ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Η διπλή κληρονομιά της Οριάνα Φαλάτσι: Μπορούν τα στερνά να αναιρέσουν τα πρώτα;

Η διπλή κληρονομιά της Οριάνα Φαλάτσι: Μπορούν τα στερνά να αναιρέσουν τα πρώτα; 1
Getty Images/ Ideal Image

Υπήρξε η πιο διάσημη δημοσιογράφος στον κόσμο, παίρνοντας συνεντεύξεις από τους σημαντικότερους άνδρες του αιώνα της. Επιβίωσε από απόπειρα δολοφονίας, ερωτεύτηκε τον Παναγούλη, πέταξε το τσαντόρ μπροστά στον Χομεϊνί. Κι όμως, η ίδια που έσπαγε τα ταμπού του αυταρχισμού, αργότερα βούτηξε την πένα της στον μισανθρωπισμό.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Η Οριάνα Φαλάτσι, αυτή η αδάμαστη δύναμη της φύσης, γεννήθηκε μέσα στον καπνό και τον φόβο της Φλωρεντίας του 1929, πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πέθανε το 2006, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Αυτά τα δύο φρικτά γεγονότα διαμόρφωσαν τόσο τη γραφή της όσο και την κοσμοθεωρία της. Στην ενήλικη ζωή της έγινε η φωνή που κανείς δεν ήθελε να ακούσει αλλά όλοι έπρεπε να προσέξουν: πήρε συνεντεύξεις από αυταρχικούς και ηγέτες πολέμου, αντιμετώπισε τον Χομεϊνί και σήκωσε μπροστά του το τσαντόρ, καταγράφοντας με απόλυτη αφοσίωση τη σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και προσωπικής ανυπακοής.

Και όμως, η ίδια που με την πένα της έσπαγε τα ταμπού του αυταρχισμού, αργότερα βούτηξε την ίδια πένα στον μισανθρωπισμό: η κριτική της στο Ισλάμ και η αντίθεσή της στους γάμους των ΛΟΑΤΚΙ+ αφήνουν μια κληρονομιά αμφιλεγόμενη, σκοτεινή, που χωράει τόσο θαυμασμό όσο και αμφισβήτηση. Η ζωή και το έργο της Οριάνα Φαλάτσι αποτελούν παράδειγμα αφοσίωσης στην αλήθεια και το θάρρος, αλλά και προειδοποίηση για τους κινδύνους του ακραίου λόγου και της προκατάληψης. Η κληρονομιά της παραμένει αμφιλεγόμενη, αλλά αναμφίβολα σημαντική για την κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων του 20ού αιώνα.

«Πάντα θεωρούσα την ανυπακοή προς τον καταπιεστή ως τον μόνο τρόπο να αξιοποιήσεις το θαύμα τού να έχεις γεννηθεί»

Η Οριάνα Φαλάτσι γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 29 Ιουνίου 1929. Ο πατέρας της, Έντοαρντο Φαλάτσι, ήταν μαραγκός αλλά πάνω απ’ όλα πολιτικός αγωνιστής, ένας άντρας που πολεμούσε τη φασιστική δικτατορία του Μουσολίνι. Αγαπούσε τα έργα του Προυστ και δίδαξε στην κόρη του από μικρή να πυροβολεί, να κυνηγά και να αντέχει τον πόνο χωρίς παράπονα. Όλα αυτά θα της χρησίμευαν σύντομα. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η 13χρονη Οριάνα εντάχθηκε στην ιταλική αντιφασιστική αντίσταση Giustizia e Libertà κι αργότερα έλαβε πιστοποιητικό ανδρείας από τον ιταλικό στρατό. Σε μεταγενέστερη συλλογή της το 1976 έγραψε: «Είτε προέρχεται από δεσποτικό μονάρχη είτε από εκλεγμένο πρόεδρο, από φονικό στρατηγό ή αγαπημένο ηγέτη, βλέπω την εξουσία ως απάνθρωπο και μισητό φαινόμενο… Πάντα θεωρούσα την ανυπακοή προς τον καταπιεστή ως τον μόνο τρόπο να αξιοποιήσεις το θαύμα τού να έχεις γεννηθεί».

Μετά το σχολείο, πέρασε σύντομο διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, σπουδάζοντας ιατρική και χημεία, και αργότερα λογοτεχνία, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές της πριν ολοκληρωθούν. Ο θείος της ο Βρούνο, δημοσιογράφος και ο ίδιος, την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Μικρή έφηβη με μπαλαρίνες, αρχικά οι συνάδελφοί της την υποτίμησαν ως «παιδάκι». Όμως η Φαλάτσι ήταν σκληρή και προοδευτικά ταλαντούχα. Στα δεκαέξι της ήταν ήδη ειδική ανταποκρίτρια για την εφημερίδα Il Mattino dell’Italia Centrale (1946). Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 έγραφε για το “L’Europeo,” που την έστειλε στο Χόλιγουντ για ένα μήνα το 1957. «Ήταν εύθραυστη», θυμάται ένας σύντροφός της, «αλλά χρησιμοποιούσε την επιθετικότητα ως ασπίδα. Επιτίθετο πρώτη. Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί συχνά την φοβόντουσαν».

«Οι Κομμουνιστές είναι υπέροχοι ενώ πολεμούν κι ανυπόφοροι όταν κερδίζουν»

Και όχι μόνο οι Αμερικανοί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, άρχισε να στρέφει το «αιχμηρό, Τοσκάνικο μάτι» της στον υπόλοιπο κόσμο. Το “L’Europeo” την έστειλε σε μια προ-φεμινιστική περιοδεία σε Τουρκία, Πακιστάν, Ινδία, Μαλαισία, Χονγκ Κονγκ και Ιαπωνία. Έγραφε για τις συναντήσεις της με «Μουσουλμάνες που δεν φορούν πια το πέπλο και είναι αξιοσέβαστες κι ελεύθερες, αλλά και δυστυχισμένες, όπως κι εμείς στη Δύση». Το 1961 δημοσίευσε αυτό το ρεπορτάζ ως βιβλίο, με τίτλο “The Useless Sex,” και ακολούθησε το 1962 με το μυθιστόρημα “Penelope at War,” για την ταραγμένη ερωτική ζωή της. Αλλά πριν περιοριστεί ως ανατόμος των νέων πολέμων των φύλων, η Φαλάτσι άλλαξε πορεία και αφιέρωσε σχεδόν έναν χρόνο στην κάλυψη του αμερικανικού διαστημικού προγράμματος. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε στο Βιετνάμ.

Η Φαλάτσι ήταν ήδη διασημότητα και ίσως αυτό την έκανε νευρική. Βουτώντας σε ζώνες μάχης, γύριζε στις βασικές αρχές που είχε απορροφήσει το 1943 και αναζωπύρωνε την περιφρόνησή της για την υποκρισία, που την έκανε καχύποπτη τόσο προς τους Αμερικανούς όσο και προς τους Βιετκόνγκ.

Στην τελευταία της αναφορά από τη σύγκρουση, όταν οι Βορειοβιετναμέζοι προχωρούσαν στη Σαϊγκόν, προέβλεψε τόσο τη νίκη όσο και τις συνέπειες της σταλινικής κυριαρχίας και των στρατοπέδων επανεκπαίδευσης: «Οι Κομμουνιστές είναι υπέροχοι ενώ πολεμούν, και ανυπόφοροι όταν κερδίζουν». Στη διάρκεια της σφαγής στο Tlatelolco το 1968 στο Μεξικό, την πυροβόλησαν τρεις φορές, την έσυραν από τα μαλλιά και την άφησαν σχεδόν νεκρή στο έδαφος. Όμως επέζησε και η μαρτυρία της αποτέλεσε κρίσιμο στοιχείο κατά της κυβέρνησης.

«Σε ποιον βαθμό, σας συναρπάζει η εξουσία;»

Η δεκαετία του ’60 την βρήκε να ξεκινάει τις συνεντεύξεις: πρώτα με ανθρώπους της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου (Gli antipatici, 1963) κι αργότερα με ηγέτες, όπως καταγράφεται στο Intervista con la storia (1973). Τη δεκαετία του ’70 έγινε η πιο διάσημη δημοσιογράφος στον κόσμο. Συνάντησε τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Σάχη του Ιράν, τον εθνοπατέρα του Μπαγκλαντές Σέιχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν και, φυσικά, τον Χομεϊνί, σε συνεντεύξεις που δεν ήταν απλώς συνομιλίες, αλλά πόλεμοι χαρακωμάτων.

«Σε ποιον βαθμό, σας συναρπάζει η εξουσία;» ρώτησε τον Henry Kissinger. (Η απάντηση, αναμενόμενη και μη πειστική, ήταν καθόλου). Οι συνομιλίες της είναι αιχμηρές, τεκμηριωμένες, συχνά ψυχαγωγικές: πρόκειται για διπλές εφευρέσεις όπου η συνεντευξιάστρια είναι βασική παρουσία, παίζοντας ενεργό ρόλο. Με αυτόν τον τρόπο, ίσως διαμόρφωσαν το σύγχρονο μιντιακό τοπίο με την προτίμηση στον έντονο διάλογο ή τη δημόσια αντιπαράθεση. Ολόκληρη η ζωή της ήταν ένας πόλεμος ενάντια στη γραμμή του κόμματος, το πολιτικά εύκολο, τη συναρμολογημένη γνώμη, και ποτέ δεν σταμάτησε να αγωνίζεται, τουλάχιστον στο χαρτί. Ευθύνεται ίσως ο θείος Μπρούνο, που της εμφύσησε από μικρή το κύριο δημοσιογραφικό δόγμα: «Πρώτα απ’ όλα, μην κάνεις τον αναγνώστη να βαρεθεί!» Από την αρχή ως το τέλος, σχεδόν ποτέ δεν το έκανε.

Ο έρωτας με τον Παναγούλη

Το 1973, η Φαλάτσι ταξίδεψε στην Αθήνα για να συναντήσει και συνεντευξιάσει τον Αλέκο Παναγούλη. Ο Παναγούλης, ο οποίος είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο το 1968 και είχε υποστεί βασανιστήρια και φυλάκιση για πέντε χρόνια, είχε μόλις αποφυλακιστεί. Αυτή η συνάντηση εξελίχθηκε σε μία τριετή σχέση, γεμάτη πάθος, πολιτική ένταση και προσωπικές αντιφάσεις. Η Φαλάτσι, 44 ετών τότε, κι ο Παναγούλης, 34, βρέθηκαν να μοιράζονται έναν έρωτα που ξεπερνούσε τα σύνορα της πολιτικής και της προσωπικής τους ζωής.

Η σχέση τους υπήρξε έντονα συναισθηματική και πολιτικά φορτισμένη. Η Φαλάτσι, με τον δημοσιογραφικό της ακτιβισμό και την αφοσίωσή της στην αλήθεια, βρήκε στον Παναγούλη έναν άνθρωπο που ενσάρκωνε την αντίσταση και την προσωπική θυσία για την ελευθερία. Από την άλλη, ο Παναγούλης, με την ιδεολογική του αφοσίωση και την εμπειρία του από τον αγώνα κατά της δικτατορίας, βρήκε στην Φαλάτσι μια σύμμαχο και ερωμένη που κατανοούσε και συμμεριζόταν τις πολιτικές του αξίες.

Το 1976 ο Παναγούλης πεθαίνει σε ένα ύποπτο τροχαίο, το οποίο η Φαλάτσι πίστευε ότι ήταν αποτέλεσμα πολιτικής συνωμοσίας. Ο πόνος και η απώλεια αυτή την οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου "Un Uomo" ("Ένας Άντρας"), το οποίο αποτελεί ένα βιογραφικό μυθιστόρημα για τη ζωή και τον αγώνα του Παναγούλη, αλλά και για την ίδια τη σχέση τους.

Όταν έβγαλε το τσαντόρ μπροστά στον Χομεϊνί

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1979, η Οριάνα Φαλάτσι δημοσίευσε μια συνέντευξη που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στην ιστορία. Μια συνέντευξη με τον Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, λίγο μετά τη νίκη της Ισλαμικής Επανάστασης, όταν το Ιράν είχε αλλάξει μορφή μέσα σε λίγες νύχτες και κάθε γυναίκα γνώριζε ότι το σώμα της ήταν πλέον δημόσιο πεδίο πολιτικών συμβολισμών.

Η Φαλάτσι ήταν ένας θόρυβος μέσα στη σιωπή της θεοκρατίας, ένα βλέμμα που προκαλούσε τις προκαταλήψεις και τα πρωτόκολλα. Έφτασε στην Τεχεράνη φορώντας τσαντόρ, όπως απαιτούσαν τα ιρανικά πρωτόκολλα, έχοντας αφήσει πίσω της κραγιόν και βερνίκι νυχιών, έναντι της υποχρεωτικής σεμνότητας. Έπρεπε ακόμα να τελέσει έναν «προσωρινό γάμο» με τον διερμηνέα της, ένα τελετουργικό που κατέληξε σε μεγάλη γκάφα, αφού τελικά κατά λάθος είπε το «ναι» στον ιερέα αντί για τον διερμηνέα!

Στη συνέντευξή της η Φαλάτσι κατηγορεί τον Χομεϊνί για καταπίεση, για φυλετικό και έμφυλο διαχωρισμό, για νόμους αιώνων που επαναφέρονταν με ακραία αυστηρότητα. Έθεσε ερωτήσεις που κανείς δεν τόλμησε, ρωτώντας γιατί η μουσική και το κρασί θεωρούνταν αμαρτία όταν ο ίδιος ο Πάπας έκανε τα ίδια. Κάθε λέξη της ήταν μια πρόκληση, κάθε απάντηση του Χομεϊνί ένα χτύπημα στην αίσθηση της λογικής.

Όταν ο Χομεϊνί, σε μια προσπάθεια να περιορίσει την αμφισβήτηση, της είπε ότι το τσαντόρ ήταν για «νέες, αξιοσέβαστες γυναίκες», εκείνη σηκώθηκε, κοίταξε τον Αγιατολάχ στα μάτια και το έβγαλε. «Σας ευχαριστώ. Θα το βγάλω αμέσως, αυτό το ηλίθιο μεσαιωνικό κουρέλι», είπε. Και το τσαντόρ έπεσε στο πάτωμα. Τότε ο Χομεϊνί αποχώρησε.

Το άλλο πρόσωπο της Φαλάτσι

Ναι, η Φαλάτσι ήταν ισλαμοφοβική και ομοφοβική. Η κληρονομιά της είναι μια μίξη θάρρους και προβληματικότητας: θρασύτητα στο βλέμμα της Δύσης, αλλά αμείλικτη, συχνά εχθρική ρητορική για το Ισλάμ, τους Μουσουλμάνους στην Ευρώπη, και την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Για την Φαλάτσι, δεν υπάρχουν μουσουλμάνοι και ισλαμιστές, πίστη και δόγμα. Στη γραφή της οι έννοιες αυτές είναι ταυτόσημες. Όλοι οι μουσουλμάνοι είναι είτε υποχείρια της πίστης τους είτε εν δυνάμει τρομοκράτες. «Οι γιοι του Αλλάχ πολλαπλασιάζονται σαν αρουραίοι» έγραφε. Η μετανάστευση είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της «Ευραραβίας», όπως αποκαλούσε την Ευρώπη, και οι ξένοι πρέπει να σέβονται τους κανόνες μας (τους ίδιους κανόνες που η ίδια δε σεβάστηκε στο Ιράν κι έγινε ηρωίδα;). Για τα παραπάνω, σήμερα είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους ακροδεξιούς κύκλους της Ιταλίας, μια έκβαση που η ίδια -δε μπορεί!- θα μισούσε.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Φαλάτσι στράφηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση κατά του Ισλάμ, γράφοντας τα βιβλία The Rage and the Pride, The Force of Reason και Oriana Fallaci intervista sé stessa – L’Apocalisse, που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα και την κατέστησαν σύμβολο της ισλαμοφοβικής φωνής στην Ευρώπη. Το The Rage and the Pride, όπως παρατηρεί ο Christopher Hitchens, ήταν «ένα είδος εγχειριδίου για το πώς να μην γράφεις για το Ισλάμ». Υιοθέτησε την αφήγηση ότι οι Μουσουλμάνοι «αποικίζουν την Ευρώπη» και χαρακτήριζε το Ισλάμ «μια λίμνη που δεν καθαρίζει ποτέ», ενώ στο ίδιο πνεύμα αντιτάχθηκε στους γάμους ατόμων του ίδιου φύλου και στις οικογένειες ΛΟΑΤΚΙ+, μιλώντας για «διαστρεβλωμένη αντίληψη της ζωής» και «ομοφυλοφιλικά λόμπι». Η φωνή της ήταν ταυτόχρονα θριαμβευτική και εχθρική, μια ανατριχιαστική σύζευξη θάρρους και προκατάληψης.

Όπως εξηγεί η βιογράφος της Cristina De Stefano, η τελευταία τριλογία της σχεδόν κατέστρεψε την καριέρα της, μετατρέποντάς την από σεβαστή διανοούμενη της αριστεράς σε σύμβολο ισλαμοφοβίας κι ομοφοβίας της ακροδεξιάς. Η De Stefano επισημαίνει ότι οι δηλώσεις της Φαλάτσι μετά την 11η Σεπτεμβρίου δεν ήταν προϊόν ώριμης πολιτικής σκέψης, αλλά ενός μίγματος οργής, μοναξιάς και ασθένειας. Βρισκόταν στο τέλος της ζωής της, μόνη, γράφοντας το τελευταίο βιβλίο της, και έβλεπε τις επιθέσεις ως το τέλος του κόσμου.

Φυσικά, τα τελευταία λόγια ενός ανθρώπου δεν αναιρούν ολόκληρη τη ζωή του. Αυτή ήταν η Φαλάτσι πριν την τριλογία της Ισλαμοφοβίας: μια γυναίκα που πέτυχε σπουδαία πράγματα και αποτέλεσε έμπνευση για πολλές γυναίκες. Η φεμινιστική της διάσταση βρίσκεται όχι στο να υποστηρίζει συγκεκριμένες ομάδες γυναικών, αλλά στο παράδειγμά της ως γυναίκας που έγινε δημοσιογράφος παγκοσμίου φήμης σε έναν χώρο κυρίως ανδροκρατούμενο, στην εφεύρεση μιας προσωπικής προσέγγισης στις πολιτικές συνεντεύξεις και στις εκατομμύρια πωλήσεις των μυθιστορημάτων της παγκοσμίως.


Το επεισόδιο που πρέπει να ακούσεις οπωσδήποτε πριν τις γιορτές

Λίγο πριν τις γιορτές, η Ειρήνη και η Έλενα μιλούν ειλικρινά για την άτυπη (και τελικά αόρατη) πίεση της τέλειας χριστουγεννιάτικης εικόνας.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ