Η εικόνα του Peaky Blinder όπως την γνωρίζει το παγκόσμιο κοινό μέσα από τη σειρά του BBC -κομψοί, φρεσκοξυρισμένοι άνδρες με καλοραμμένα κοστούμια και καμπαρντίνες, προσεγμένο χτένισμα και καπέλα που κρύβουν ξυράφια- είναι περισσότερο μυθοπλασία παρά ιστορική αλήθεια. Ωστόσο, πίσω από τη λαϊκή φαντασίωση υπάρχει μια σκληρή πραγματικότητα: μια πραγματική συμμορία δρόμου που δρούσε στο Μπέρμιγχαμ από τη δεκαετία του 1880 έως και τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ήρωες ούτε αντισυστημικοί «ρομαντικοί κακοποιοί», αλλά παιδιά και νέοι άνδρες των φτωχών συνοικιών, που πάλευαν για επιβίωση σε ένα από τα πιο βιομηχανοποιημένα και βίαια αστικά τοπία της βικτωριανής Αγγλίας.
Το Μπέρμιγχαμ του 19ου αιώνα ήταν ένα εργοστασιακό κέντρο σε διαρκή αναβρασμό. Μεγάλες μάζες εργατών συνωστίζονταν σε παραπήγματα και αυλές, όπου η φτώχεια, η ανεργία και η βία αποτελούσαν καθημερινότητα. Από τα μέσα του αιώνα, οι δρόμοι κατακλύστηκαν από τυχερά παιχνίδια, παράνομα στοιχήματα και χαρτοπαικτικές λέσχες και αυτοσχέδιες αρένες βίας. Όταν η αστυνομία, έπειτα από πιέσεις της μπουρζουαζίας, άρχισε να καταδιώκει αυτά τα στέκια, οι νέοι οργανώθηκαν σε βίαιες συμμορίες, αποτελούμενες από νεαρά αγόρια ηλικίας 12 με 30 ετών: τις λεγόμενες slogging gangs. Από εκεί ξεπήδησε η πιο διαβόητη απ’ όλες: οι Peaky Blinders.
Το όνομα και ο μύθος των ξυραφιών
Η ετυμολογία του ονόματος έχει πολλές εκδοχές. Ο ιστορικός Carl Chinn εξηγεί ότι το «peaky» αναφερόταν στο χαρακτηριστικό καπέλο με γείσο, ενώ το «blinder» ήταν τότε σλανγκ του Μπέρμιγχαμ για κάποιον καλοντυμένο και εντυπωσιακό. Η λαϊκή εκδοχή με τα ξυράφια ραμμένα στο εσωτερικό των καπέλων είναι μάλλον μεταγενέστερος μύθος, αφού τα ξυράφια Gillette εμφανίστηκαν στην Αγγλία μόλις το 1908. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του «καπέλου-όπλου» παρέμεινε γοητευτική και βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη μυθοπλασία.

