσθημα παραίτησης και παρακμής για τους ανθρώπους της εποχής.
Στην Ελλάδα πάντως, γυναίκες και άντρες ταυτίστηκαν μαζί της, αναδεικνύοντάς την, σε μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ποιήτριες. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ’ ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», έγραφε 100 χρόνια πριν στο ημερολόγιό της.
Βαθιά επηρεασμένη από τη «Σχολή του Μπωτλέρ», τα ποιήματα της έχουν έναν νεορομαντισμό, βαθιά μελαγχολικό και γεμάτο με θλίψη. Μιλώντας για τη ζωή και το έργο της, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε στον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη. Ένας έρωτας που επισκίασε πολλές φορές το προσωπικό της βίωμα, αλλά και την φεμινιστική της διάθεση.
Πριν δούμε ένα από τα κορυφαία κεφάλαια της ζωής της, -τον φευγαλέο έρωτα με τον επίσης ποιητή Καρυωτάκη- πάμε να ρίξουμε μια ματιά στα πρώτα χρόνια ζωής της.
