ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Λυδία Φωτοπούλου- Σε Πρώτο Ενικό: «Η ευτυχία που κυνηγούσαμε από μικρά δεν υπάρχει»

Λυδία Φωτοπούλου- Σε Πρώτο Ενικό: «Η ευτυχία που κυνηγούσαμε από μικρά δεν υπάρχει» 1

Η σπουδαία ηθοποιός μιλά για τα καλοκαίρια της στην Καβάλα όταν ήταν παιδί, την πεντηκονταετή της πορεία στο θέατρο, την ομορφιά της ζωής που αποτελεί σταθερά το μυστικό φροντίδας της ψυχής της καθώς και για το τέλειο γεύμα που είναι τόσο απλό και όμως τόσο δυσεύρετο.

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ

Τα καλοκαίρια έχουν ποτίσει την ψυχή της. Όποτε τη φέρνω στο νου, ίσως γιατί την πρωτογνώρισα στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέσα από τα «Ψάθινα Καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην ΕΡΤ, μια ονειρική εσάνς καλύπτει σαν φίλτρο κάθε εικόνα της. Κι εκείνη στέκεται πάντα εκεί, λουσμένη στο φως του δυνατού ήλιου, ανάμεσα από στάχυα, με φορέματα λινά, ανοιχτόχρωμα και ένα βλέμμα που διψά για ζωή και ομορφιά. Γεννημένη ένα καλοκαίρι στην Καβάλα, η Λυδία Φωτοπούλου μάς υποδέχθηκε στον μικρό της παράδεισο, ένα ρετιρέ στην Κυψέλη, κάποιο μεσημέρι του φετινού καλοκαιριού με πολλή, πολλή ζέστη.

Μαζί βουτήξαμε στη δροσιά των παιδικών της καλοκαιριών στη γενέτειρά της, στη θάλασσα μπροστά από το σπίτι του παππού της, όπου ψάρευε μικρή πετρόψαρα από τον βράχο με την πετονιά. Κάναμε στάση σε αναμνήσεις θερινές, στα 50 χρόνια πορείας της στο θέατρο, στις οδυνηρές στιγμές που φέρνει στα ξαφνικά η ζωή και σε μια εφηβική συμφιλίωση που στηρίχθηκε σε ένα πακέτο τσιγάρα. Η ιστορία ζωής της Λυδίας Φωτοπούλου είναι γεμάτη από μαθήματα επιβίωσης. Και είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι υπάρχει για τον καθένα και την καθεμιά μια σανίδα σωτηρίας κάπου γύρω, αρκεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά και να βιώνει με πάθος ό,τι επιλέγει να κάνει. Όπως λέει η ίδια στο ΒΗΜΑ/GRACE «Σε πρώτο Ενικό», για εκείνη ήταν η τυχαία συνάντησή της με το θέατρο που τη γέμισε δύναμη να πατήσει στα πόδια της μετά τον χαμό της μαμάς της στα 14. «Τι ωραία καμιά φορά να αφήνεσαι στη ζωή, σε σκηνοθετεί πολύ καλύτερα από ό,τι εσύ», σχολιάζει για το γεγονός ότι ένας εφηβικός έρωτας την οδήγησε στη Θεσσαλονίκη όπου το βέλος του θεατρικού σανιδιού διαπέρασε την καρδιά της, μαγεύοντάς την, όπως φάνηκε, διά παντός.

Σήμερα, η πραγματικά σπουδαία ηθοποιός απολαμβάνει τη ζωή στην Κυψέλη, την ευεργετική δράση του «πιλάτες ριφόρμερ» που δρα στο κορμί της σαν βάλσαμο και τη νέα της «συναναστροφή» με το ChatGPT που της αρέσει ως μηχανή αναζήτησης γιατί σε αντίθεση με την Google, «έχει μια ευγένεια». Δεν σταματά στιγμή να αναζητεί σχεδόν εμμονικά την ομορφιά γύρω της, δεν μετανιώνει για τίποτε από ό,τι έχει κάνει έως τώρα ενώ ανυπομονεί για μια καινούρια θεατρική δουλειά, η οποία ακόμα κινείται στη σφαίρα του “top secret” και την οποία, εφόσον όλα πάνε καλά θα απολαύσουμε από τη νέα σεζόν.

Έχοντας ενσαρκώσει έναν από τους τρεις εμβληματικότερους γυναικείους ρόλους στην ελληνική τηλεόραση, τη θρυλική «Μαριλού» από την «Τούρτα της Μαμάς» (οι άλλοι δύο ρόλοι είναι ξεκάθαρα της «Σωσώς» από την Καίτη Κωνσταντίνου στα «Εγκλήματα» και της «Ντένης Μαρκορά» στους «Δύο Ξένους» απο την Ντίνα Κώνστα), η Λυδία Φωτοπούλου περιγράφει στιγμές από την περίοδο των γυρισμάτων, αποκαλύπτει ποια θεωρεί πως είναι τα δικά της «ωραία χρόνια» ενώ παραδέχεται πως νοσταλγεί σταθερά το ψητό της μαμάς της δικής της, τη γεύση του οποίου δεν ξαναβρήκε ποτέ, πουθενά.

Αυτή είναι η ιστορία ζωής της και ιδανικά διαβάζεται υπό τον ήχο τζιτζικιών και με την καρδιά ανοιχτή στα κάθε είδους θαύματα.

*Γεννήθηκα στην Καβάλα, έζησα εκεί οκτώ μήνες και μετά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Αλλά γυρνούσα πίσω κάθε καλοκαίρι.

*Έχω πάρα πολλές μνήμες από τα καλοκαίρια στην Καβάλα. Είχα έναν παππού, ο οποίος για να κάνει η οικογένεια διακοπές, αγόρασε μια γη δίπλα στη θάλασσα. Και έφτιαξε ένα σπιτάκι από αυτά τα πολύ παλιά σπιτάκια. Το οποίο είναι μόνο για να κοιμάσαι. Όλη η ζωή της μέρας και της νύχτας είναι γύρω-γύρω, σε μια μεγάλη αυλή μπροστά στη θάλασσα. Ως πιτσιρίκι πήγαινα εκεί δύο-τρεις μήνες μαζί με ξαδέρφια, φίλες, παιδιά φίλων, μόνο γυναικόπαιδα. Οι άντρες δούλευαν και ερχόντουσαν Σαββατοκύριακα. Θυμάμαι πολλές γυναίκες μαζί που μαγείρευαν και μιλούσαν. Όλον αυτόν τον γυναικείο κόσμο τον είχα ζήσει πολύ καλά στα μικράτα μου. Μαζευόμασταν από έξι έως δώδεκα παιδιά και τα παιχνίδια μας ήταν απίστευτα. Κρυφτό σε ένα πολύ μεγάλο κτήμα, κυνηγητό. Μαζεύαμε κουκουνάρια κι ύστερα, αυτό που αγαπούσαμε πάρα πολύ ήταν το ψάρεμα. Σκάβαμε στην άμμο, βγάζαμε σκουλήκια και τα περνούσαμε στις πετονιές. Καθόμασταν στον βράχο, εκεί που ήταν όλα τα πετροψαράκια, γύλοι, σπάροι και κάθε μέρα σχεδόν, γινόταν ένα τηγάνι για το ούζο των ανδρών.

*Τα χρόνια της Θεσσαλονίκης ήταν πάρα πολύ ωραία. Ως παιδί, έπαιζα στην πλατεία Αριστοτέλους. Μετά αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στη ΧΑΝΘ. Θυμάμαι καλά τη μέρα της Χούντας που ήρθαν από το σχολείο και μας πήραν. Θυμάμαι πολύ αυτήν την ατμόσφαιρα. Με είχε σοκάρει. Ήταν και η οικογένειά μου πάντα από την τελείως αντίθετη πλευρά.

Επειδή ο θάνατος της μαμάς μου έγινε ξαφνικά, είχα πάντα τεράστιο φόβο με τα ξαφνικά. Και ίσως γι' αυτό με θεράπευσε σε πολύ μεγάλο βαθμό το θέατρο. Το ήθελα, το αποζητούσα. Γιατί εκεί ήξερα το τέλος.

*Πήγαινα σε ένα σχολείο από όπου έχω ακόμα την καλύτερη μου φίλη, που είναι και αυτή ηθοποιός, η Έφη Σταμούλη. Ήταν πολύ ωραία χρόνια, τα οποία σταμάτησαν λίγο απότομα γιατί πέθανε η μητέρα μου ξαφνικά, από καρκίνο. Για μένα ξαφνικά, όχι για τους άλλους. Δεν το έλεγαν τότε, νομίζοντας ότι είναι πιο καλό, διαπαιδαγωγικά, που είναι τεράστιο λάθος. Κι ήρθαμε στην Αθήνα. Στα 14. Κι έτσι η εφηβεία μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήταν όλο αυτό το «δεν ξέρω πού πατώ και πού βρίσκομαι». Εδώ ήταν η οικογένεια του πατέρα μου και ένα μέρος της οικογένειας της μαμάς μου κι έτσι είχα ένα γλυκό περιβάλλον, ώσπου, κάποια στιγμή, στα 17, ζήτησα από τον μπαμπά μου να γυρίσουμε πίσω στη Θεσσαλονίκη γιατί είχα ερωτευτεί σε ένα ταξίδι έναν νεαρό. Το ότι γυρίσαμε και μ' άκουσε ήταν η αιτία που ήρθε και με βρήκε το θέατρο.

Το θέατρο γιάτρεψε την πολύ δύσκολη εφηβεία μου. Η συνάντησή μου με το κείμενο και το ότι ένιωσα ότι γινόμουν κάποια άλλη με έκαναν να καταλάβω ότι έπαιρνα τόση δύναμη που πλέον δεν φοβόμουν.

*Ανακάλυψα το θέατρο τελείως τυχαία. Είναι αυτό που λες, «τι ωραία καμιά φορά να αφήνεσαι στη ζωή, γιατί σε σκηνοθετεί πολύ καλύτερα από ό,τι εσύ». Είχα αρχίσει φροντιστήριο για να πάω Αρχιτεκτονική γιατί ο μπαμπάς μου ήταν μηχανικός. Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου είχα συμμαθήτρια τη Μόνα Κιτσοπούλου, η οποία ήταν κόρη του Κιτσόπουλου, που ήταν διευθυντής επί Χούντας στο Κρατικό. Κι η οποία ήθελε να κάνει με τον φιλόλογό μας την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, μόνο με κορίτσια. Και τους κοροϊδεύαμε που θα έπαιζε τον «Ορέστη» η φίλη μας η Ρίτα. Δεν πήγαμε ούτε κατά διάνοια. Ώσπου κάποια στιγμή, ανακάλυψα ότι όσοι έκαναν πρόβες, έχαναν μαθήματα. Και έχαναν τα μαθήματα που δεν χώνευα, Λατινικά, Θρησκευτικά, τέτοια. Αυτά της τελευταίας ώρας. Και είπα «να δεις τι θα κάνω, θα πάω στο θέατρο». Πιο πολύ για να γλιτώσω αυτά.

*Το θέατρο τότε γιάτρεψε την πολύ δύσκολη εφηβεία μου. Η συνάντησή μου με το κείμενο και συγχρόνως το ότι ένιωσα ότι γινόμουν κάποια άλλη με έκαναν να καταλάβω ότι έπαιρνα τόση δύναμη απ' αυτό που πλέον δεν φοβόμουν. Γιατί ήμουν φοβιτσιάρικο παιδί και δειλό. Τα χρόνια της δικής μας διαπαιδαγώγησης κινούνταν στη λογική ότι «άμα είσαι ήσυχο και καλό παιδί, θα σ' αγαπάμε». Και έτσι μαθαίνεις σιγά - σιγά να καταπιέζεις οτιδήποτε αισθάνεσαι και να είσαι πάντα ευγενική. Από μέσα μου όμως καταλάβαινα ότι κάτι έβραζε. Και ήρθε το θέατρο και με πήρε και με σήκωσε. Στο μεταξύ, λόγω Κιτσοπούλου, είχαν έρθει να δουν την παράσταση πλήθος σπουδαίων καλλιτεχνών, ανάμεσά τους μέχρι και η Ντόρα Τσάτσου. Οι οποίοι με έπιασαν μετά και μου είπαν «κοριτσάκι μου, πρέπει να πας στο θέατρο». Και έγινε.

*Δεν είχα καθόλου την αίσθηση ότι πρέπει να κάνω κάτι καλά. Αυτό δηλαδή που παθαίνουμε μετά οι ηθοποιοί. Έκανα αυτό που μου έλεγαν με μια λαχτάρα φοβερή, διάβαζα το κείμενο και σαν κάτι να μου άνοιγε. Και όταν το έλεγα κιόλας, αισθανόμουν υπέροχα. Αισθανόμουν μια πρωτοφανή, καινούρια δύναμη που δεν την είχα και η οποία είχε εξαφανιστεί τελείως με το χαμό της μαμάς. Ε, και με το που μου είπαν «πρέπει να πας στο θέατρο», έπιασα τον μπαμπά μου και του το ‘πα, μες τα κλάματα βέβαια, και με άφησε.

*Ο μπαμπάς μου μού έδωσε ένα μάθημα κάποια στιγμή που δεν το κατάλαβα τότε ως μάθημα. Ήμουνα 16 και κάπνιζα. Κρυφά φυσικά. Και επειδή ήταν αυτή η περίοδος της εφηβείας πάρα πολύ έντονη, είχαμε και πολλούς καυγάδες. Γιατί εγώ ήθελα να βγαίνω, εκείνος ήταν ένας άνθρωπος μόνος του, δεύτερη φορά χήρος, πολύ δύσκολη ζωή και για αυτόν, πάρα πολύ. Αλλά τότε δεν μπορούσα να το σκεφτώ αυτό, σκεφτόμουν μόνο το δικό μου. Σε έναν, λοιπόν, τρικούβερτο καυγά, πηγαίνει και παίρνει τα τσιγάρα του. Εγώ δεν κάπνιζα μπροστά του, άρα δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι το ξέρει. Οπότε πάει, παίρνει το πακέτο, ανάβει ένα τσιγάρο και, ξαφνικά, μού ρίχνει ένα περίεργο βλέμμα, πολύ όμως ήσυχο, και μου λέει «πάρε». Και μου έδωσε τσιγάρο. Ήταν η μεγαλύτερη πράξη συμφιλίωσης. Την κρατάω πραγματικά και τώρα γιατί νομίζω ότι είναι σπουδαίο πράγμα το να καταλαβαίνεις ξαφνικά τη θέση του άλλου και να συμφιλιώνεσαι.

*Η μαμά μου ήταν εκείνη που με μύησε στον κόσμο της Τέχνης.

*Ένα καλοκαίρι που ξεχωρίζω στο μυαλό μου; Συνδυάζεται με κάτι πολύ προσωπικό. Ήμουν πάρα πολύ τυχερή γιατί έκανα έναν γιο αλλά μέσα σε έναν πολύ δύσκολο γάμο. Το πρώτο καλοκαίρι, λοιπόν, που κατάφερα και χώρισα, είχαμε πάει περιοδεία με τις «Νεφέλες» στο Κρατικό Θέατρο και είχαμε γυρίσει σχεδόν όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Ήταν το καλοκαίρι που ένιωθα σαν να ξαναβρήκα τη ζωή και το γέλιο. Θυμάμαι ότι γελούσαμε όλοι και εγώ ξαφνικά σοβάρεψα και είπα «Θεέ μου, γελάω». Ήταν ένα καλοκαίρι με το οποίο ξετρελάθηκα γιατί ήταν σαν να επέστρεψα στη ζωή. Και ήταν με τον κόσμο του θεάτρου, με ανθρώπους που είμαι ακόμα μέχρι σήμερα κοντά. Κοιμόμασταν ελάχιστα, είχα και τον Κωνσταντίνο μικρό μαζί μου και ένιωθα ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή.

Για πολλά χρόνια ανέτρεχα πολύ στο παρελθόν. Το παρόν πιο συχνά το έχανα. Εκτός από όταν ήμουν στο θέατρο, που εκεί δεν το χάνεις. Μένεις πιστή στη στιγμή.

*Κατανοώ ότι πάντα, ενώ προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο, μπορεί να κάνεις κάποιο λάθος. Νομίζω ότι κανένας γονιός δεν έχει μείνει αλώβητος από κάποιο παράπονο του παιδιού του. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει, φυσικά, παρά σε λίγους η πρόθεση γι' αυτό. Θυμάμαι ότι χαιρόμουν να τον μεγαλώνω πιο ελεύθερο. Έμαθε να αγαπάει το θέατρο. Περίπου οχτώ χρονών, είχε έρθει να δει τη «Νύχτα της Ιγκουάνα», που είχαμε κάνει με τον Βουτσινά. Κι ήταν πολύ κουρασμένος. Τένεσι Ουίλιαμς, είπα θα του πέσει βαρύ. Είναι ένα έργο που μιλάει για τη μοναξιά. Του λέω, «αγάπη μου φύγε κι έλα άλλη μέρα». Μου λέει «θα μείνω». Οπότε, έρχεται μετά στο καμαρίνι, τελείως βουρκωμένος, μπαίνει στη ντουλάπα που κρεμάμε τα ρούχα μας, με τραβάει κι εμένα μέσα και μου λέει «δεν θα σε αφήσω ποτέ μόνη, να το ξέρεις, ποτέ». Ευτυχώς δεν τον κράτησε τον λόγο του. Έφτασε μέχρι την Κίνα ο γιος μου. Αλλά αυτό που κατάλαβα τότε ήταν η δύναμη που έχει το θέατρο. Ήταν πολύ δυνατή στιγμή.

*Για πολλά χρόνια ανέτρεχα πολύ στο παρελθόν. Το παρόν πιο συχνά το έχανα. Εκτός από όταν ήμουν στο θέατρο, που εκεί δεν το χάνεις. Μένεις πιστή στη στιγμή. Όσο για το μέλλον, επειδή ο θάνατος της μαμάς μου έγινε ξαφνικά, είχα πάντα τεράστιο φόβο με τα ξαφνικά. Και ίσως γι' αυτό με θεράπευσε σε πολύ μεγάλο βαθμό το θέατρο. Το ήθελα, το αποζητούσα. Γιατί εκεί ήξερα το τέλος. Ήξερα όλη την ιστορία. Δεν μπορούσε να με ξαφνιάσει μια ξαφνική απελπισία, από αυτές που έρχονται στη ζωή. Οπότε το μέλλον πολύ λίγες φορές το έβλεπα αισιόδοξα. Ενώ ήμουν αισιόδοξη όταν ήμουν μικρή, φοβόμουν τι μπορεί να φέρει. Ότι μέσα στα πολύ καλά, μπορεί να φέρει και κάτι που είναι πάρα πολύ κακό. Τώρα είμαι πολύ στο παρόν. Είναι η πρώτη περίοδος που μπορώ να είμαι στο παρόν. Και αυτά τα χρόνια που είμαι στο παρόν, κάνω πολύ λιγότερο θέατρο. Από θέληση.

Τώρα είμαι πολύ στο παρόν. Είναι η πρώτη περίοδος που μπορώ να είμαι στο παρόν. Και αυτά τα χρόνια που είμαι στο παρόν, κάνω πολύ λιγότερο θέατρο. Από θέληση.

*Προχθές έβαλα και τις δύο ταινίες του Wong Kar-wai, την «Ερωτική Επιθυμία» και το «2046» και τις είδα για τέταρτη φορά μέσα στα χρόνια. Πάντα ανακαλύπτω πράγματα που μου είχαν ξεφύγει. Ή έχω αλλάξει εγώ. Παίζει, δηλαδή, πολύ μεγάλο ρόλο η στιγμή. Και το «2046», θυμάμαι, μιλάει για αυτήν τη στιγμή. Τη μια στιγμή που θα είμαστε μαζί. Ή για το ότι αν δεν έρθει αυτή η στιγμή που θα είμαστε μαζί, θα είμαστε μονίμως χώρια. Ή για το πόσο ανοιχτός είσαι κάποια στιγμή και πόσο κλειστός μια άλλη. Που αυτό μπορεί να σου συμβεί και μέσα στην ίδια μέρα. Γενικά, όταν κάτι είναι πάρα πολύ όμορφο, έχω ανάγκη να το δω. Έχω ανάγκη από την ομορφιά. Τη χρειάζομαι. Και όταν λέμε ομορφιά, ομορφιά μπορεί να είναι το περπάτημα που κάνει αυτή η γυναίκα στην «Ερωτική επιθυμία», που το βλέπεις και κάτι χαίρεται μέσα σου. Ή η φύση, που επίσης αγαπώ πολύ.

Νομίζεις ότι άμα είσαι «Μαριλού», η ζωή θα είναι πιο εύκολη. Γιατί η ζωή της ήταν αριστούργημα. Δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν, είχε τις πεποιθήσεις και τις αγάπες της και βουτούσε σε όλα με πάθος.

*Όταν διάβασα την «Τούρτα της Μαμάς», είπα, «Θεέ μου τι ωραίος ρόλος είναι αυτός, πώς θα τον κάνω εγώ;». Πραγματικά απόρησα για το ότι σκέφτηκαν εμένα. Γιατί σου έρχεται μια γυναίκα λίγο στυλ Μελίνας, μια πολύ πιο εντυπωσιακή προσωπικότητα. Αλλά ήμασταν μες στον Covid, ήξερα ότι θέατρο δεν θα γίνει εύκολα και είπα, «άι στο καλό, ας πω ένα ναι στη τηλεόραση», γιατί ήταν ο Ρήγας και ο Αποστόλου που γράφουν υπέροχα. Τι έγινε όμως; Kάναμε fitting τα πρώτα ρούχα που ήταν πολύ νόστιμα, καθημερινά και πάμε στον Ρήγα να μας δει. Και λέει, «λοιπόν, πέταξέ τα όλα και βρες τα πιο εξαντρίκ, τα πιο τρελά φουστάνια, μη σκεφτείς τίποτα». Και η αλήθεια είναι ότι μόλις έφτιαξαν το ρούχο, την περούκα και το μακιγιάζ, από το τρίτο -τέταρτο γύρισμα, όλοι μου οι φόβοι εξαφανίστηκαν. Ένιωσα ότι μπορώ να είμαι αυτή. Και δεν ήταν καθόλου ο χαρακτήρας μου. Είναι όμως ένας χαρακτήρας που θα ήθελες, νομίζω, να τον έχεις. Νομίζεις ότι άμα είσαι «Μαριλού», η ζωή θα είναι πιο εύκολη. Γιατί η ζωή της ήταν αριστούργημα. Δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν, είχε τις πεποιθήσεις και τις αγάπες της και βουτούσε σε όλα με πάθος.

Η αγένεια ή η έλλειψη οποιουδήποτε σεβασμού είναι για μένα «κόκκινη» γραμμή.

*Ωραία χρόνια ήταν για μένα τα χρόνια του «Αμόρε». Τα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία. Αλλά και το τώρα μου μ' αρέσει πολύ γιατί στην ηλικία αυτή πια καταλαβαίνεις ότι η ευτυχία που κυνηγούσαμε πάντα από μικρά, δεν υπάρχει. Θυμάμαι τον Παπαδιαμάντη στη «Γυφτοπούλα» που λέει ότι «διήρκεσε δε η τελευταία αύτη ευτυχία του Μάχτου τρεις όλας ημέρας, τον μακρότατον και μυθώδη χρόνον, ον δύναται να διαρκέση πάσα ευτυχία επί της γης». Το οποίο όταν το είχα διαβάσει είπα «μα τι λέει;». Και μετά συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι, ακριβώς αυτό, κυνηγάμε κάτι το οποίο δεν υπάρχει. Σε αυτήν την ηλικία, λοιπόν, έχω μεγάλη εκτίμηση και αγάπη στην ηρεμία και στην ησυχία. Στο να μπορείς να καθίσεις ήρεμος με τους δικούς σου ή μόνος σου και να πεις «ζω, υπάρχω».

*Η αγένεια ή η έλλειψη οποιουδήποτε σεβασμού είναι για μένα «κόκκινη» γραμμή. Το να μιλήσεις άσχημα, το να φερθείς άσχημα. Η ηρωίδα αυτή στη «Νύχτα της Ιγκουάνα», όταν κάποια στιγμή τη ρωτάνε για κάτι, «μα δεν το βρίσκετε χυδαίο;», εκείνη απαντάει, «τίποτα στη ζωή δεν είναι χυδαίο, εκτός από την κακία και τη βία».

Δεν φοβάμαι τον θάνατό μου. Φοβάμαι πάρα πολύ να μην συμβεί σε κάποιον που αγαπάω αλλά τον δικό μου δεν τον φοβάμαι.

*Αν έχω καταλήξει σε κάποιο νόημα γύρω από τη ζωή, αυτό έχει να κάνει με το να επιθυμώ την ηρεμία μου και να μην παίρνω τα πράγματα στα σοβαρά, να μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, που δεν το έκανα και ποτέ. Αλλά και τα πράγματα, να βλέπω ότι μπορούν με σκέψη και κουβέντα να μαλακώνουν οι αιχμές. Όταν, βέβαια, λέω δεν παίρνω στα σοβαρά, δεν εννοώ ότι γλιτώνεις από τα σοβαρά ή από τον πόνο. Γιατί πέρασα και κάτι πολύ δύσκολο. Η εξάχρονη εγγονή μου στα τρία της έπαθε λευχαιμία και αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να έρθει. Από τα 14 μου, ξαφνικά, στα 67 να περάσω πάλι δίπλα από έναν καρκίνο ο οποίος θα με σακάτευε αλλά ευτυχώς η επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ. Αυτό που έχει καταφέρει στην παιδική λευχαιμία είναι αξιοθαύμαστο. Πιστεύω στην επιστήμη πολύ ενώ είμαι και μεταφυσική.

Η Καίτη (σ.σ. Κωνσταντίνου) είναι ο καλύτερος, ο πιο καθαρός άνθρωπος που γνώρισα. Κι ενώ την ήξερα μόνο πέντε χρόνια, την αγάπησα πάρα πολύ.

*Αγαπημένη πεποίθηση γύρω από τα μεταφυσικά; Aς πούμε, δεν φοβάμαι τον θάνατό μου. Φοβάμαι πάρα πολύ να μην συμβεί σε κάποιον που αγαπάω αλλά τον δικό μου δεν τον φοβάμαι. Και με έχει ησυχάσει μια εμπειρία που είχα σε μια επέμβαση, που είχα νιώσει ότι ενώνομαι με ένα πολύ φωτεινό σκοτάδι και πετούσα μέσα σε αυτό. Ήμουν πολύ μικρή τότε, 25 χρονών. Αλλά αισθάνομαι ότι αυτό ήταν σαν μια μνήμη. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι ίσως είναι αλήθεια ότι ερχόμαστε από κάπου, περνάμε μια περίοδο εδώ και μετά, όταν φεύγουμε, ξαναγυρνάμε σε αυτό το κάτι, πιο γνώστες κάποιων πραγμάτων εδώ που όμως όταν είμαστε εκεί τα ξεχνάμε. Αυτή η σκέψη μου αρέσει πολύ και δεν με ενδιαφέρει αν ισχύει ή δεν ισχύει. Με βοηθάει να ησυχάζω. Είμαστε παροδικοί και στο χέρι μας είναι όσο είμαστε εδώ να μάθουμε πράγματα.

Στη δύσκολη στιγμή με ένα περίεργο τρόπο δυναμώνω. Κάνω μια τεράστια προσπάθεια και χειρίζομαι πράγματα που μπορεί σε μία πιο ήρεμη κατάσταση να μην τα χειριστώ καλά.

*Η Καίτη (σ.σ. Κωνσταντίνου) είναι ο καλύτερος, ο πιο καθαρός άνθρωπος που γνώρισα. Κι ενώ την ήξερα μόνο πέντε χρόνια, την αγάπησα πάρα πολύ. Πέρυσι κάναμε μια παράσταση μαζί και πέρασα μαζί της και όλα τα στάδια της αρρώστιας και τη γενναιότητά της και τη σιγουριά της ότι όλο θα πάνε καλά. Κι εγώ πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα το ξεπεράσει, αλλά κοροϊδευτήκαμε και οι δύο. Υπέροχη ηθοποιός και υπέροχος άνθρωπος. Ανοιχτή, χωρίς δεύτερη σκέψη, ντόμπρα.

*Στη δύσκολη στιγμή με ένα περίεργο τρόπο δυναμώνω. Κάνω μια τεράστια προσπάθεια και χειρίζομαι πράγματα που μπορεί σε μία πιο ήρεμη κατάσταση να μην τα χειριστώ καλά. Φυσικά πάντα παίζουν ρόλο οι φίλοι και η οικογένεια. Το δύσκολο είναι όταν περάσει η στιγμή αυτή και έρθει μετά η κατάρρευση. Αυτό το έχω σαν μνήμη από την εγγονή μου, που η κατάρρευση ήρθε μετά. Που πια νιώθεις ότι φοβάσαι τα πάντα. Ευτυχώς όμως είναι τόσο καλά το μικρό που τώρα το ξεπερνάω.

*Μια φίλη μου με φώναζε «σιδερένια πεταλούδα». Γιατί, πραγματικά, αν έχω πολλά πράγματα να κάνω, θα τα καταφέρω. Άμα έχω ένα πράγμα, μπορεί να τεμπελιάσω όλη μέρα.

*Το αγαπημένο μου μέρος στη γη είναι η Καβάλα. Τα πιο πολλά καλοκαίρια μου τα περνάω εκεί. Είναι ωραίο αυτό το συναίσθημα, ότι γυρίζεις κάπου που νιώθεις μια άλλου είδους ασφάλεια. Είναι σαν να έχεις ένα σπίτι μόνιμο από τότε που γεννήθηκες. Μια ψυχή που σε περιμένει. Γιατί, αυτό το σπίτι, πιστεύω σίγουρα ότι έχει ψυχή.

*Νομίζω ότι δεν καταλαβαίνουμε την προσωρινότητά μας. Και ξεχνάμε ότι λίγο - πολύ είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια πράγματα. Άρα, θα έπρεπε να βρούμε μια αλληλεγγύη. Αυτό που βρίζει ο ένας τον άλλον είναι απόρροια όλου αυτού του τρεξίματος που κάνουμε, του ότι είμαστε ισχυρογνώμονες. Λίγο να καθίσουμε και να σκεφτούμε, «μωρέ μήπως έχει κι ο άλλος ένα δίκιο;». Αυτό το έχουμε χάσει οπότε δεν μπορούμε να βρούμε και χαρά. Γιατί ο καθένας τρέχει πίσω από ένα δικό του παραμύθι ενώ τα παραμύθια είναι για να τα μοιράζεσαι.  

*Σίγουρα θα υπάρχουν πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει αλλά, από τη στιγμή που τα έκανα, δεν λέω ποτέ «γιατί πήρα αυτήν την απόφαση». Δέχομαι ότι η επιλογή μου ήταν λάθος. Και ηρεμώ. Και, σίγουρα, το να μην έκανα κάτι, μου είναι πιο οδυνηρό από αυτά που έκανα.

Όταν κάτι είναι πάρα πολύ όμορφο, έχω ανάγκη να το δω. Έχω ανάγκη από την ομορφιά. Τη χρειάζομαι.

*Κάποιο μυστικό φροντίδας της ψυχής μου; Ποτέ δεν παύω να κοιτώ, όπου και να είμαι, να βρω κάτι που να μου αρέσει. Είναι σχεδόν σαν εμμονή. Κι όταν λέμε να μου αρέσει, να μου αρέσει ένα λουλούδι, το πώς το έχουν φυτέψει στο τάδε παρκάκι. Θα καθίσω και θα το παρατηρήσω και θα με ησυχάσει κιόλας. Την ομορφιά γύρω μου θέλω πάρα πολύ να την ανακαλύπτω. Και δεν χρειάζεται να είναι κάτι φοβερό και τρομερό. Μπορεί να είναι η εξωτερική πόρτα ενός σπιτιού στην Κυψέλη, που έχει κάτι παλιά σπίτια υπέροχα. Μπορώ να κάτσω μπροστά σε μια είσοδο και να σκέφτομαι πώς περνούσαν οι άνθρωποι τότε και πώς κάθισε και το σκέφτηκε αυτός και έκανε αυτήν την πόρτα. Γενικά ό,τι όμορφο φτιάχνουν οι άνθρωποι ή η φύση είναι τα πράγματα που ηρεμούν την ψυχή μου.

*Υπάρχει κάτι που σχεδιάζω για τον χειμώνα. Αλλά ακόμα δεν μπορούμε να το πούμε. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι πρόκειται για μονόλογο στο θέατρο που θέλω να τον κάνω πολύ. Και μακάρι να γίνει. 

*Η ευχή μου για το μέλλον είναι να είναι γεροί και δυνατοί αυτοί που αγαπάω.

*Το τέλειο γεύμα. Σίγουρα μια σούπα γιατί αγαπάω πολύ τις σούπες. Και θα ήθελα, με έναν τρόπο μαγικό, να μου σερβίρουν το ψητό κατσαρόλας που έκανε η μαμά μου όταν ήμουν μικρή. Παρ’ όλο που δεν είμαι και πολύ κρεατοφάγος, είναι κάτι που μου έχει μείνει. Ακόμα αυτήν τη γεύση δεν την έχω ξαναβρεί.


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

Exit mobile version