Τέλη της δεκαετίας του 1990. Η Jocelyne Wildenstein βρισκόταν στο Ol Jogi, το οικογενειακό ράντσο στην Κένυα, όταν έλαβε το μήνυμα. «Είσαι ελεύθερη να έρθεις στη Νέα Υόρκη, αλλά μου είναι αδύνατο να σε αφήσω να έρθεις στο #11», της έγραψε ο Alec σε ένα φαξ, στα γαλλικά, τη γλώσσα που μιλούσαν μεταξύ τους. Το #11 ήταν το αρχοντικό της οικογένειας, στον αριθμό 11 της East 64th Street, και η Jocelyne σκέφτηκε ότι για τόσο αδύναμος άντρας, έκανε μια πολύ δυναμική κίνηση για να την εξορίσει.
«Έχω πολλά δείπνα και θα διασκεδάσω στο σπίτι αυτή την εβδομάδα» ήταν η μόνη δικαιολογία που της έδωσε. Και έτσι, στις 2 Σεπτεμβρίου, πέταξε στο σπίτι της. «Ήθελα - πώς το λένε;- να του πω ότι μπλοφάρει», λέει η Jocelyne.
Και εκτός αυτού, είχε προεδρεύσει στην αναδιακόσμηση του σπιτιού, επιλέγοντας υφάσματα που θα ταίριαζαν με τους δέκα πίνακες του Bonnard στο ομώνυμο δωμάτιο.
Με μια 19χρονη Ρωσίδα
Μπαίνοντας από την μπροστινή πόρτα στο επίπεδο του δρόμου, η Jocelyne πήρε το ασανσέρ για τον τρίτο όροφο και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Alec, ο οποίος κρατούσε με το ένα χέρι μια πετσέτα γύρω από τη μέση του και με το άλλο το πιστόλι του, ένα ημιαυτόματο με την επιγραφή AW1 στη λαβή.