Κάποτε ήσασταν αχώριστες. Πηγαίνατε μαζί στο αμφιθέατρο, φτάνατε μισοκοιμισμένες με καφέ στο χέρι, καθόσασταν πάντα στις ίδιες θέσεις, κάνατε πάντα κοπάνα στην ίδια καθηγήτρια και μετά, σχεδόν ιεροτελεστικά, πηγαίνατε για τσιγάρο στην καντίνα της σχολής. Τα βράδια βρίσκατε φτηνά μπαρ που σέρβιραν κοκτέιλ σε πλαστικό ποτήρι, μοιραζόσασταν κραγιόν, τσίχλες και μυστικά.
Όταν βρήκατε την πρώτη σας δουλειά μετά την αποφοίτηση, κάτι άλλαξε. Δεν το ξέρατε ακόμη, αλλά αυτή ήταν η αρχή του τέλους (καταραμένε καπιταλισμέ). Εντάξει, ίσως όχι του τέλους-τέλους, για όλες τις περιπτώσεις. Αλλά σίγουρα κάπως έτσι κλείσατε ένα κεφάλαιο δια παντός. Δεν είναι ότι δεν είχατε δουλέψει και πριν. Αλλά αυτό ήταν πλέον «δουλειά-δουλειά», ήταν η καριέρα σας, το αντικείμενο των σπουδών σας ή κάτι που προέκυψε στην πορεία. Αν σταθήκατε τυχερές, ήταν το όνειρό σας, αυτό που δεν ξέρατε ποτέ πώς θα φτάσετε, που περάσατε τόσα βράδια αναλύοντας, μη γνωρίζοντας πώς το αχανές μονοπάτι της ζωής θα σας φέρει εκεί. Και να που φτάσατε. Και είστε περήφανες η μία για την άλλη. Αλλά κάτι άλλαξε μια για πάντα.
Ξαφνικά έπρεπε να αφήνετε ραντεβού για να βρεθείτε. Να συγχρονίζετε τα ημερολόγια και τις άδειές σας για να κανονίσετε διακοπές. Εκτός κι αν πήγαινε διακοπές με το αγόρι της, τότε μάλλον θα πρέπει να περιμένεις μέχρι τα Χριστούγεννα.
Ή το επόμενο καλοκαίρι. Ή το Πάσχα. Ή…Πώς γίναμε έτσι;
Δεν πρόκειται μόνο για νοσταλγία. Πρόκειται για μια υπαρξιακή αναγνώριση: ότι καθώς μεγαλώνουμε, ακόμα κι οι πιο σταθερές φιλίες δοκιμάζονται, όχι επειδή λείπει η αγάπη, αλλά επειδή αλλάζουν οι χρόνοι, οι ρυθμοί, οι ανάγκες. Και πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε αλλιώς.