Η Ανθή Ευστρατιάδου μού αποκαλύφθηκε αρχικά μέσα από μια πράξη. Μια πράξη ομορφιάς. Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ που έξω φυσούσε πολύ κι έκανε κρύο κι εκείνη μέσα στο Θέατρο Προσκήνιο, όπου υποδυόταν την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν σε σκηνοθεσία (αξιομνημόνευτη) του Δημήτρη Καραντζά, καιγόταν. Καιγόταν να ζήσει.
Συνδέθηκα με την ηρωίδα που έβλεπα στη σκηνή από τα πρώτα δευτερόλεπτα της παράστασης. Αντιλαμβανόμουν τις αιτίες πίσω από τις φαινομενικά αλλόκοτες αντιδράσεις της σαν να παρακολουθώ κάποιον που γνωρίζω καλά για καιρό. Με έκανε να συγκινηθώ και να γελάσω, να νιώσω δίψα για ζωή και, τελικά, εν αντιθέσει με τη φύση του φινάλε του ιψενικού δράματος, να φύγω από το θέατρο εκείνο το βράδυ κάπως πιο ήσυχη, με ένα χαμόγελο εσωτερικό που φώναζε «επιτέλους μια πράξη, μια πράξη ομορφιάς» απέναντι στη γενικευμένη ασχήμια και τον συμβιβασμό με το σάπιο. Κάπως έτσι, με μια αντίστοιχη ροή, κύλησε και η συζήτησή μας στον «Κύριο Χου» στα Πετράλωνα.
Μιλώντας στο ΒΗΜΑ/GRACE «Σε πρώτο Ενικό», η 43χρονη ηθοποιός μού διηγήθηκε σε περίπου πενήντα λεπτά το (αξιοθαύμαστο) ταξίδι της ζωής της ως εκείνη τη μέρα κι έπιασα σε πολλά σημεία τον εαυτό μου να ανακαλύπτει σημεία ταύτισης με τις πράξεις της σε κάθε επίπεδο, προσωπικό, κοινωνικό, επαγγελματικό. Στο αγχώδες συναίσθημα της κοινωνικής ανάγκης να ανήκεις κάπου, που της το γιάτρεψε η εναλλαγή που προσφέρει το θέατρο. Και που ίσως σκέφτομαι πια πως δεν είναι προς «γιατρειά», αν το δει κανείς ως προτέρημα. Στην αναζήτηση μιας διεξόδου από τον εγκλωβισμό του ατομικισμού προς τη συντροφικότητα και τα πιο συλλογικά μονοπάτια. Και, σίγουρα, στην εναγώνια λαχτάρα για περισσότερη επαφή με τη φύση και για πράγματα απλά που κάνουν τις μέρες σπουδαίες. Όπως είναι το να παρατηρείς ένα παιδί να παίζει, τον ήλιο να δύει, τα αστέρια στο ουράνιο στερέωμα να ακτινοβολούν τη νύχτα και τη φωτιά να καταπίνει κλαδιά και σκέψεις σε μια παραλία μπροστά από μια αυτοσχέδια σκηνή μια νύχτα του (άγιου) ελληνικού καλοκαιριού.
Αν θέλετε κι εσείς να απολαύσετε την Ανθή Ευστρατιάδου επί σκηνής, θα τη βρείτε σήμερα και αύριο στην Πειραιώς 260 στον Χώρο Δ, όπου ανεβαίνει (από την Πέμπτη 19 Ιουνίου έως την Κυριακή 22 Ιουνίου) η παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση, ένα από τα αριστουργήματα του Κρητικού Θεάτρου της Αναγέννησης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.
*Γεννήθηκα το ’82 και μεγάλωσα στου Ζωγράφου όπου τότε υπήρχε μια αίσθηση γειτονιάς. Το πρώτο που θυμάμαι από το Δημοτικό είναι ότι συνδέθηκα πολύ με ένα άλλο κορίτσι και γίναμε κολλητές, τη Νατάσα, και αντιμετωπίζαμε μαζί όλες τις δυσκολίες. Είχαμε έναν δάσκαλο, θυμάμαι, ο οποίος μας χτυπούσε. Και τα συζητούσαμε. Συζητούσαμε και τα προβλήματα στο σπίτι. Είχαμε την ίδια κασετίνα. Είχαμε την ίδια τσάντα. Και παρ’ ότι ήμουν συνεσταλμένο παιδί, ταυτόχρονα, είχα πολλή ενέργεια μέσα μου. Στα διαλείμματα την έβαζα να με κυνηγάει. Έκανα διάφορα, σκαρφάλωνα, έπεφτα, μ’ άρεσαν πολύ τα παιχνίδια τα κινητικά.