ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Γιάννης Οικονομίδης – Σε Πρώτο Ενικό: Η «Σπασμένη Φλέβα» παράγει συναισθήματα και ψυχικούς κραδασμούς 1 Γιάννης Οικονομίδης – Σε Πρώτο Ενικό: Η «Σπασμένη Φλέβα» παράγει συναισθήματα και ψυχικούς κραδασμούς 2

Λίγες βδομάδες μετά την πρεμιέρα της «Σπασμένης Φλέβας», ο (σπουδαίος) Γιάννης Οικονομίδης μάς μιλά για τη νέα του ταινία, για το μονοπάτι που τον έφερε ενώπιόν μας επί της μεγάλης οθόνης και για τις «σπασμένες φλέβες» της ζωής μας γενικώς, που συχνά – πυκνά θυμίζει κάτι από κινηματογράφο. Ή μήπως το αντίστροφο; Ναι, ναι, εννοείται μας μιλάει και για το «Σπιρτόκουτο».

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΥΡΙΛΛΑΣ

Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους στη «Σπασμένη Φλέβα», ολόκληρη η ζωή σου – και του «Θωμά Αλεξόπουλου», του κεντρικού ήρωα (κατά κόσμον Βασίλη Μπισμπίκη) της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη – έχει ήδη περάσει μπροστά από τα μάτια σου, κυριολεκτικά. Ρώτησα φίλους που είδαμε την ταινία χώρια να μάθω πώς «έγραψε» σε εκείνους, να «μετρήσω» υπόκωφα πόσο φίλοι είμαστε. «Έφυγα ταραγμένος, όλοι φύγαμε ταραγμένοι», μου είπε ο Παναγιώτης. «Μας αναστάτωσε», μου είπε η Έφη κι ο Μάριος.

Τα ταραγμένα τους λόγια με ηρέμησαν. Ώρες ώρες αισθάνομαι ότι ο Οικονομίδης είναι το μόνο «στοιχείο» που επιβιώνει από έναν αναλογικό κόσμο σε μια πλήρως ψηφιοποιημένη και δυστοπική πραγματικότητα. Ίσως γιατί τις ταινίες του τις μαθαίνεις κατά βάση βιωματικά, όπως παλιά.  Κάποιος σου λέει μια ατάκα, εσύ δεν καταλαβαίνεις αρχικά αλλά γοητεύεσαι από αυτόν τον συνωμοτικό κώδικα που φέρνει μια λάμψη γέλιου στα μάτια και, κάπως έτσι, αρχίζεις να αναζητάς τρόπους να ανακαλύψεις τον κόσμο του. «Τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη;», μου έλεγε για χρόνια ο Μάκης. «Φτιάξ’το το μπουρδέλο σου», μου έλεγε ένα ολόκληρο καλοκαίρι η Μπέτη. Δεν καταλάβαινα τίποτα, κάπου πείσμωσα και έναν δεκαπενταύγουστο που στο σοκάκι του νησιού δεν έπεφτε καρφίτσα, τράβηξα τις κουρτίνες, πάτησα “play” και ξεκίνησα την τελετή μύησης στο άγρια όμορφο σύμπαν του Γιάννη Οικονομίδη με το θρυλικό πλέον «Σπιρτόκουτο».

Θυμάμαι να έχω τότε την ίδια αντίδραση με αυτήν που είχα και τώρα στη «Σπασμένη Φλέβα» αλλά και στη «Μπαλάντα». Εννοείται ότι δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη και ότι, όσο προχωρά η πλοκή, γνωρίζεις πώς ακριβώς μυρίζει το δωμάτιο που εκτυλίσσεται το στόρι, ιδρώνεις κι εσύ μαζί με τον πρωταγωνιστή και αγωνιάς για τον ίδιο λόγο που αγωνιά κι αυτός. Θα βγει ο Λουκάς από το μπάνιο; Θα δώσει πίσω η Όλγα το «μύριο» στον Σκυλογιάννη; Θα μαζέψει ως τη Δευτέρα τα λεφτά ο Αλεξόπουλος; Για την ιστορία, να πω ότι το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου, το καλοκαίρι εκείνο που πρωτοείδα το «Σπιρτόκουτο», θυμάμαι να πηγαίνω στη θάλασσα και επιτέλους να απαντάω στη Μπέτυ: «Πότε θα το φτιάξεις ρε φίλε; Τα Χριστούγεννα; Ναι ρε, τα Χριστούγεννα, όποτε γουστάρω εγώ, το Πάσχα με τον Άγιο Βασίλη», κι εκείνη να πανηγυρίζει γελώντας. Είναι τέτοια η δύναμη της επιδραστικότητας των ταινιών του Οικονομίδη που για λίγες μέρες, συγκεκριμένα από τις 27 Νοεμβρίου που βγήκε η ταινία στις αίθουσες και μέχρι να τη δουν όλοι στην ευρύτερη παρέα, η επικοινωνία μεταξύ μας έπασχε σοβαρά.

Είχαμε ξαφνικά χωριστεί σε αυτούς που έχουν δει τη «Φλέβα» και σε αυτούς που δεν την έχουν δει. «Άντε δες την να συνεννοηθούμε» ήταν η βασική επωδός, σεβόμενοι άπαντες τον απαράβατο κανόνα των σπόιλερ. Κι έπειτα είναι οι χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες των ταινιών του Οικονομίδη που, όσο λάθος και να ‘ναι, καταλήγεις να τους λατρεύεις. Μάλλον γιατί σου θυμίζουν κάτι από εσένα εν εξάλλω. Λειτουργούν σαν καθρέφτης. Γελάς με τα χάλια σου. Με τους γονείς σου που φτάσαν εν μία νυκτί να χωρίζουν για μια χαρτοπετσέτα. Με τον εαυτό σου που επαναλαμβάνει την ίδια ατάκα σε υψηλά ντεσιμπέλ, διακοσμημένη πίσω ή μπροστά με τα πιο ευφάνταστα μπινελίκια, μέχρι να φύγει από μέσα σου όλο το κακό. Να εξατμιστεί η οργή και να σταματήσεις να επαναλαμβάνεις την ίδια φράση (όπως οι ήρωες του Οικονομίδη και όπως και ο ίδιος, το οποίο διαπίστωσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και, όπως καταλαβαίνετε, με ενθουσίασε) εν είδει «μάντρα» που υπόσχεται να λύσει το πρόβλημα που πρέπει κάθε φορά να λυθεί.

Δύο πράγματα θυμάμαι από πολύ μικρός, να θέλω να φύγω από την Κύπρο και να θέλω να κάνω κάτι με το οποίο θα βάλω και εγώ ένα λιθαράκι ώστε να γίνει κάπως ο κόσμος καλύτερος.

Για τη «Σπασμένη Φλέβα» θα σχολιάσω επίσης πόσο μου άρεσε το σημείο που ακούγεται το τραγούδι του Λεξ και των “Kepler Is Free”, καθώς και το σημείο που ακούγεται ένα άλλο τραγούδι και θα πω ότι στο άλλο τραγούδι ήταν η στιγμή που σκέφτηκα (ξανά) πόσο κεφαλαιώδες είναι να ζεις τη στιγμή γιατί δεν ξέρεις τι – στο καλό ή στον διάολο – σε περιμένει στην άλλη στροφή. Και, με αφορμή τη «Σπασμένη Φλέβα» (αλλά και με άλλες ταινίες που έχω αγαπήσει σχεδόν πριν καν την πρώτη ματιά – προβολή) θα πω πως πρόκειται για αυτήν την περίπτωση ταινίας που η απόδοση «αστεριών» δεν έχει κανένα μα κανένα απολύτως νόημα. Είναι σαν να μετράς την ποίηση – όπως γινόταν στην ταινία “Dead Poet Society” στo φρικώδες Welton Academy – με μαθηματική κλίμακα. Τι θλιβερό, τι μικρό, τι ανοίκειο, τι αταίριαστο με την Τέχνη. Η «Σπασμένη Φλέβα» είναι μια ταινία ωραία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης – στην ώρα της – και συνάμα συναρπαστική. Και θα είναι συναρπαστική και τώρα και αύριο και σε κάθε μελλοντική προβολή, όταν οι νέες γενιές θα ανακαλύπτουν κι αυτές τη σπουδαία φιλμογραφία του Γιάννη Οικονομίδη που, βάση ενστίκτου και αποδείξεων, νιώθω πως ήρθε εδώ για να μείνει. Και να κάνει, έχοντας εισχωρήσει πλέον για τα καλά στη λαϊκή μας κουλτούρα, τις πολύ βαριές και ενίοτε τρομακτικές ζωές μας λίγο πιο υποφερτές, λίγο πιο γοητευτικές. Έστω για όσο κρατάει ένα φιλμ του και οι παφλασμοί του που σκάνε με ορμή στα μυαλά και στις καρδιές μας. Καταλαβαίνετε πού το πάω. Ο «μαν», όπως λέει κι η νεολαία που κατακλύζει τις αίθουσες για τη «Φλέβα», έχει ήδη γράψει κινηματογραφική ιστορία. Και εμείς ειμαστε τόσο τυχεροί που είμαστε εδώ και τη βιώνουμε σε πρώτο χρόνο. Και ακόμα πιο τυχεροί εσείς που δεν έχετε ακόμα δει στο σινεμά τη «Σπασμένη Φλέβα», γιατί έχετε μπροστά σας κάτι ωραίο να ανακαλύψετε. Άντε, πάτε να τη δείτε κι εσείς μπας και καταφέρουμε κάποτε όλοι να συνεννοηθούμε. Είπα πολλά. Ο λόγος στον ίδιο.

*Δύο πράγματα θυμάμαι από πολύ μικρός. Θυμάμαι να θέλω να φύγω από την Κύπρο - αλλά να φύγω και να έρθω στην Ελλάδα, όχι να φύγω και να πάω κάπου αλλού - και το άλλο είναι ότι ήθελα να κάνω κάτι με το οποίο θα βάλω και εγώ ένα λιθαράκι ώστε να γίνει κάπως ο κόσμος καλύτερος. Και ειδικά η πατρίδα μου, ο τόπος μου. Η Ελλάδα, δηλαδή. Αυτό ήταν ένα, έτσι, ιδεώδες που είχα από πολύ μικρή ηλικία. Από την ηλικία των 12 - 13 χρονών. Αυτά τα δύο τα είχα μέσα μου συνέχεια. Τα έσερνα. 

Γενικά δεν είμαι άνθρωπος της ανάμνησης. Δεν κοιτάζω πίσω. Δεν είμαι, έτσι, νοσταλγικός τύπος. Κοιτάζω συνέχεια μπροστά.

*Ίσως η πιο πρώιμη ανάμνηση που έχω σε ηλικία τεσσάρων χρονών - που την έχω έντονη - είναι όταν έκοψα το δάχτυλό μου στην πόρτα του υπνοδωματίου. Το θυμάμαι καλά. Ήμουν εκεί στην πόρτα και είχα βάλει τα χέρια στην κάσα και μιλούσα με τη μάνα μου που, θυμάμαι, έστρωνε το κρεβάτι, το παράθυρο ήταν ανοιχτό, έκανε ρεύμα και έκλεισε με δύναμη η πόρτα. Αυτές οι βαριές πόρτες οι ξύλινες τότε, δεν ήταν αυτές οι κούφιες που είναι σήμερα. Και έκλεισε και «έφυγε» το δάχτυλο. Το μικρό το δαχτυλάκι κόπηκε στη μέση. Και την επόμενη στιγμή, θυμάμαι τη μάνα μου στο τηλέφωνο και εγώ δίπλα με τα αίματα και το δάχτυλο να αιμορραγεί και να κλαίω. Αυτό το θυμάμαι. Είναι μια πολύ πρώτη ανάμνηση. Τώρα, όλα τα άλλα είναι λίγο φλασιές, ψυχεδελικά πράγματα. Δεν έχουν συγκρότηση. 

*Γενικά δεν είμαι άνθρωπος της ανάμνησης. Δεν κοιτάζω πίσω. Δεν είμαι, έτσι, νοσταλγικός τύπος. Ούτε κάθομαι να κάνω πολλή δουλειά γύρω από τον εαυτό μου σε σχέση με όλα αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με τον εαυτό τους σε σχέση με τις λεπτομέρειες της ζωής. Κρατούν ένα, κατά κάποιο τρόπο, αρχείο της ζωής τους. Εγώ δεν το κάνω. Δεν είμαι σε αυτήν την κατηγορία. Δεν κοιτάζω πίσω. Κοιτάζω συνέχεια μπροστά. 

*Μια θεμελιακή εμπειρία σε σχέση με τον κινηματογράφο ήταν όταν πρέπει να ήμουν περίπου 16, και, σε κάποια φάση, πήγαμε στη κινηματογραφική λέσχη της Λεμεσού και έπεσα πάνω στον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι. Εκεί έπαθα σοκ. Ήταν σαν να είχα πάρει ναρκωτικά. Έπαθα μεγάλη ζημιά. Με την έννοια ότι λέω, «μα καλά, είναι και αυτό κινηματογράφος; Αυτό είναι σινεμα;». Εννοείται ότι δεν καταλάβα τίποτα. Αλλά όλη αυτή η αίσθηση που πέρασε από πάνω μου και μπήκε μέσα μου και όλο αυτό το σοκ που μου προκάλεσε αυτή η ταινία με έβαλε σε πολλές σκέψεις. Με τάραξε. Σκέψεις που δεν τις ξέχασα ποτέ, έτσι; Ότι, δηλαδή, το σινεμά μπορεί να είναι και κάτι άλλο από αυτό που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε, κάποιες ταινίες στην τηλεόραση, τις «αμερικανιές» της εποχής και μετά Μουστάκα,  Ψάλτη και τέτοια. Μετά ήρθα εδώ να κάνω Νομική και αυτή η εμπειρία θάφτηκε. Στο μυαλό μου ήταν πάντα ότι αν γίνω κάτι στη γραμμή την καλλιτεχνική, θα ήθελα να γίνω ζωγράφος. Ε, μετά, τα ξέρετε, τα έχω πει πολλές φορές. Ήθελα να αφήσω τη Νομική. Βρήκα μια σχολή στην Αθήνα. Μπήκα, έκανα σινεμά και μετά ανακάλυψα συνειδητά πια την αγάπη και την ομορφιά και τη μαγεία του σινεμά, όταν μπήκα πιο κανονικά μέσα στη φάση. Αυτό που λένε, «τρώγοντας έρχεται η όρεξη». 

Όταν πρωτοήρθα εδώ πέρα (σ.σ. στην Αθήνα) γονάτισα και φίλησα το χώμα. Την άσφαλτο κάτω, ας πούμε. Δεν το συζητάμε. Ήθελα να πάω να ανακατευτώ στα Εξάρχεια με τους ανήσυχους νέους.

*Η μουσική υπήρχε στην εφηβεία, ναι. Μεταλάς ήμουν και ροκάς. Άκουγα μέταλ και ροκ. Κλασικό μέταλ της εποχής. Led Zeppelin, (σ.σ. Black) Sabbath και ροκιές. Και μετά περάσαμε και στο πανκ. Clash, Stranglers και τα λοιπά. Και Tρύπες φυσικά, και όλα αυτά. Μέχρι τον στρατό αυτά ήταν τα ακούσματα.

*Όταν πρωτοήρθα εδώ πέρα (σ.σ. στην Αθήνα) γονάτισα και φίλησα το χώμα. Την άσφαλτο κάτω, ας πούμε. Δεν το συζητάμε. Ήθελα να πάω να ανακατευτώ στα Εξάρχεια με τους ανήσυχους νέους. Mε τα παιδιά, με τα μακριά μαλλιά.

Όταν τέλειωσα το «Σπιρτόκουτο» πείστηκα ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Ότι είμαι σκηνοθέτης. Ότι είμαι καλλιτέχνης του κινηματογράφου. Ότι μπορώ να το κάνω εγώ αυτό που λέγεται σινεμά.

*Έχω κινδυνεύσει σε διάφορες φάσεις απλά πάντα είχα πολύ ανεπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ξέρεις, στη διαδρομή που μπλέκεις με παρέες, με ναρκωτικά, με το ένα με το άλλο, με αγριάδες, με νύχτα, πάντα, πάντα σκεφτόμουν το βλέμμα των δικών μου, κατάλαβες, πίσω στο νησί. Και αυτό μού ‘δινε ένα πολύ σημαντικό κράτημα. Στο να μην προχωρήσω στο επόμενο βήμα. Που το επόμενο βήμα δεν συνεπάγεται πάντα κίνδυνο. Μπορεί να συνεπάγεται και ξεφτίλα. Και καταστροφή και πτώση και πολλά. 

*Όταν τέλειωσα το «Σπιρτόκουτο» πείστηκα ότι μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Ότι είμαι σκηνοθέτης. Ότι είμαι καλλιτέχνης του κινηματογράφου. Ότι μπορώ να το κάνω εγώ αυτό το πράγμα που λέγεται σινεμά. Με το «Σπιρτόκουτο». Όχι με τα προηγούμενα, με τις μικρού μήκους.  

*Η δική μου αγαπημένη σκηνή από το «Σπιρτόκουτο». Στο «Σπιρτόκουτο» βασικά είναι το πώς φτιάχτηκε όλη αυτή η σεκάνς στη μέση της ταινίας περίπου. Που ξεκινάει από τον Ερρίκο (σ.σ. Λίτση) που είναι από κάτω και χτυπάει τα σκαλιά της σκάλας και φωνάζει τον Λουκά και του λέει «έλα Λουκά, πρέπει να φύγουμε, να πάμε στο μαγαζί» και τα λοιπά, και βαράει τα χέρια του πάνω στο σκαλί. Το πώς ξεκινάει όλη αυτή η σκηνή και που ανεβαίνει πάνω ο Λίτσης και το πώς ενορχηστρώνεται όλος του ο στροβιλισμός στον πάνω όροφο που ταυτόχρονα ενώ αυτός ψάχνει τον γιο του, ανοίγει πόρτες, κλείνει πόρτες, η γυναίκα του η Μαρία είναι στην κουζίνα και κόβει καρότα και αγγουράκια με το μαχαίρι, ταυτόχρονα η κόρη μιλάει στο τηλέφωνο και βρίζει τη φίλη της που της έχει φάει τον γκόμενο και γίνεται όλη αυτή η κλιμάκωση με ένα παράλληλο μοντάζ και ένα περίεργο σπειροειδή τρόπο για να κορυφωθεί, ας πούμε, τη στιγμή που σκάει το χαστούκι στο πρόσωπο της κόρης, για να ακολουθήσει μετά η τελική κορύφωση που βγαίνει η μάνα από την κουζίνα και είναι ο ένας απέναντι στον άλλον, είναι μονομαχία και έρχεται και η αποκάλυψη ότι «το παιδί δεν είναι δικό σου». Λοιπόν, αυτή είναι μια πολύ έτσι μαστόρικη και βιρτουόζικη σκηνή, ως προς το πώς φτιάχτηκε και πώς ενορχηστρώθηκε, πώς γυρίστηκε και πώς μονταρίστηκε στο τέλος, πώς εκτελέστηκε από τους ηθοποιούς και πώς κατέληξε να φτιαχτεί και να παραδοθεί στο πανί και να μπει στην ταινία. 

Είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, πολύ. Είναι θέμα σεβασμού, ρε παιδί μου, προς αυτό που κάνεις. Και δεν θέλω να προδώσω τον εαυτό μου και άλλους που με εμπιστεύονται και με τιμούν και με αγαπάνε. Δεν θέλω να ασελγήσω πάνω σε αυτό, το οποίο αγαπώ τόσο πολύ.

*Πολλές φορές υπάρχει χιούμορ στις ταινίες μου. Ένα υπόγειο χιούμορ, υποδόριο. Ας πούμε, στην αρχή του «Σπιρτόκουτου», αυτή η εικόνα με τα περιοδικά, έτσι; Η σιωπή και τα περιοδικά και το πώς κοιτάζονται και το πώς είναι και οι δύο φτιαγμένοι. Ναι, υπάρχει ένα χιούμορ εκεί πέρα. Είναι φτιαγμένο για να παράξει έναν σαρκασμό σε σχέση με τη γελοιότητα της ζωής και των ανθρώπων ενίοτε. Σε άλλα σημεία είναι άλλου τύπου χιούμορ και σε άλλα σημεία γελάνε χωρίς λόγο. Που μάλλον πρέπει να είναι μια νευρικότητα, μια ταραχή που ακούνε ίσως για πρώτη φορά κάποιοι ένα τέτοιο φρασεολόγιο ή βλέπουν τέτοιες συμπεριφορές. Τι να πω, είναι φορές που εκπλήσσομαι κι εγώ. Αλλά είναι άλλες φορές που όντως ο κόσμος το πιάνει, το μαύρο χιούμορ, τον σαρκασμό, την παρωδία. Καλά, στην «Μπαλάντα» ήταν και πολύ πιο πριμοδοτημένο το χιούμορ. 

*Είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, πολύ. Είναι θέμα σεβασμού, ρε παιδί μου, προς αυτό που κάνεις. Με άλλα πράγματα μπορεί να μην είμαι αυστηρός. Με την υγεία μου, με άλλα, ξέρεις. Αλλά εκεί που βάζω την υπογραφή μου, με το σινεμά, επειδή είναι μεγάλη υπόθεση για μένα το να έχω τη δυνατότητα να κάνω κινηματογράφο, το σέβομαι πολύ. Και αυτήν την ευκαιρία που μου δόθηκε - εντάξει, σε έναν βαθμό μου δόθηκε, σε έναν βαθμό την κατέκτησα - αλλά και πάλι, είναι ένα πράγμα που μου προκαλεί δέος, το να κάνεις μια ταινία. Ό,τι μπόρεσα κι εγώ. Ένα παιδί από την Κύπρο, ένα στραβάδι, δηλαδή, από την επαρχία. Όταν καταφέρνεις να κάνεις την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία, μετά τη δεύτερη, μετά την τρίτη, βρίσκεις μια γλώσσα, μια ταυτότητα. Ένας κόσμος σε αγαπάει, σε εκτιμάει, τον εκφράζεις. Προχωράς, κάνεις την τέταρτη, την πέμπτη ταινία, τώρα την έκτη. Είμαι πολύ αυστηρός. Και δεν θέλω να προδώσω τον εαυτό μου σε αυτό και δεν θέλω να προδώσω και άλλους που με εμπιστεύονται και με τιμούν και με αγαπάνε. Δεν θέλω να ασελγήσω πάνω σε αυτό, το οποίο αγαπώ τόσο πολύ. Να κάτσω να κάνω επιπολαιότητες και καγκουριές και φτήνιες και μαλακίες. 

*Ελάττωμα που μου επισημαίνουν οι άλλοι; Είμαι λίγο νευρικός, βιάζομαι. Αυτό το παλεύω. Είμαι λίγο θερμοκέφαλος ορισμένες φορές. 

Η «Σπασμένη Φλέβα» επιβάλλεται κατά κράτος. Και, βέβαια, παράγει και πάρα πολλά συναισθήματα και ψυχικούς κραδασμούς στους θεατές. Από ό,τι μου μεταφέρουν οι φίλοι, στους κινηματογράφους, υπάρχει κατάνυξη. Κατάνυξη και συγκλονισμός. Και ευφορία μετά. Ανάταση. Το συναίσθημα ότι «είδαμε μια πολύ καλή ταινία».

*To “viral” κομμάτι των ταινιών μου μάλλον, ναι, το απολαμβάνω. Δεν ένιωσα ποτέ ότι απειλούν τις ταινίες μου όλα αυτά, τα γύρω - γύρω. Ποτέ. Είμαι σίγουρος για τις ταινίες μου. 

*Εντάξει, οι πιο πολλοί λένε το «πώς τους πετσόκοψες έτσι», «τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη», «τα ντουί μου». Αυτά είναι τα highlights, ας πούμε. Αλλά οι μυημένοι τα χρησιμοποιούν όλα. Για κάθε περίπτωση ρίχνουν και την ανάλογη ατάκα. 

*Ήταν το πρώτο χρόνο του κορωνοϊού που ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο για τη «Σπασμένη Φλέβα» με τον (σ.σ. Βαγγέλη) Μουρίκη. Και όταν αποφασίσαμε ότι θέλουμε να κάνουμε μια τέτοια ιστορία και να αναμετρηθούμε με ένα τέτοιο θέμα, μετά άρχισε να φτιάχνεται ο χαρακτήρας, ο ήρωας. Ο «Θωμάς Αλεξόπουλος». Ο οποίος πήρε πάρα πολύ καιρό να διαμορφωθεί στην ολότητά του. Αλλά, έτσι κι αλλιώς εμένα οι αντιφατικοί χαρακτήρες, που δεν είναι μαύρο ή άσπρο, αλλά έχουν όλο το φάσμα, με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. 

Βαγγέλης Μουρίκης, Βασίλης Μπισμπίκης. Είναι πολύ προικισμένοι άνθρωποι κι οι δύο. Και εκεί που ταυτίζονται, πέρα από το ταλέντο τους, είναι ότι είναι και οι δύο πολύ μεγαλόψυχοι, δοτικοί, πειθαρχημένοι και πιστεύουν στη φιλία. Και είναι και πολύ γενναίοι κι οι δύο. Παλικάρια.

*Δεν έχω ζήσει προβολή της ταινίας με το κοινό. Έχω κάνει δεκάδες δοκιμαστικές προβολές στο μοντάζ. Και μετά έκανα μία προβολή στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας για συντελεστές και συνεργείο. Σε αυτές τις προβολές ήμουν και η αίσθηση ήταν η ίδια πάντα. Ότι η ταινία επιβάλλεται, στη σάλα ή στο μικρό δωμάτιο του μοντάζ που ήταν κάθε φορά γκρούπες τεσσάρων - πέντε ατόμων, κατά κράτος. Η ταινία επιβάλλεται κατά κράτος. Και, βέβαια, παράγει και πάρα πολλά συναισθήματα και ψυχικούς κραδασμούς - να το πω έτσι - στους θεατές. Σε αυτούς τους συγκεκριμένους θεατές. Και, από ό,τι μου μεταφέρουν οι φίλοι που είναι μέσα στους κινηματογράφους, υπάρχει κατάνυξη. Κατάνυξη και συγκλονισμός. Και ευφορία μετά. Ανάταση. Το συναίσθημα ότι «είδαμε μια πολύ καλή ταινία». 

*Βαγγέλης Μουρίκης, Βασίλης Μπισμπίκης. Είναι πολύ προικισμένοι άνθρωποι κι οι δύο. Και εκεί που ταυτίζονται, πέρα από το ταλέντο τους, είναι ότι είναι και οι δύο πολύ μεγαλόψυχοι, δοτικοί, πειθαρχημένοι και πιστεύουν στη φιλία. Και είναι και πολύ γενναίοι κι οι δύο. Παλικάρια. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να είχαν κάνει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια αυτά που έκαναν. Εντάξει, πιο πολύ έργο έχει ο Βαγγέλης ο Μουρίκης όσον αφορά τον κινηματογράφο. Αλλά θέλω να πω ότι είναι γενναία παιδιά και στην καθημερινή τους ζωή.

*Η επιλογή του τραγουδιού «Τα Γαλάζια σου Γράμματα» για τη «Σπασμένη Φλέβα» ήταν δική μου. Και ήταν μια έμπνευση του Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, που έκανε την διασκευή, αυτήν την απίστευτη διασκευή. Αυτή την ευφάνταστη διασκευή. Το να ματσάρει μαζί τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Μπετόβεν με το τραγούδι του Χατζηνάσιου και να κάνει έτσι ένα καινούριο κομμάτι. Ξεκινά το κομμάτι και νομίζεις ότι ακούς τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και μετά μπαίνουν τα «Γαλάζια σου Γράμματα». Γιατί είναι στον ίδιο τόνο, στην ίδια τονικότητα, στην ίδια συγχορδία πάνω. Είναι μια πάρα πολύ ωραία διασκευή. Πάρα πολύ.

*Η «Σπασμένη Φλέβα» έχει πάρα πολλά ζητήματα που αφορούν πάρα πολλούς. Και είναι ευχάριστο που, από τα πρώτα στοιχεία που έρχονται, στο κοινό είναι πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι κι είναι φοβερό αυτό. Έχει φύγει η ταινία από μένα. Τον λόγο τον έχουν άλλοι πια. Το feedback έρχεται από την κοινωνία, από τον κόσμο. Από τους ανθρώπους που πάνε να κόψουν ένα εισιτήριο. Αυτοί έχουν τον λόγο τώρα για το τι ταινία έχουμε απέναντί μας. Εγώ, μέσα μου, ξέρω. Αλλά πια, είτε ξέρω, είτε δεν ξέρω, την ταινία την έκανα, έφυγε. Τώρα είναι στη διάθεση του κοινού. Να την κρίνει, να την αγαπήσει, να τη μισήσει. Να την κυνηγήσει, να την απαξιώσει, να την αγκαλιάσει.

Το καλύτερο για μένα είναι Κυριακή μεσημέρι, με την παρέα, να τρώμε και να πίνουμε και τα παιδιά να παίζουν. Τα παιδιά να παίζουν σε κάποιο χώρο που μπορούν να «ανοίξουν γκάζια» και να είναι χαρούμενα. Αυτό. Αυτό είναι μια μικρή απόλαυση, μια μικρή ευτυχία.

*Ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να βρει τον τρόπο να μιλήσει στους Έλληνες και να αφήσει τους ξένους. Όλο για τους ξένους μιλάμε και όλη αυτή η ξενομανία πια, σάμπως και κρεμόμαστε από αυτούς. Κατ' αρχάς, το ελληνικό σινεμά πρέπει να βρει ταυτότητα, να βρει φωνή που να μπορεί να μιλήσει στους Έλληνες. Από εκεί ξεκινάει. Και μετά, άμα μιλήσει στους ξένους, μίλησε. Άμα δεν μιλήσει, δεν πειράζει. Αλλά θέλω να πω ότι το πρόβλημα είναι εκεί. Ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ακόμα ψάχνει τον τρόπο να μιλήσει εδώ, σε εμάς. Αυτό είναι το θέμα. Και το νόημα της υπάρξης του είναι αυτό. Να εκφράσει τον τόπο. Και τους ανθρώπους του τόπου, εννοείται. Θεωρώ ότι το μεγαλείο και η σημαντικότητα κρύβεται στο να καταφέρεις να μιλήσεις στους ανθρώπους της εποχής σου, του τόπου σου. Και αν είσαι αληθινός και ειλικρινής, υποθέτω ότι κάποια στιγμή, αυτό το πράγμα βγαίνει και παρά έξω, εννοείται. 

*Το καλύτερο για μένα είναι Κυριακή μεσημέρι, με την παρέα, να τρώμε και να πίνουμε και τα παιδιά να παίζουν. Τα παιδιά να παίζουν σε κάποιο χώρο που μπορούν να «ανοίξουν γκάζια» και να είναι χαρούμενα. Αυτό. Αυτό είναι μια μικρή απόλαυση, μια μικρή ευτυχία. Εννοείται ότι υπάρχουν κι άλλα. Πολλά, πολλά. 

Από όλα όσα μου έχουν πει αυτόν τον καιρό για τη «Σπασμένη Φλέβα», ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ένα μήνυμα που μου έστειλε η Ζυράννα Ζατέλη. Να σας το διαβάσω. «Γιάννη, σε συγχαίρω ειλικρινά. Εκτός των άλλων, και για το πώς καταφέρνεις να επιζείς... του Οικονομίδη μετά το πέρας μιας τέτοιας ταινίας. ΖΖ».

*Ένα τραγούδι που μ' αρέσει πάρα πολύ είναι το «Όταν χαράζει». Που το τραγουδάει ο (σ.σ. Γιάννης) Αγγελάκας και είναι του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Νιώθω ότι με έναν υπόγειο τρόπο με εκφράζει σε πάρα πολλά πράγματα. Σε πάρα πολλές σκέψεις, συναισθήματα και ιδέες. 

*Όχι, δεν θέλω να κάνω απαραίτητα ταινίες μέχρι τα βαθιά γεράματα. Πάω όσο αντέχω. Ανάλογα πώς είναι η ψυχολογία μου. 

*Κάτι σκέφτομαι για επόμενο βήμα, αλλά δεν έχει πάρει ακόμα μορφή σεναρίου. Αν το έχω πει σε κανέναν; Το έχω πει και δεν το έχω πει. 

*Από όλα όσα μου έχουν πει αυτόν τον καιρό για τη «Σπασμένη Φλέβα», ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ένα μήνυμα που μου έστειλε η Ζυράννα Ζατέλη. Γιατί από σχόλια και τέτοια, πάρα πολλά. Πάρα πολλά. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Αλλά ένα μήνυμα της Ζυράννας Ζατέλη το κράτησα. Να σας το διαβάσω. «Γιάννη, σε συγχαίρω ειλικρινά. Εκτός των άλλων, και για το πώς καταφέρνεις να επιζείς... του Οικονομίδη μετά το πέρας μιας τέτοιας ταινίας. ΖΖ».

*Ο βαθύτερος λόγος που κάνω σινεμά, ναι, εννοείται ότι έχει σχέση με το ότι θέλω να μιλήσω για πράγματα που με απασχολούν και με καίνε. Να επικοινωνήσω. Το ένα είναι αυτό και το άλλο είναι ότι θέλω να είμαι στη δημιουργική διαδικασία, γιατί είναι μεγάλη κ@ύλα το να κάνεις σινεμά και να το κάνεις με ανθρώπους, με ομάδα, με τη λογική της ομάδας. Με συγκλονίζει, μ' αρέσει αυτή η περιπέτεια.


Μουσική, νοσταλγία, αναμνήσεις και συναισθήματα με την Όλγα Τσαουσέλου

Στο σημερινό επεισόδιο του "Έχεις Δύο Λεπτά;" η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται τη ραδιοφωνική παραγωγό του My Radio 104,6, Όλγα Τσαουσέλου και μιλούν για τη μουσική που μας συνοδεύει στις γιορτές.


READ MORE

Exit mobile version