Το 1960, η συγγραφέας και ποιήτρια Μερσέντες Ντε Ακόστα προκάλεσε απανωτά κύματα σοκ στο Χόλιγουντ με τα ειλικρινή απομνημονεύματά της «Here Lies the Heart». Αν και με τα σύγχρονα πρότυπα δε μιλάμε για μια καυτή ιστορία, η αυτοβιογραφία, ωστόσο, περιέγραφε λεπτομερώς τις στενές σχέσεις της Ντε Ακόστα με αστέρες του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1930, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο και η Μάρλεν Ντίντριχ - αν και ποτέ δεν τις αποκάλεσε ευθέως φίλες της.
Με λεπτομέρειες ιδιωτικών στιγμών σε παραθαλάσσιες διακοπές, δώρα, λουλούδια, κοσμήματα και συναισθήματα έντονης λαχτάρας, ήταν εύκολο να διαβάσει κανείς ανάμεσα στις γραμμές.
«Μια μέρα στο λόμπι του ξενοδοχείου Pera Palace Hotel είδα μια από τις πιο στοιχειωμένα όμορφες γυναίκες που είχα δει ποτέ» γράφει η Μερσέντες για τη Γκάρμπο. «Αρκετές φορές μετά από αυτό, την είδα στο δρόμο. Με προβλημάτιζαν τρομερά τα μάτια της και λαχταρούσα να της μιλήσω, αλλά δεν είχα το θάρρος».
Αν και η Ντε Ακόστα δεν έφτασε ποτέ στα ίδια ύψη φήμης με τις γυναίκες με τις οποίες κοιμήθηκε, ανέβασε μερικά θεατρικά έργα και δημοσίευσε τρία ποιητικά βιβλία με μέτρια αποδοχή κατά τη διάρκεια της ζωής της. Τα αποκαλυπτικά απομνημονεύματα της την καθιέρωσαν στην Ιστορία.
Ήταν η εποχή της τζαζ
«Πείτε ό,τι θέλετε για τη Μερσέντες αλλά είχε τις πιο σημαντικές γυναίκες του 20ού αιώνα» θα σχολιάσει η πνευματώδης συγγραφέας Άλις Μπ. Τόκλας αναφερόμενη εκτός από τις Γκάρμπο και Ντίντριχ στις χορεύτριες Ισιδώρα Ντάνκαν και Ταμάρα Καρσάβινα, τις ηθοποιοί Όνα Μάνσον και Πόλα Νέγκρι και, σύμφωνα με πληροφορίες, στην ίδια την Τόκλας.
Αν και η Ντε Ακόστα δεν έφτασε ποτέ στα ίδια ύψη φήμης με τις γυναίκες με τις οποίες κοιμήθηκε, ανέβασε μερικά θεατρικά έργα και δημοσίευσε τρία ποιητικά βιβλία με μέτρια αποδοχή κατά τη διάρκεια της ζωής της. Τα αποκαλυπτικά απομνημονεύματα της την καθιέρωσαν στην Ιστορία.
Πολλοί δημοσιογράφοι, ωστόσο, αλλά και κάποιοι θαυμαστές, περίμεναν καιρό για να αποκαλυφθούν οι περιβόητες «ερωτικές επιστολές» της Γκάρμπο προς τη Μερσέντες, κάτι που έγινε το 2000 με μεγάλη απογοήτευση για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να εντοπιστεί καμία λεσβιακή συμπεριφορά.
Μια άνισα συναισθηματική σχέση
Γνωρίστηκαν το 1931 και η Ντε Ακόστα απέκτησε μεμιάς εμμονή με τη Γκάρμπο. Μια εμμονή που συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η Ντε Ακόστα δημοσίευσε τις αναμνήσεις της και έγραψε πολλές σελίδες για τη Γκάρμπο.
Ο μύθος θέλει τη Γκάρμπο να περιγράφεται ως ο έρωτας της ζωής της Ντε Ακόστα. Είναι αμφίβολο αν η σταρ συμμεριζόταν αυτά τα συναισθήματα.
Οι δυο τους συστήθηκαν από τη συγγραφέα Σάλκα Φίρτελ, με την οποία η Γκάρμπο φημολογείται επίσης ότι είχε σχέση. Ο μύθος θέλει τη Γκάρμπο να περιγράφεται ως ο έρωτας της ζωής της Ντε Ακόστα. Είναι αμφίβολο αν η σταρ συμμεριζόταν αυτά τα συναισθήματα.
Ήταν ολοφάνερο ότι η Γκάρμπο είχε τον έλεγχο της σχέσης ενώ ταράζονταν από έντονες διακυμάνσεις -ήταν μαζί για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κυρίως κάνοντας διακοπές και στη συνέχεια χώριζαν επίσης για μεγάλα διαστήματα.
Το 1944 η Γκάρμπο το τερμάτισε ζητώντας από τη Ντε Ακόστα να σταματήσει να της στέλνει ποιήματα και γράμματα αποδεικνύοντας τον έρωτά της. Το τελευταίο γνωστό ποίημα που έγραψε η Μερσέντες για την Γκρέτα ήταν την ίδια χρονιά, ενώ σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες παρέμεινε ερωτευμένη με τη θλιμμένη σταρ για το υπόλοιπο της ζωής της.

Πούλησε 88 επιστολές της Γκάρμπο
Το 2000 στο Μουσείο Rosembach ξεσφραγίστηκε ένα κουτί με επιστολές της Γκάρμπο προς τη Ντε Ακόστα, από το 1931 έως το 1960, ωστόσο τίποτα δεν επιβεβαίωσε μια ερωτική ιστορία. Ούτε ερωτική διαμαρτυρία υπήρχε, ούτε ερωτική εμπιστοσύνη. Φαίνεται ότι η Γκάρμπο ήταν ψυχρή και επιφυλακτική ακόμη και στις επιστολές της.
Οι επιστολές είναι γραμμένες με μολύβι, τις περισσότερες φορές είναι αχρονολόγητες, ανυπόγραφες ή σπάνια υπογεγραμμένες με Γ ή ΓΓ. Οι περισσότερες έχουν ξεθωριάσει. «Ο σκοπός τους ήταν να εξαφανιστούν» όπως ήθελε η Γκάρμπο.
Χαμένη, απογοητευμένη και ξεχασμένη, το 1960 η Μερσέντες πούλησε τα 88 χειρόγραφα της Γκάρμπο στο Μουσείο και τη βιβλιοθήκη Rosenbach της Φιλαδέλφειας, τα οποία έπρεπε να κρατηθούν σφραγισμένα μέχρι και δέκα χρόνια μετά το θάνατο της Γκάρμπο (15 Απριλίου 1990).
Είναι πιθανό η Μερσέντες να αποφάσισε να καταστρέψει τις πιο προσωπικές επιστολές, κάτι που εξηγείται από το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το ένα γράμμα στο άλλο. Οι επιστολές είναι γραμμένες με μολύβι, τις περισσότερες φορές είναι αχρονολόγητες, ανυπόγραφες ή σπάνια υπογεγραμμένες με Γ ή ΓΓ. Οι περισσότερες έχουν ξεθωριάσει. «Ο σκοπός τους ήταν να εξαφανιστούν» όπως ήθελε η Γκάρμπο.

Η ψυχρή Γκάρμπο
Από το 1931 έως το 1935 υπάρχουν μόνο εννέα επιστολές και αυτό ακούγεται μάλλον περίεργο, διότι είναι η περίοδος που η Γκάρμπο και η Μερσέντες ήταν πολύ στενές φίλες, η κορυφή της σχέσης τους. Λέγεται ότι στην αρχή, η Γκάρμπο αποκάλυψε στη φίλη της πόσο πολύ αντιπαθούσε το Χόλιγουντ και τη δουλειά της που θεωρούσε οδυνηρή.
Το 1935 υπάρχει μόνο ένα γράμμα από τη Στοκχόλμη . Η Γκάρμπο ήταν μάλλον ψυχρή, έγραφε ότι περνούσε μια άσχημη περίοδο της ζωής της, ήταν νευρική και είπε στη Μερσέντες ότι αν ήθελε να την ακολουθήσει, θα μπορούσε να μείνει μόνο μια μέρα. Το 1938 η Γκάρμπο έγραψε ότι δεν είχε πολλά να πει, δεν μπορούσε να μιλήσει για τα προσωπικά της, ήταν προβληματισμένη και δυστυχισμένη.
Το 1946 έστειλε μια ευχετήρια κάρτα στη Μερσέντες, από το Hotel Plaza στο Μανχάταν. Ευχήθηκε στη φίλη της χρόνια πολλά, αλλά της είπε να μην την καλέσει στο τηλέφωνο.
Η Γκάρμπο ονόμαζε τη φίλη της Μερσέντες «αγαπημένο μου αγόρι» ή «γλυκιά μου» ή «ασπρόμαυρη» επειδή συνήθιζε να ντύνεται ασπρόμαυρα - χωρίς καθόλου χρώμα.

«Αγαπημένο μου αγόρι»
Οι υπόλοιπες επιστολές γράφτηκαν από το 1948 έως το 1958. Η Γκάρμπο ονόμαζε τη φίλη της Μερσέντες «αγαπημένο μου αγόρι» ή «γλυκιά μου» ή «ασπρόμαυρη» επειδή συνήθιζε να ντύνεται ασπρόμαυρα - χωρίς καθόλου χρώμα. Συχνά έλεγε ότι επιθυμούσε να μείνει μόνη της και να μην ενοχλείται από τα τηλεφωνήματα του «αγαπημένου της αγοριού».
Έγραφε: «Έφτασες την πιο ακατάλληλη στιγμή. Να είσαι καλό παιδί και να μην με ενοχλείς τώρα».
Φαίνεται ότι η Γκάρμπο ενοχλούνταν συχνά από τη ζήλια της Μερσέντες.
Σε ένα γράμμα το 1950, η Γκάρμπο έγραφε: «Κοίτα φίλη μου, είναι κουραστικό να μιλάμε για μια κατάσταση που δεν φαίνεται να αλλάζει και για την οποία καμιά μας δεν έχει λύση. Απλά δε μπορώ να συνεχίσω να περνάω ξανά και ξανά αυτό το πράγμα. Είναι σπατάλη συναισθήματος να επαναλαμβάνω το ίδιο πράγμα για το οποίο δεν μπορώ να δώσω καμία λύση».
Φαίνεται ότι η Γκάρμπο ενοχλούνταν συχνά από τη ζήλια της Μερσέντες.
Και πάλι, το 1958: «Έρχεσαι πάντα με την ίδια ατάκα, ότι μοιάζω με φρούριο. Αν σταματούσες να προσπαθείς να ανακαλύψεις τα πάντα, θα μου άρεσε περισσότερο. Κλείνομαι σαν αχιβάδα σε όλους τους ανθρώπους που επιθυμούν να γνωρίσουν τα πάντα για μένα. Πάρε αυτό που σου προσφέρεται για την ώρα... αυτό είναι δικό σου».
Το πλήθος ήταν ανυπόφορο
Ένα γράμμα στάλθηκε από το Ίντιο της Καλιφόρνιας. Η Γκάρμπο παραπονιόταν για τον άνεμο της ερήμου που την έκανε νευρική, δεν ήξερε πόσο καιρό θα έμενε εκεί. Εξαρτάτο από τον Τζορτζ Σλι, τον «κοστοβόρο συνταξιδιώτη» της.
Δεν ήταν σίγουρη για τη σχέση της μαζί του. Σε ένα γράμμα από το Μπέβερλι Χιλς έγραψε αργότερα ότι η επίσκεψή της στην έρημο ήταν μια αποτυχία και ότι ένιωθε χαμένη όπου κι αν πήγαινε. Πίστευε βαθιά ότι η ζωή ήταν σκληρή.
Ένα χρόνο αργότερα, πάλι από το Μπέβερλι Χιλς, έγραψε ότι μισούσε να κάνει σχέδια, να κανονίζει πράγματα και να ταξιδεύει - ότι το πλήθος ήταν ανυπόφορο. Και πάλι δεν ήθελε να δει κανέναν, δεν επεδίωκε να πάει πουθενά και επιθυμούσε μόνο να πέφτει για ύπνο από τις εννέα το βράδυ. Θα ήθελε να έχει σπίτια σε κάθε γωνιά του κόσμου ώστε να μπορεί να κρύβεται και να έχει κάποιον να κανονίζει τα πράγματα.
Γράφει στη Μερσέντες: «Φοβάμαι τα πάντα. Φοβάμαι το τρένο, τα ταξί. Φοβάμαι τη νύχτα».

Τα μικρά αμπαζούρ
Σε αυτές τις επιστολές η Γκάρμπο είναι πάντα αυτολογοκριμένη. Σπάνια αναφέρει τους ανθρώπους που έβλεπε, τα βιβλία που διάβαζε - ούτε λέξη για το Χόλιγουντ.
Ένα γράμμα της Γκάρμπο προς την Ντε Ακόστα το 1950 αναφέρει: «Αν έχεις λίγα λεπτά ελεύθερα μια μέρα, θα είχες την καλοσύνη να πας στο μαγαζί με τα αμπαζούρ στο Λέξινγκτον, ακριβώς δίπλα στο "Ντόβερς" και να ζητήσεις τα μικρά αμπαζούρ μου που άφησα εκεί;».
Ο θρυλικός φωτογράφος Σεσίλ Μπίτον και η Ντε Ακόστα διατηρούσαν μακρά αλληλογραφία και τις περισσότερες φορές το θέμα που συζητούσαν ήταν φυσικά η Γκάρμπο. Είχαν και οι δύο εμμονή μαζί της.
Ένα άλλο γράμμα -με παραλήπτη τη «Μελένια»- την ευχαριστεί που τα πήρε.
Ο θρυλικός φωτογράφος Σεσίλ Μπίτον και η Ντε Ακόστα διατηρούσαν μακρά αλληλογραφία και τις περισσότερες φορές το θέμα που συζητούσαν ήταν φυσικά η Γκάρμπο. Είχαν και οι δύο εμμονή μαζί της.
Το χειμώνα του 1958 η Μερσέντες γράφει στον Μπίτον: «Πήγαμε για ψώνια σήμερα το απόγευμα και είναι αξιοσημείωτη η αίσθηση που προκαλεί πάντα. Σε κάθε τετράγωνο κάποιος την παρατηρεί και κάποια κορίτσια μας ακολουθούσαν και προσπαθούσαν να τη φωτογραφίσουν. Ένας Θεός ξέρει πώς την αναγνώρισαν, γιατί είχε ένα κασκόλ δεμένο γύρω από το κεφάλι της, εκείνο το παλιό κουρασμένο παλτό από δέρμα φώκιας μέχρι το έδαφος και μεγάλες μπότες χιονιού. Δύσκολα να θυμίσει μια συμβατική σταρ του κινηματογράφου, αλλά το προσωπάκι της είναι πάντα όμορφο και μάλλον απλά το βλέπουν αυτό όλοι».
Ο Σεσίλ Μπίτον αποκάλυψε στα ημερολόγιά του ότι η Γκρέτα χώρισε με τη Μερσέντες όχι επειδή έγραψε γι' αυτήν στη βιογραφία της αλλά «επειδή θεωρούσε ότι της έφερνε κακοτυχία».
Της έφερνε κακοτυχία
Κάποιος είπε ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Μερσέντες εκβίαζε τη Γκάρμπο. Ήταν φτωχή και βαριά άρρωστη και ζητούσε χρήματα. Φαίνεται ότι απείλησε να πουλήσει τα γράμματα και να τα δημοσιοποιήσει αν η Γκάρμπο δεν πλήρωνε γι' αυτά. Αλλά «κάποιος» πλήρωσε τους λογαριασμούς της και οι επιστολές δεν πουλήθηκαν ποτέ. Στην πραγματικότητα φιλοξενήθηκαν στο Μουσείο Rosenbach, μακριά από τα «χέρια χυδαίων ανθρώπων».
Ο Σεσίλ Μπίτον αποκάλυψε στα ημερολόγιά του ότι η Γκρέτα χώρισε με τη Μερσέντες όχι επειδή έγραψε γι' αυτήν στη βιογραφία της αλλά «επειδή θεωρούσε ότι της έφερνε κακοτυχία».
Είναι απλώς μια θεωρία, αλλά οι δύο γυναίκες δεν έβλεπαν σχεδόν καθόλου η μία την άλλη τη δεκαετία του '60.
«Η Ντε Ακόστα ήταν ένα συναρπαστικό πρόσωπο, αλλά ήταν πιο ενδιαφέρον να διαβάζεις γι' αυτήν παρά να την έχεις φίλη στην πραγματική ζωή. Πολύ εμμονική, πολύ απαιτητική» σχολιάζει ο Μπίτον.
Την ημέρα της κηδείας της Μερσέντες Ντε Ακόστα (9 Μαΐου 1968) κάποιος ισχυρίστηκε ότι είδε τη Γκρέτα Γκάρμπο ντυμένη με παλτό και σκούρα γυαλιά -σχεδόν αγνώριστη- στην άλλη πλευρά του δρόμου. Το τελευταίο, κρυφό αντίο, ίσως;

