ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Ανθή Ευστρατιάδου – Σε πρώτο Ενικό: «Νόημα για μένα έχει να βοηθάς τον άλλον»

Ανθή Ευστρατιάδου – Σε πρώτο Ενικό: «Νόημα για μένα έχει να βοηθάς τον άλλον» 1

Με αφορμή τη συμμετοχή της στην παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου (Πειραιώς 260 – Χώρος Δ, 19-22 Ιουνίου), η Ανθή Ευστρατιάδου αφηγείται «Σε πρώτο Ενικό» το ταξίδι της ζωής της, μια περιπέτεια γεμάτη αγωνίες, αλήθεια, ακρότητες και γνήσια ομορφιά.

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ

Η Ανθή Ευστρατιάδου μού αποκαλύφθηκε αρχικά μέσα από μια πράξη. Μια πράξη ομορφιάς. Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ που έξω φυσούσε πολύ κι έκανε κρύο κι εκείνη μέσα στο Θέατρο Προσκήνιο, όπου υποδυόταν την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν σε σκηνοθεσία (αξιομνημόνευτη) του Δημήτρη Καραντζά, καιγόταν. Καιγόταν να ζήσει.

Συνδέθηκα με την ηρωίδα που έβλεπα στη σκηνή από τα πρώτα δευτερόλεπτα της παράστασης. Αντιλαμβανόμουν τις αιτίες πίσω από τις φαινομενικά αλλόκοτες αντιδράσεις της σαν να παρακολουθώ κάποιον που γνωρίζω καλά για καιρό. Με έκανε να συγκινηθώ και να γελάσω, να νιώσω δίψα για ζωή και, τελικά, εν αντιθέσει με τη φύση του φινάλε του ιψενικού δράματος, να φύγω από το θέατρο εκείνο το βράδυ κάπως πιο ήσυχη, με ένα χαμόγελο εσωτερικό που φώναζε «επιτέλους μια πράξη, μια πράξη ομορφιάς» απέναντι στη γενικευμένη ασχήμια και τον συμβιβασμό με το σάπιο. Κάπως έτσι, με μια αντίστοιχη ροή, κύλησε και η συζήτησή μας στον «Κύριο Χου» στα Πετράλωνα.

Μιλώντας στο ΒΗΜΑ/GRACE «Σε πρώτο Ενικό», η 43χρονη ηθοποιός μού διηγήθηκε σε περίπου πενήντα λεπτά το (αξιοθαύμαστο) ταξίδι της ζωής της ως εκείνη τη μέρα κι έπιασα σε πολλά σημεία τον εαυτό μου να ανακαλύπτει σημεία ταύτισης με τις πράξεις της σε κάθε επίπεδο, προσωπικό, κοινωνικό, επαγγελματικό. Στο αγχώδες συναίσθημα της κοινωνικής ανάγκης να ανήκεις κάπου, που της το γιάτρεψε η εναλλαγή που προσφέρει το θέατρο. Και που ίσως σκέφτομαι πια πως δεν είναι προς «γιατρειά», αν το δει κανείς ως προτέρημα. Στην αναζήτηση μιας διεξόδου από τον εγκλωβισμό του ατομικισμού προς τη συντροφικότητα και τα πιο συλλογικά μονοπάτια. Και, σίγουρα, στην εναγώνια λαχτάρα για περισσότερη επαφή με τη φύση και για πράγματα απλά που κάνουν τις μέρες σπουδαίες. Όπως είναι το να παρατηρείς ένα παιδί να παίζει, τον ήλιο να δύει, τα αστέρια στο ουράνιο στερέωμα να ακτινοβολούν τη νύχτα και τη φωτιά να καταπίνει κλαδιά και σκέψεις σε μια παραλία μπροστά από μια αυτοσχέδια σκηνή μια νύχτα του (άγιου) ελληνικού καλοκαιριού.

Αν θέλετε κι εσείς να απολαύσετε την Ανθή Ευστρατιάδου επί σκηνής, θα τη βρείτε σήμερα και αύριο στην Πειραιώς 260 στον Χώρο Δ, όπου ανεβαίνει (από την Πέμπτη 19 Ιουνίου έως την Κυριακή 22 Ιουνίου) η παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση, ένα από τα αριστουργήματα του Κρητικού Θεάτρου της Αναγέννησης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

*Γεννήθηκα το ’82 και μεγάλωσα στου Ζωγράφου όπου τότε υπήρχε μια αίσθηση γειτονιάς. Το πρώτο που θυμάμαι από το Δημοτικό είναι ότι συνδέθηκα πολύ με ένα άλλο κορίτσι και γίναμε κολλητές, τη Νατάσα, και αντιμετωπίζαμε μαζί όλες τις δυσκολίες. Είχαμε έναν δάσκαλο, θυμάμαι, ο οποίος μας χτυπούσε. Και τα συζητούσαμε. Συζητούσαμε και τα προβλήματα στο σπίτι. Είχαμε την ίδια κασετίνα. Είχαμε την ίδια τσάντα. Και παρ’ ότι ήμουν συνεσταλμένο παιδί, ταυτόχρονα, είχα πολλή ενέργεια μέσα μου. Στα διαλείμματα την έβαζα να με κυνηγάει. Έκανα διάφορα, σκαρφάλωνα, έπεφτα, μ’ άρεσαν πολύ τα παιχνίδια τα κινητικά.

Η ζωή μου είχε πάρα πολλά ακρότητες. Είχε σίγουρα πράγματα από δοκιμές σε ουσίες μέχρι ταξίδια, που κανείς θα έλεγε ότι είναι ρισκαδόρικα. Αλλά ακριβώς επειδή ήταν μόνο δοκιμές, ποτέ δεν κατέληξαν να με καθορίζουν.

*Δεν ήταν εντελώς ανέμελη η παιδική μου ηλικία. Είχε και άγχος. Με άγχωναν τα καινούρια μαθήματα ή με άγχωναν πράγματα που συνέβαιναν μέσα στην οικογένειά μου ενώ, από την άλλη, είχα μεγάλη όρεξη για ζωή και για παιχνίδι. Ήμουν καλή στα μαθήματα αλλά δεν ήταν κάτι που μου έβγαινε αβίαστα. Κάποιες φορές αισθανόμουν την υποχρέωση να είμαι καλή.

*Στην αρχή μέναμε δίπλα από το θέατρο «ΣΤΟΑ». Και στην πραγματικότητα η πρώτη και μοναδική για πολλά χρόνια επαφή που είχα με το θέατρο ήταν σε κάτι μαθήματα που διοργάνωνε το θέατρο «ΣΤΟΑ». Αυτό το ένα μάθημα που έχω κάνει, το θυμάμαι ακόμα. Ήταν ένα θεατρικό παιχνίδι. Νομίζω μας είχαν βάλει να κάνουμε τις αγριόπαπιες από τον Νιλς Χόλγκερσον. Και μετά δεν είχα καμία επαφή με θέατρο στην πραγματικότητα, μέχρι που πέρασα στη Σχολή.

*Μικρή δεν θυμάμαι να ονειρεύομαι ότι θέλω να γίνω κάτι. Όμως θυμάμαι μ’ άρεσε πολύ να τρέχω, να γράφω, να τραγουδάω και να πηγαίνω σε διαγωνισμούς χορού που συνήθως είχαν “Lambada”, και άρα ήταν ένας μεγάλος μου στόχος να κερδίζω τους διαγωνισμούς “Lambada”,  με τη στολή που είχα “Lambada”. Θυμάμαι να βλέπω πρώτη φορά το βιντεοκλιπ με το μαύρο αγοράκι και το ξανθό κοριτσάκι που κάπως, νομίζω για όλους μας, που γεννηθήκαμε αυτές τις χρονιές, αποτέλεσε μια πρώτη εικόνα ερωτική που μας είχε «σοκάρει» ως μικρά παιδιά.

Μια βράβευση δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι, όσο σημαίνει - περισσότερο για μένα - ότι έγινε μία δουλειά από όλους σε μία δεδομένη στιγμή που μπόρεσε να ακουμπήσει άλλους και, άρα, εσύ να προταθείς για μία βράβευση.

*Η μητέρα μου ήταν προϊσταμένη στον Ερυθρό Σταυρό και ο πατέρας μου ηλεκτρολόγος στον Ερυθρό Σταυρό και από τις πρώτες μνήμες που έχω, είναι να με πηγαίνουν παιδικό σταθμό μέσα στον Ερυθρό Σταυρό . Έχω πολύ ζωντανές εικόνες από το νοσοκομείο, που για μένα ήταν ένας κόσμος με μία ορατή - για τους περισσότερους – πλευρά αλλά και μία αόρατη - για αυτούς που δουλεύουν. Όπως αυτήν από τον χώρο όπου έμπαιναν οι νοσοκόμες για να αλλάξουν, από όπου έχω μια πολύ έντονη εικόνα, με ντουλάπια και όλες τις γυναίκες να βάζουν καλσόν και την άσπρη ποδιά και το καπελάκι του Ερυθρού Σταυρού και εγώ να κάθομαι να τις κοιτάω. Και υπήρχε και η άλλη πλευρά του πατέρα μου, που ήταν στα υπόγεια, όπου τεχνικοί και ηλεκτρολόγοι έκαναν βάρδες και είχαν ράντζα και κοιμόντουσαν εκεί και ήταν δίπλα στα σκουπίδια.

*Η πρώτη ταινία που έχω δει ποτέ είναι το “Hook” που στην πραγματικότητα ήταν η ιστορία του Peter Pan, και στο οποίο έπαιζε ο Robin Williams και ο Dustin Hoffman. Με είχε πάει η θεία μου.

*Επειδή ήμουν έτσι ενεργητική έκανα πολλά αθλήματα. Κάποια στιγμή έκανα και κολυμβητήριο και βόλεϊ και στίβο, οπότε είχα ένα πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα αρκετά καταπιεστικό. Νομίζω έγινα πιο εσωστρεφής και μελαγχολική στην εφηβεία. Άλλαξα σχολείο, είχα καινούριες παρέες που με επηρέαζαν στο τι άκουγα, άρχισα να ακούω μουσικές που δεν άκουγα πριν. Και κάπου στο Λύκειο κάπως αντέδρασα, οπότε σταμάτησα τον αθλητισμό και το να είμαι προσηλωμένη στα μαθήματα και απολάμβανα περισσότερο την ελευθερία που δεν είχα πιο πριν.

*Δεν έβαλα ποτέ αφίσα στο δωμάτιό μου. Αλλά άρχισα να ακούω Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά, μαζί και με Παπάζογλου. Και Nirvana. Πιο μεγάλη άκουγα πολύ Διάφορα Κρίνα. Και ελληνικό πανκ, Γενιά του Χάους, μετά Joy Division. Τέτοια ακούσματα είχαμε τότε. Και πηγαίναμε και στη Βίλλα Αμαλία να δούμε τι συμβαίνει εκεί.

*Πάντα με έναν τρόπο αισθανόμουν πολύ άσχημα. Αυτό θυμάμαι στην εφηβεία, γιατί κάπως, ενώ το κάθε παιδί είχε την ανάγκη να ανήκει κάπου, εγώ σε κάθε χώρο που έμπαινα δεν ένιωθα ότι ανήκω. Ενώ έχω δοκιμάσει πάρα πολλά πράγματα, ποτέ δεν είπα ότι ανήκω σε έναν χώρο. Είτε αυτός είναι της μουσικής, όπως κάποια παιδιά, για παράδειγμα, μπορεί να ακούνε metal και η ζωή τους να είναι με βάση το είδος της μουσικής που ακούνε. Ή αντίστοιχα, οι πάνκηδες ή οι αναρχικοί, ανάλογα, είτε είναι μουσική, είτε είναι ιδεολογία. Ή αντίθετα, όταν ξεκίνησε όλη αυτή η φάση με την ηλεκτρονική μουσική και με όλα αυτά τα clubs που πηγαίναμε και ακούγαμε rave ή techno ή house, ούτε εκεί αισθανόμουν απαραίτητα ότι ανήκω. Αλλά αυτό το λέω τώρα, εκ των υστέρων, και με μία αίσθηση του «α, ωραία είναι, δοκιμάζεις, δοκιμάζεις και κάπου μπορεί να καταλήξεις». Τότε μου ήταν δυσβάσταχτο, με έναν τρόπο, γιατί πάντα κάτι έλειπε. Πάντα, κάπως, δεν ήμουν εξ ολοκλήρου εκεί.

*Αυτήν την αίσθηση ότι δεν ανήκω κάπου μπορώ να την αποκωδικοποιήσω μόνο εκ των υστέρων και μόνο μέσα από το φίλτρο του θεάτρου, που ίσως σου δίνει αυτή την εναλλαγή, όπου ποτέ δεν είσαι ένα πράγμα κι ούτε πρέπει να χτίσεις την ταυτότητά σου γύρω από ένα στοιχείο. Μόνο έτσι μπορώ να το δω.

Δεν κάνω τόσο σχέδια για το μέλλον, περισσότερο κάνω όνειρα που έχουν να κάνουν με μια μεγαλύτερη επαφή με τη φύση.

*Η ζωή μου στα νεανικά χρόνια είχε πάρα πολλά ακρότητες. Είχε σίγουρα πράγματα που έχω κάνει από δοκιμές σε ουσίες μέχρι ταξίδια, που κανείς θα έλεγε ότι είναι ρισκαδόρικα. Αλλά ακριβώς επειδή ήταν μόνο δοκιμές, ποτέ δεν κατέληξαν να με καθορίζουν. Οπότε, ας πούμε, έχω γυρίσει την Βουλγαρία με οτοστόπ σε νταλικέρηδες χωρίς καθόλου λεφτά πάνω μου. Έχω φύγει κάνοντας «ελεύθερο» στην Ιταλία, όπου έβρισκα, μαζί με φίλους. Έχω φτάσει στη Νάπολη που είναι πολύ επικίνδυνη πόλη. Έχω κάνει, δηλαδή, ταξίδια αρκετά επικίνδυνα, που όμως δεν έγινε τίποτα εν τέλει αλλά αυτό ήταν θέμα τύχης. Έχω δοκιμάσει πράγματα που ο κάθε γονιός θα έλεγε στο παιδί του «πρέπει να προσέχεις και να μην τα δοκιμάζεις».

*Οι γονείς μου, ακριβώς γιατί ήταν άνθρωποι του μεροκάματου και μυρμηγκάκια, δηλαδή μάζευαν τα λεφτά με στόχο να τα δίνουν στα παιδιά τους, κάπως στο κομμάτι το οικονομικό μάς επηρέασαν στο να μη δανειζόμαστε ποτέ, να είμαστε με ό,τι λεφτά έχουμε κι αυτά να χαλάμε. Εξού και δεν είχα ποτέ πιστωτική κάρτα. Και από τη θεία μου θα έλεγα ότι επηρεάστηκα πολύ στο κομμάτι της ενδοσκόπησης. Στο να γίνω καλή, να εξελιχθώ ως άνθρωπος για να αντιμετωπίσω τα ζητήματά μου. Πρώτα να τα συνειδητοποιήσω και μετά να τα δουλέψω.

*Ο αθλητισμός σε διδάσκει να έχεις μεγάλη υπομονή, επιμονή και πειθαρχία. Και με έναν τρόπο να ξεπερνάς τα όρια σου κάθε φορά. Χωρίς να λογαριάζεις αν πονάς. Αυτό όμως, ενώ είναι θετικό, ταυτόχρονα είναι και πολύ αρνητικό, γιατί στον χώρο του θέατρου, για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο να τραυματιστείς, όπως και έχω τραυματιστεί πολλές φορές, γιατί έχω μάθει να μην ακούω τα όρια μου ή να κάνω πίσω αυτά που αισθάνομαι με έναν τρόπο. Οπότε το καθετί και σε βοηθάει και σε δυσκολεύει.

*Στα χρόνια της Σχολής περισσότερο είχα την επιθυμία να ψάξω ποια είμαι. Δεν είχα μια συγκεκριμένη επιθυμία. Το άγχος μου ήταν να βρω ποια είναι η επιθυμία μου.

*Ποτέ δεν είχα έναν συνειδητό στόχο να γίνω μια γνωστή ηθοποιός. Πάντα πάλευα με το αν μ' αρέσει ή δεν μ' αρέσει, ακριβώς γιατί κάπως ήδη από τη Σχολή, σου μεταφέρουν οι άνθρωποι ότι πρέπει να δουλεύεις με αυτόν τον τρόπο και να συνάπτεις σχέσεις με αυτόν τον τρόπο και κάπως και πάλι εγώ δεν με έβλεπα πολύ μέσα σε αυτό, οπότε ποτέ δεν μπορούσα να πω ότι «ναι, αυτό είναι, αυτό θα κάνω». Κι έτσι τα βήματά μου ήταν πολύ διστακτικά, θα έλεγα.

Η κόρη μου η Νέλλη μού κάλυψε ένα βαθύ, υπαρξιακό κενό σε σχέση με τη μοναξιά.

*Με τις βραβεύσεις το πρώτο συναίσθημα που είχα ήταν έκπληξη και κάποια δυσπιστία ότι αξίζω κάτι τέτοιο. Γιατί πάντα είχα στο νου μου ότι βραβεύονται άνθρωποι που κάπως αντικειμενικά το αξίζουν. Οπότε όταν ήρθε αυτό κοντά μου κατέρρευσε λίγο η οπτική πάνω στο τι θεωρούσα αντικειμενικό. Μεγαλώνοντας, βέβαια, καταλαβαίνουμε ότι μία βράβευση δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι, όσο σημαίνει - περισσότερο για μένα - ότι έγινε μία δουλειά από όλους τους συντελεστές σε μία δεδομένη χρονική στιγμή που μπόρεσε να ακουμπήσει άλλους και, άρα, εσύ να προταθείς για μία βράβευση. Ποτέ δεν μπορούσα να το δω ως κάτι που απευθύνεται σε έναν άνθρωπο.

*Και τι δεν με έχει μάθει η κόρη μου, η Νέλλη. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω. Θεωρώ ότι είμαι σχεδόν άλλος άνθρωπος. Η Νέλλη μού κάλυψε ένα βαθύ, υπαρξιακό κενό σε σχέση με τη μοναξιά. Κάπως ησύχασε ένα κομμάτι μου, που πάντα αγχωνόμουν ότι θα μείνω μόνη σε όλη μου τη ζωή. Και από κει και ύστερα, νομίζω ότι η επαφή μου με την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις είναι σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Θέλω να πω ότι όταν είσαι άυπνη έναν χρόνο ολόκληρο και όταν η κούραση πια είναι τόσο μεγάλη, πράγματα που συμβαίνουν μέσα στον χώρο του θεάτρου, σου φαίνονται πολύ μικρότερα. Οπότε σε εμένα λειτουργήσε τα πρώτα χρόνια έτσι, ακριβώς γιατί πήρα και έναν χρόνο off από το επάγγελμα. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο μ' αρέσει αυτή η δουλειά. Ακριβώς γιατί πήρα χρόνο μακριά απ' αυτήν και κατάλαβα πως τα προβλήματα δεν έχουν και τόσο σημασία, ως ένα βαθμό, γιατί υπάρχουν και κάποια ζητήματα που έχουν σημασία όντως. Αλλά τα πράγματα που θεωρώ ότι καθρεφτίζουν και ζητήματα δικά μας πολυ προσωπικά, ψυχικά, ήρθαν κάπως και καταλάγιασαν, παράλληλα με τη δουλειά που κάνω, γιατί κάνω ψυχοθεραπεία πολλά χρόνια. Οπότε η Νέλλη, ναι, στο επαγγελματικό κομμάτι, μου καθάρισε την επιθυμία μου όσο τίποτε άλλο.

*Όταν ήμουν μικρή, ο έρωτας έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο. Τώρα μπορώ να καταλάβω ότι σίγουρα ήμουν ένας άνθρωπος που του άρεσε η φαντασίωση. Γιατί στον έρωτα αυτό κάνεις, φαντασιώνεσαι ότι είναι κάπως αλλιώς ο άλλος, ότι συνδέεστε, είναι όλο ένας ενθουσιασμός που, με έναν τρόπο, είναι παραμύθι. Αυτά τα κομμάτια, όταν μπαίνεις σε μια καθημερινότητα οικογένειας, εκλείπουν μπορώ να πω, δεν βιώνεις το ίδιο συναίσθημα. Σε κάθε μακροχρόνια σχέση αυτό συμβαίνει. Δεν βιώνεις τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια ένταση και την ίδια παραφορά. Κομμάτια όμως πάντα υπάρχουν αν δουλεύεις και διατηρείς την ερωτική επαφή με τον σύντροφο ή τη σύντροφό σου. Αλλά και κομμάτια τέτοιας φαντασίωσης ομολογώ πως μου καλύπτει το θέατρο.

Όταν ήμουν μικρή, ο έρωτας έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο. Τώρα μπορώ να καταλάβω ότι σίγουρα ήμουν ένας άνθρωπος που του άρεσε η φαντασίωση. Γιατί στον έρωτα αυτό κάνεις, φαντασιώνεσαι ότι είναι κάπως αλλιώς ο άλλος.

*Για μένα η «Έντα Γκάμπλερ» ήταν μια συνεχής προσπάθεια να συνδεθώ με περιοχές πολύ σκοτεινές, που είναι και δυσβάσταχτες γιατί είναι ένας χαρακτήρας που πάλευε με το νόημα στη ζωή. Δεν έβρισκε πουθενά νόημα, ήταν έτσι διαμορφωμένη κιόλας, οπότε δεν την κάλυπταν οι σχέσεις με τον τρόπο που η κοινωνία επιβάλλει να είναι. Δηλαδή μια γυναίκα να παντρεύεται, να κάνει παιδί, ο άντρας να φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, η γυναίκα να μένει μέσα στο σπίτι, και με έναν τρόπο όλα αυτά που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα ζητήματα εμπεριέχονται σε αυτό το κείμενο, γύρω από έναν χαρακτήρα όπως είναι η Έντα που έχει ένα δυναμικό εντελώς ανεκμετάλλευτο. Είναι μία γυναίκα εξαιρετικά έξυπνη, εξαιρετικά παρατηρητική, η οποία πρέπει συνεχώς να αναμασάει τις σκέψεις της και όλο αυτό το ανεκμετάλλευτο δυναμικό να βγαίνει μέσα από χαραμάδες της ύπαρξής της βίαια. Αναγκαστικά θα έβγαινε βίαια, γιατί είναι τόσο καταπιεσμένο που βγαίνει παρορμητικά σε κινήσεις βίας και σε σκέψεις καταστροφής. Οπότε η ομορφιά για την Έντα είναι πολύ πιο κοντά στην ομορφιά της ποίησης. Είναι σαν να βλέπεις έναν πίνακα ή σαν να ακούς ένα συγκλονιστικό κομμάτι μουσικής. Γιατί, η ζωή γι’ αυτήν είναι έξω από αυτήν, είναι πάντα πίσω από ένα τζάμι. Οπότε, για την Έντα η ομορφιά είναι το σπάσιμο της ίδιας της ζωής - με τον τρόπο που μας αναγκάζουν να τη ζήσουμε βέβαια.

Πάντα στο μόνο στο οποίο πίστευα ήταν στην τέχνη της υποκριτικής και στο θέατρο.

*Αυτές τις μέρες με έχει πιάσει να αναρωτιέμαι ποιο νόημα έχουν όλα αυτά που κάνουμε ο καθένας. Και δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ίσως νόημα θα είχε κάτι που να γίνεται από ένα σύνολο ανθρώπων, να βοηθάς τον άλλον, να ακούς τον άλλον. Γυρίζω σε πολύ πρωταρχικά πράγματα, δηλαδή πως θα μπορέσουμε από το «κλείσιμο» που αισθάνομαι ότι έχει ο καθένας, έστω να αρχίσουμε να ακούμε τι συμβαίνει μέσα μας, στον διπλανό μας και να το ανοίγουμε σιγά - σιγά, στον χώρο που ζούμε, στη γειτονιά, στη πόλη, στη χώρα, στον κόσμο. Γίνονται τόσα πολλά πράγματα που εμένα τουλάχιστον με κάνουν να αποστρέφω το βλέμμα και μετά να σκέφτομαι «τι κάνουμε, για ποιον λόγο ζούμε, για ποιον λόγο γίνονται όλες αυτές οι παραστάσεις;». Τρέχουμε ο ένας μετά τον άλλον προσπαθώντας να υπάρξουμε καλλιτεχνικά και οικονομικά από το ένα στο άλλο συνέχεια, και μας αισθάνομαι όλους αποστραγγισμένους.

*Η ατομικότητα έχει χάσει πια το νόημα της. Επίσης έχει χαθεί και κάθε έννοια πίστης σε οτιδήποτε. Στην πραγματικότητα προσπαθώ κι εγώ να δώσω τι με έναν τρόπο πιστεύω. Όχι δογματικά. Γιατί πάντα το μόνο στο οποίο πίστευα τα τελευταία χρόνια ήταν πραγματικά στην τέχνη της υποκριτικής και στο θέατρο. Σ' έναν τόπο συνάντησης διαφορετικών ανθρώπων που προσπαθούν να συνομιλήσουν για να παράξουν κάτι πέρα από αυτούς τους ίδιους. Κι αυτό, αν μπορούσε, να μεταφραστεί με έναν τρόπο και στην ίδια τη ζωή.

Δεν κάνω τόσο σχέδια για το μέλλον, περισσότερο κάνω όνειρα που έχουν να κάνουν με μια μεγαλύτερη επαφή με τη φύση.

*Δεν κάνω τόσο σχέδια για το μέλλον, περισσότερο κάνω όνειρα που έχουν να κάνουν με μια μεγαλύτερη επαφή με την φύση. Με προβληματίζει πολύ το πώς κλείνομαι σε μια καθημερινότητα από την οποία δεν μπορώ να απεμπλακώ και πώς θα μπορέσουμε όλοι μας να βγαίνουμε και να βλέπουμε τη μεγαλύτερη εικόνα για να ξαναεστιάσουμε μετά σε κάτι. Κάπως με αισθάνομαι πολύ εστιασμένη στο να βγει η μέρα, με όλο το πρόγραμμα και όλες τις απαιτήσεις και αισθάνομαι ότι δεν κάνω πολύ αυτό το βήμα προς τα έξω.

*Το ελεύθερο κάμπινγκ πρώτα απ' όλα μου λείπει γιατί από τη στιγμή που γέννησα δεν κάνω. Αλλά αυτό που μου προσέφερε το «ελεύθερο» ήταν ότι το έβλεπα σαν μια διαβατήρια τελετή που με απομάκρυνε από όλες τις συνήθειες που είχα στο αστικό τοπίο. Τώρα μπορώ να το δω και από μέρα σε μέρα. Τις πρώτες μέρες ήμουν αρκετά νευρική πάντα και έφερνα τον ρυθμό της πόλης. Σιγά - σιγά, περπατώντας ξυπόλητη, άλλαζε κάπως ο τρόπος που περπατούσα. Μετά, ακριβώς επειδή ακολουθούσες αναγκαστικά τη Δύση και την Ανατολή, άλλαζε ο βιορυθμός σου. Άρχιζες να ακούς καλύτερα τους ήχους της φύσης. Άρα οι αισθήσεις, με έναν τρόπο, κάπως καθάριζαν και έκαναν μεγαλύτερη εστίαση. Πέρα από τις εικόνες, ότι ξυπνάς και κάνεις κατευθείαν μπάνιο στη θάλασσα, ότι βλέπεις το πλαγκτόν και είναι σαν να κολυμπάς στα αστέρια το βράδυ, ότι δεν χρειάζεσαι τίποτα πέρα από μια φωτιά και μια συζήτηση που μπορεί να σου ανοίξει το μυαλό.

Πάντα μ' άρεσε να περνάει η μέρα με προσπάθεια για πράγματα που δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Δηλαδή, να σηκωθείς, να κάνεις μπάνιο, να φτιάξεις έναν καφέ, μετά να μαζέψεις ξύλα, να φτιάξεις καμιά φωτιά, να μαγειρέψεις.

*Με έναν τρόπο το ίδιο πράγμα αναζητώ, να με τοποθετήσω σε ένα μεγαλύτερο σύνολο, όπως είναι ο κόσμος, όπως είναι η φύση. Πάντα μ' άρεσε να περνάει η μέρα με προσπάθεια για πράγματα που δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Δηλαδή, να σηκωθείς, να κάνεις μπάνιο, να φτιάξεις έναν καφέ, μετά να μαζέψεις ξύλα, να φτιάξεις καμιά φωτιά, να μαγειρέψεις αν έχεις γκάζι. Στο «ελεύθερο» έτσι περνούσε η μέρα, κάνοντας τα πολύ απλά πράγματα.

*Αν αφαιρέσεις, έστω για ένα μικρό διάστημα, αυτά που μας βοηθάνε στην καθημερινότητα να «τρέχουμε», το αυτοκίνητο, το κινητό, το πλυντήριο ρούχων, και πεις μια μέρα ότι θα περπατήσω από ένα σημείο σε ένα άλλο και μετά θα ξαναπερπατήσω για να φάω και να επιστρέψω, κάπως γεμίζεις. Γεμίζεις.

Η φωτογράφιση της Ανθής Ευστρατιάδου αλλά και η συνέντευξη φιλοξενήθηκε στο εσωτερικό και στην αυλή του café – bar «Κύριος Χου» στα Πετράλωνα.


Γυναικεία ζήλια: Όταν γίνεται τοξική + πώς να ζηλέψεις σωστά

Παρασκευή σημαίνει νέο επεισόδιο "Έχεις Δυο Λεπτά;" και αυτή τη φορά, η συζήτηση ξεκινά από τη ζήλια - όχι ως κατινιά, αλλά ως σύνθετο ανθρώπινο συναίσθημα.


ΑΠΟΡΡΗΤΟ