Γεννημένη το 1909 στο Hartford του Κονέκτικατ, η Ελένη Πανταζίδη —γνωστή αργότερα με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο Ελένη Αρίστη (Elene Aristi)— υπήρξε μια από τις πιο μυστηριώδεις και ξεχασμένες φιγούρες της πρώτης γενιάς Ελληνοαμερικανίδων του σινεμά. Κόρη μεταναστών από την Αθήνα, μεγάλωσε στο Σικάγο με τη μητέρα και τον πατριό της κι από νωρίς έδειξε ροπή προς την τέχνη και το θέαμα.
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Hartford Courant, στις 21 Οκτωβρίου 1928, διηγήθηκε την πρώτη φορά που βγήκε ραντεβού: «Κατά την επίσκεψή μας σε φίλους στο Hartford, πήγαμε (με το αγόρι) μια βόλτα κοντά στο Trinity College. Ήταν μια από τις πρώτες μου συγκινήσεις. Δεν ξέρω αν ήταν το θέαμα του υπέροχου σκηνικού κατά μήκος της διαδρομής ή η εμπειρία του να είσαι έξω με ένα αγόρι».
Απόφοιτη του Northwestern University, με σπουδές στις Τέχνες και θερινά σεμινάρια υποκριτικής στο University of Chicago, η Ελένη Αρίστη ξεκίνησε να χτίζει την καριέρα της με βάση το ταλέντο, τη φωνή και την μεσογειακή ομορφιά της. Αρχικά, η υποκριτική δεν ήταν ο στόχος της. Είχε αποφασίσει να παρακολουθήσει τα συγκεκριμένα σεμινάρια μαζί με μία φίλη της, επειδή αυτό θα της επέτρεπε να λάβει το πτυχίο της 6 μήνες νωρίτερα.
Ήταν μια πρακτική, έξυπνη κίνηση. Αλλά μετά παρακολούθησε με τη φίλη της μια παράσταση της Olga Petrova, σταρ της εποχής με τάσεις μελοδραματικής υπερβολής και ανατολίτικο αέρα. Αυτή η εμπειρία χτύπησε ένα «καμπανάκι» στα νεανικά μυαλά τους. Έτσι, αποφάσισαν να στήσουν μια φάρσα που θα ταίριαζε σε μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ ή σε φιλμ του Billy Wilder: η Ελένη θα παρουσιαζόταν ως Ρωσίδα κόμισσα, δραπέτισσα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η φίλη της θα ήταν η κόρη Ρώσου στρατηγού. Και τα ονόματά τους; Καλλιτεχνικά, φυσικά, που δήθεν τους δόθηκαν από έναν Έλληνα καθηγητή που τους είχε βοηθήσει να ξεφύγουν από την επαναστατημένη Ρωσία. Η παράσταση μεταφέρθηκε από τη σκηνή στην καθημερινότητά τους, και το πανεπιστήμιο άρχισε να μουρμουρά για τις «Ρωσίδες πριγκίπισσες» με τις περίεργες ιστορίες.

Η αλήθεια βγήκε στο φως έναν χρόνο αργότερα, όταν ένας αρχισυντάκτης της τοπικής φοιτητικής εφημερίδας άρχισε να ψάχνει λίγο πιο βαθιά. Η φάρσα κατέρρευσε αλλά η Αρίστη είχε ήδη προλάβει να ζήσει ένα είδος πρόβας για το πώς κατασκευάζεται μια ταυτότητα από την αρχή, με στόμφο, με στόχο και με απόλυτη προσήλωση στον ρόλο. Ήταν το πρώτο της μεγάλο έργο — και το έπαιξε σαν επαγγελματίας.
Το Χόλυγουντ τη γνώρισε το 1927 μέσα από τις κωμωδίες του Julius Stern, ενώ λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Carl Laemmle, ο ιδρυτής της Universal, την ανακάλυψε όταν έπαιζε ως κομπάρσα στο ρομαντικό δράμα «Show Boat» του Harry A. Pollard και της πρόσφερε πενταετές συμβόλαιο. Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Η καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά» της Harriet Beecher Stowe, σε έναν μικρό ρόλο.
Το 1928 έπαιξε στην ταινία μυστηρίου του Paul Leni "The Last Warning" με πρωταγωνιστές τη Laura La Plante, τον Montagu Love και τη Margaret Livingston.
Το “It Can Be Done” του 1929, μια από τις πρώτες μερικώς ομιλούσες ταινίες της εποχής, αποτέλεσε την πρώτη της εμφάνιση για τη Universal.
Μετά το συμβόλαιό της με τη Universal υπέγραψε με τα βραχύβια Tec-Art Studios. Εκεί συνεργάστηκε με τον Ούγγρο ηθοποιο, Bela Lugosi, τον θρυλικό Δράκουλα της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ. Η Ελένη Αρίστη δεν έγινε ποτέ μεγάλη σταρ: κινήθηκε στη σκιά του mainstream αν και πάντα δίπλα σε θρύλους.
Ένα vintage ερωτικό σκάνδαλο
Τον Φεβρουάριο του 1931, οι στήλες των εφημερίδων πήραν φωτιά: η Ελληνίδα ηθοποιός Ελένη Αρίστη μήνυσε τον 33χρονο Pierce S. Hallick για αθέτηση υπόσχεσης γάμου, απαιτώντας 250.000 δολάρια — ποσό αστρονομικό για την εποχή. Ο Hallick παρουσιαζόταν ως χρηματιστής, γόνος ξενοδοχειακής δυναστείας της Βιρτζίνια και κληρονόμος 2.000.000 δολαρίων.
Η σχέση τους ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1930. Λιγότερο από δύο μήνες μετά, στις 22 Αυγούστου, αντάλλαξαν υποσχέσεις. Εκείνος της χάρισε ένα πολυτελές αυτοκίνητο, της υποσχέθηκε ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να αγοράσει την προίκα της και ένα δαχτυλίδι αρραβώνων από τα Tiffany’s, αξίας 30.000 δολαρίων. Η Αρίστη, με την πίεση και τις υποσχέσεις του, εγκατέλειψε τις κινηματογραφικές της φιλοδοξίες — μια απόφαση που αργότερα θα μετάνιωνε βαριά.
Ο γάμος είχε οριστεί για την 1η Ιανουαρίου 1931. Αντ’ αυτού, στις 15 Νοεμβρίου 1930, ο Hallick εξαφανίστηκε. Δεν ήταν το πρώτο του ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς, προσπάθησε να αποσπάσει τη συμπάθεια των αρχών και του κοινού λέγοντας πως έπεσε θύμα ληστείας: δυο άντρες και μια γυναίκα, ισχυρίστηκε, του έκλεψαν 250.000 δολάρια και απήγαγαν τον Ιάπωνα σοφέρ του. Όμως η έρευνα απέδειξε άλλα.
Ο Pierce S. Hallick δεν ήταν ούτε κληρονόμος, ούτε χρηματιστής. Δούλευε ως σερβιτόρος στο Salinas της Καλιφόρνια και ήταν χήρος με δύο παιδιά. Ο πατέρας του δεν ήταν ξενοδόχος, αλλά εργάτης σε εστιατόριο, που πέθανε φτωχός. Όλη η ιστορία με την περιουσία ήταν –όπως παραδέχτηκε ο ίδιος τον Μάιο του 1931– μια πρωταπριλιάτικη φάρσα που του σκάρωσε ένας φίλος.
Το πρόβλημα; Κανείς δεν γέλασε. Επενδυτές και γνωστοί του είχαν δανείσει τεράστια ποσά βασιζόμενοι στο ψεύτικο του προφίλ. Από έναν επιχειρηματία του Oakland πήρε 18.000 δολάρια. Ο ίδιος, μάλιστα, ίδρυσε και «εταιρεία επενδύσεων» με την επωνυμία Hallick Investment Company. Ένα μεγαλοπρεπές τίποτα, στημένο πάνω σε δανεικά και υποσχέσεις.

Ο Hallick δήλωσε τελικά πως είχε δανειστεί 20.000 δολάρια για να αγοράσει στην Αρίστη το αυτοκίνητο και 2.300 για την προίκα και το δαχτυλίδι. Παραδέχτηκε, επίσης, πως η ιστορία της ληστείας ήταν απλώς ένας τρόπος να κερδίσει χρόνο μέχρι να επιστρέψει τα λεφτά. Μετά την ομολογία του, η Ελένη Αρίστη απέσυρε τη μήνυση.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν η Αρίστη τον πίστεψε ποτέ πλήρως ή αν απλώς, για μια ακόμη φορά, μπήκε με πάθος στον ρόλο μιας ζωής που φαινόταν υπερβολικά χολιγουντιανή για να είναι αληθινή. Το μόνο σίγουρο είναι πως, σε μια εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να προστατεύουν το «όνομά» τους περισσότερο απ’ την περιουσία τους, εκείνη τόλμησε να πάει κόντρα, να εκτεθεί δημόσια και να απαιτήσει δικαιοσύνη, με την ίδια αποφασιστικότητα που κάποτε είχε παίξει τη Ρωσίδα κόμισσα στα θερινά μαθήματα του Σικάγο. Πάντως, μετά από αυτό το σκάνδαλο, η καριέρα της ποτέ δεν επανήλθε.
Η ζωή μετά το σκάνδαλο
Παρά το σκάνδαλο του 1931, η Ελένη Αρίστη δεν εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή. Τουναντίον, συνέχισε να υπάρχει μέσα σε γεγονότα που ισορροπούσαν μεταξύ κοσμικής προβολής και καλλιτεχνικής επιβίωσης.
Στις 2 Αυγούστου 1932 εμφανίστηκε ως «Ελληνίδα Θεά» στην τελετή California Welcomes the World, στο επιβλητικό Hollywood Bowl, στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες.

Το 1934 εμφανίστηκε στο πλευρό της Ουγγαρέζας ηθοποιού Vilma Acknay, ως μάρτυρας σε δίκη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου κατά του γνωστού σεναριογράφου Ernest Vadja. Ίσως η ίδια αναγνώρισε στον εαυτό της κάτι από το βλέμμα της Vilma. Κάπου μέσα στη δεκαετία του '40 παντρεύτηκε τον Horace E. Ayers. Δεν κράτησε. Χώρισαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1953. Το δικαστήριο όρισε διατροφή 75 δολαρίων την εβδομάδα.
Το καλοκαίρι του 1944 την βρίσκουμε σε μία δεξίωση προς τιμήν του μεγάλου μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου, καλεσμένη του ζεύγους Pierre De Vrahnos. Ανάμεσα στους εκλεκτούς: η Κατίνα Παξινού κι η Jeanette MacDonald. Η Αρίστη ήταν πια συνοικοδέσποινα. Δεν ήταν ηθοποιός ούτε μούσα, αλλά οικοδέσποινα μιας ιδέας: της πολιτισμικής Ελληνοσύνης στην καρδιά του Χόλιγουντ.
Το 1945 έγραψε μαζί με τον Γάλλο συγγραφέα Maurice Dekobra το θεατρικό Ghosts Never Blush, ενώ το 1948 μετέφρασε το έργο του Δημήτρη Ιωαννόπουλου “Αν έχεις τύχη” στα αγγλικά ως Introduction to Luck.
Στο μεσοδιάστημα, έγινε πρόεδρος του Ελληνικού Δραματικού Συλλόγου, ενώ ένας άλλος Έλληνας, ο συνθέτης Θόδωρος Παπαδόπουλος, της αφιέρωσε το τραγούδι Έχεις τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου, το οποίο τραγούδησε η ίδια η Σοφία Βέμπο. Ο χρόνος, που σπανίως είναι τρυφερός με τις γυναίκες του θεάματος, της χάρισε τουλάχιστον ένα τραγούδι.
Αυτή ήταν η δεύτερη πράξη της Ελένης Αρίστη. Χωρίς φώτα, χωρίς συμβόλαια της Universal, χωρίς μονόπετρα και ακριβά αμάξια, αλλά πιο κοντά στη δημιουργική της δύναμη και την πολιτισμική της ταυτότητα.



