ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Η τέχνη των ορίων: Πώς να προστατευτούμε από την τοξικότητα σε κάθε επίπεδο

Η τέχνη των ορίων: Πώς να προστατευτούμε από την τοξικότητα σε κάθε επίπεδο 1
Netflix / The Break-Up

Στην εποχή των social media και της γρήγορης πληροφορίας, η λέξη «όρια» έχει γίνει καραμέλα. Όμως, πίσω από τη φθορά της χρήσης της κρύβεται η ανάγκη για πραγματική προστασία: η ικανότητα να λέμε «όχι» σε γονείς, φίλους, συντρόφους ή εργοδότες, παραμένει βασικό εργαλείο επιβίωσης σε έναν κόσμο που θεοποιεί την αυτοθυσία.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Στην εποχή της διαρκούς υπερδιέγερσης, όπου οι προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις συνθλίβονται υπό το βάρος των απαιτήσεων και των ανεκπλήρωτων προσδοκιών, η έννοια των «ορίων» επανέρχεται ως κεντρική λέξη-κλειδί. Δεν πρόκειται για μία αφηρημένη ψυχολογική σύσταση, αλλά για πρακτικό εργαλείο επιβίωσης σε μια κοινωνία που συχνά αποθεώνει την υπέρβαση, το «ναι σε όλα». την ανοχή και την ατέρμονη διαθεσιμότητα.

Η τοξικότητα δεν εμφανίζεται πάντοτε με βία ή θόρυβο. Μπορεί να εκδηλώνεται σιωπηρά, με συνεχείς μικρο-υποτιμήσεις, με παθητική επιθετικότητα, με την άρνηση αναγνώρισης των αναγκών μας. Κι αν στο συλλογικό φαντασιακό το πρόβλημα ταυτίζεται συχνά με τον αυταρχικό εργοδότη ή τον χειριστικό σύντροφο, στην πραγματικότητα η τοξικότητα μπορεί να αναπαράγεται στο οικογενειακό τραπέζι, στο φιλικό δίκτυο, ακόμα και στον χώρο εργασίας όπου «συνεργασία» συχνά σημαίνει διάχυση ευθυνών.

Η δυσκολία των ορίων με τους γονείς

Στο πεδίο της οικογένειας, η σύγκρουση είναι ίσως η πιο σκληρή. Οι γονείς, ως φορείς παραδοσιακών αντιλήψεων, συχνά διεκδικούν λόγο σε κάθε πτυχή της ζωής: από τις σχέσεις μέχρι τις επαγγελματικές επιλογές. Το παιδί –έστω και ενήλικο– συναντά το δίλημμα: πώς θέτεις όρια σε εκείνους που σε έφεραν στον κόσμο χωρίς να βιώσεις ενοχές; Οι ψυχολόγοι μιλούν για τη σημασία της «ενήλικης τοποθέτησης»: της δυνατότητας να πεις «σ’ ευχαριστώ για τη γνώμη σου, αλλά η απόφαση είναι δική μου» χωρίς να οδηγηθείς σε πλήρη ρήξη.

Η ελληνική οικογένεια, ιστορικά δομημένη γύρω από την αρχή της αλληλεξάρτησης, καθιστά την οριοθέτηση ένα σχεδόν αδύνατο εγχείρημα. Σε αντίθεση με πιο ατομοκεντρικές κοινωνίες, εδώ η «οικογενειακή γνώμη» δεν είναι απλώς συμβουλευτική: συχνά θεωρείται δεσμευτική. Οι γονείς, διαμορφωμένοι σε εποχές όπου η κοινωνική κινητικότητα ήταν περιορισμένη, τείνουν να προβάλλουν τις δικές τους ανασφάλειες και ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες στα παιδιά τους. Έτσι, το «τι δουλειά θα κάνεις», «πότε θα παντρευτείς», «πότε θα πάρεις σπίτι» ή «πώς θα μεγαλώσεις τα δικά σου παιδιά» μετατρέπεται από ερωτήσεις σε επιταγές.

Το ενήλικο παιδί βρίσκεται παγιδευμένο σε ένα διπλό δέσιμο: από τη μια, η βιολογική και συναισθηματική οφειλή προς εκείνους που το ανέθρεψαν κι από την άλλη, η ανάγκη να ζήσει με αυτονομία. Η ενοχή εδώ δεν είναι προσωπική αδυναμία, αλλά πολιτισμικό αποτύπωμα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2022-2024), η μέση ηλικία αποχώρησης των νέων από το πατρικό σπίτι στην ΕΕ είναι περίπου τα 26. Στην Ελλάδα, όμως, η μέση ηλικία είναι λίγο μετά τα 30, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν τα 29 έτη. Περί το 78% των Ελλήνων ηλικίας 20-29 ζουν με τους γονείς τους. Το κόστος στέγασης και οι οικονομικοί περιορισμοί θεωρούνται βασικοί παράγοντες που κρατούν τους νέους στο πατρικό σπίτι. Αυτά έχουν σημασία, καθώς η συμβίωση με τους γονείς για χρόνια θολώνει τα όρια.

Οι ψυχολόγοι μιλούν για «ενήλικη τοποθέτηση» όχι ως μια ευγενική φράση, αλλά ως συνειδητή πράξη επαναπροσδιορισμού του ρόλου. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο ενήλικας γιος ή κόρη αρνείται να δώσει λογαριασμό για προσωπικές αποφάσεις, επιμένοντας όμως σε έναν σταθερό αλλά ήρεμο τόνο. Στην πράξη, η οριοθέτηση στους γονείς δεν συμβαίνει σε μία στιγμή. Είναι μακροχρόνια διαδικασία: η επανάληψη της ίδιας φράσης, η σταθερότητα στην απόφαση, η άρνηση να υποκύψει κανείς σε ενοχές.

Αυτός ο «σκληρός διάλογος» δεν οδηγεί αναγκαστικά σε ρήξη. Αντιθέτως, μπορεί να προσφέρει μια νέα ισορροπία, όπου οι γονείς παύουν να βλέπουν το παιδί ως προέκταση του εαυτού τους και αρχίζουν να το αναγνωρίζουν ως ισότιμο ενήλικα. Το τίμημα, βέβαια, είναι οι στιγμές σύγκρουσης που αναπόφευκτα προηγούνται. Όμως χωρίς αυτές, η αυτονομία παραμένει γράμμα κενό.

Σχέσεις και συντροφικότητα

Στην ερωτική σφαίρα, τα όρια λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι στην απορρόφηση του ενός από τον άλλο. Οι λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» δεν είναι σημάδια ψυχρότητας, αλλά δείκτες σεβασμού. Η αδυναμία να τις χαράξει κανείς οδηγεί σε σχέσεις εξουσίας: ο ένας αποφασίζει, ο άλλος ακολουθεί. Οι ψυχολόγοι το περιγράφουν ως «συγχώνευση» (fusion), ένα φαινόμενο που οδηγεί γρήγορα σε δυναμικές εξουσίας.

Όταν ο ένας σύντροφος παίρνει τον ρόλο του καθοδηγητή, του σωτήρα ή του κριτή, ο άλλος μετατρέπεται σε παθητικό αποδέκτη. Αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα με φωνές ή εκβιασμούς: μπορεί να εκδηλωθεί με πιο ύπουλους τρόπους, όπως την αδιάκοπη απαίτηση για ενημέρωση («πού είσαι; με ποιον μιλάς;»), τον έλεγχο της κοινωνικής ζωής, ή ακόμη και με την αθώα φράση «χωρίς εσένα δεν υπάρχω». Αντίθετα, όταν τα όρια τίθενται νωρίς, με σαφήνεια και συνέπεια, η σχέση μπορεί να αναπτυχθεί πάνω σε ισορροπία και αμοιβαιότητα.

Έρευνες για τα μοτίβα δεσμού των νέων ζευγαριών στην Ελλάδα δείχνει ότι τα άτομα με αγχώδη ή αποφευκτικό στυλ προσκόλλησης έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να θέσουν σαφή όρια, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται είτε σε σχέσεις υπερ-εξάρτησης είτε σε επαναλαμβανόμενες αποστασιοποιήσεις. Το εύρημα αυτό συνδέεται με μια βαθύτερη κοινωνική συνθήκη: το γεγονός ότι η οικογένεια και η κοινωνία εξακολουθούν να επιβραβεύουν την αυτοθυσία του ενός για τον άλλον, ακόμη κι αν αυτή μεταφράζεται σε συναισθηματική καταπίεση.

Η οριοθέτηση στις σχέσεις, λοιπόν, δεν είναι μια αφηρημένη «κόκκινη γραμμή». Είναι μια πράξη καθημερινή και επίπονη: να διατηρείς οικονομική ανεξαρτησία, να υπερασπίζεσαι τον προσωπικό χρόνο, να αποδέχεσαι ότι μπορείς να αγαπάς χωρίς να συμμερίζεσαι όλα τα ενδιαφέροντα του άλλου. Είναι επίσης μια επικοινωνιακή δεξιότητα: να μιλάς για τις ανάγκες σου χωρίς ενοχή, να λες «αυτό δεν μου ταιριάζει» χωρίς να φοβάσαι ότι η σχέση θα καταρρεύσει.

Οι ειδικοί προτείνουν μια πρακτική μέθοδο: τη λεγόμενη «συμφωνία ορίων», μια συζήτηση όπου τα δύο μέρη ξεκαθαρίζουν τι θεωρούν αποδεκτό και τι όχι. Στην πράξη, μπορεί να σημαίνει ότι ο ένας σύντροφος δηλώνει ξεκάθαρα πως οι νυχτερινές κλήσεις στη δουλειά δεν θα παρεμβάλλονται στον χρόνο του ζευγαριού, ενώ ο άλλος ζητά σεβασμό στον προσωπικό του χώρο για κοινωνικές δραστηριότητες χωρίς τον/την σύντροφο. Αυτές οι μικρές «συμβάσεις» λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε η σχέση να μη διολισθήσει σε καθεστώς ελέγχου ή εξάρτησης.

Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: μπορεί ένας δεσμός να είναι ταυτόχρονα βαθύς και οριοθετημένος; Οι ειδικοί απαντούν πως ναι — αρκεί να μετακινηθούμε από το πρότυπο της απορρόφησης στο πρότυπο της συμβίωσης δύο ολόκληρων ατόμων. Εκεί, η αγάπη δεν μετριέται με την απώλεια του εαυτού, αλλά με τη δυνατότητα να σταθείς πλάι στον άλλον χωρίς να χάνεσαι.

Οι φίλοι που γίνονται βάρος

Η φιλία θεωρείται συχνά χώρος ανεπιτήδευτης αποδοχής κι απόλυτης ελευθερίας, ίσως περισσότερο κι από τον έρωτα. Η έννοια της φιλίας, όπως την κληρονομήσαμε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, φαντάζει ως το πιο αγνό είδος σχέσης: απαλλαγμένο από οικογενειακές υποχρεώσεις και κοινωνικά συμβόλαια. Ο Αριστοτέλης, στα «Ηθικά Νικομάχεια», μιλούσε για τρεις κατηγορίες φιλίας: εκείνη της χρησιμότητας, της τέρψης / ηδονής και της αρετής, με την τελευταία να αποτελεί την ύψιστη μορφή, όπου οι δύο φίλοι αγαπούν ο ένας τον άλλον «για αυτό που είναι».

Όμως ακόμη και εδώ, η τοξικότητα παραμονεύει: ο φίλος που ζητά συνεχώς αλλά σπάνια προσφέρει, εκείνος που σε θέλει διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή, ο άλλος που υποτιμά τις επιλογές σου «για το καλό σου», εκείνος που κάνει συνεχώς κακόβουλα σχόλια στο δυσδιάκριτο πλαίσιο της πλάκας ή στο όνομα της ειλικρίνειας. Γενικά, η τοξικότητα στις φιλίες εκδηλώνεται με τρόπους λιγότερο εμφανείς απ’ ό,τι στις ερωτικές σχέσεις. Δεν υπάρχει το δραματικό στοιχείο της ζήλιας ή του ελέγχου, αλλά μικρές, επαναλαμβανόμενες πράξεις που συσσωρεύονται.

Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες (Psychology Today, 2022), η δυσκολία να θέσουμε όρια στη φιλία οφείλεται στον φόβο κοινωνικής απομόνωσης. Η απώλεια ενός φίλου βιώνεται συχνά πιο σιωπηλά, αλλά όχι λιγότερο οδυνηρά, από έναν χωρισμό. Στην Ελλάδα, όπου οι φίλοι συχνά λειτουργούν ως προέκταση της οικογένειας, με σταθερές παρέες από το σχολείο ή το πανεπιστήμιο που συνεχίζουν για δεκαετίες και συχνά γίνονται συγκατοικήσεις και κουμπαριές, το να αποστασιοποιηθείς από έναν φίλο ισοδυναμεί με μικρή «κοινωνική έκπτωση».

Πρακτικά, η οριοθέτηση στη φιλία σημαίνει να μάθεις να λες «όχι» χωρίς ενοχή: όχι σε τηλεφωνήματα που μοιάζουν περισσότερο με συναισθηματική αποστράγγιση, όχι στη συνεχή απαίτηση για φυσική παρουσία, όχι σε συγκρίσεις που μειώνουν την αυτοεκτίμηση. Η οριοθέτηση, στην περίπτωση αυτή, δεν συνεπάγεται απόρριψη αλλά ρεαλισμό. Για παράδειγμα, το να πεις «δεν μπορώ τώρα, θα μιλήσουμε άλλη στιγμή» δεν καταργεί τη φιλία αλλά την προστατεύει από τη φθορά.

Ο χώρος εργασίας

Στον επαγγελματικό βίο, το ζήτημα των ορίων είναι ίσως το πιο ακανθώδες. Η κουλτούρα του «πάντα διαθέσιμος» έχει ενσωματωθεί σε έναν εργασιακό καπιταλισμό που μετρά αξία σε ώρες υπερεργασίας και συνεχή online (και, κάποιες φορές, offline) παρουσία. Ειδικά στον ελληνικό εργασιακό χώρο, η έννοια των ορίων μοιάζει με ανέκδοτο. Το 2024, ο μέσος όρος των πραγματικών εβδομαδιαίων ωρών εργασίας για εργαζόμενους πλήρους και μερικής απασχόλησης ηλικίας 20 έως 64 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην κύρια εργασία τους, διαμορφώθηκε στις 36 ώρες, παρουσιάζοντας πτώση σε σχέση με τις 37 ώρες το 2014. Στην Ελλάδα, όμως, ο μέσος όρος αγγίζει τις 40 ώρες, καθιστώντας μας πρωταθλητές Ευρώπης! Μάλιστα, το 12,4% των Ελλήνων εργαζομένων απασχολούνται περισσότερες από 49 ώρες την εβδομάδα, ποσοστό το οποίο είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.

Σε ένα τόσο ζοφερό πλαίσιο, η τοξικότητα εκδηλώνεται σε διπλά στάνταρ, αόριστη διατύπωση καθηκόντων και έλλειψη σαφών αρμοδιοτήτων, υπόγεια ανταγωνιστικά παιχνίδια και συνεχιζόμενο φόρτο εργασίας. Η θεσμική οριοθέτηση είναι περιορισμένη. Παρά την ύπαρξη συλλογικών συμβάσεων και δικαιωμάτων αποσύνδεσης, η εφαρμογή τους συχνά υπολείπεται. Η πρόσφατη νομοθεσία που επιτρέπει την εφαρμογή 13ωρων και 6ήμερης εργασίας είναι μόνο ένα παράδειγμα, της τοξικότητας που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε θεσμικά.

Από την άλλη, η ατομική οριοθέτηση, αν και αναγκαία, είναι δύσκολη. Οι εργαζόμενοι συχνά φοβούνται τις συνέπειες της άρνησης ή της διεκδίκησης προσωπικού χρόνου, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την επαγγελματική τους ανέλιξη ή ακόμη και τη διατήρηση της θέσης τους. Ωστόσο, η ανάγκη για οριοθέτηση είναι επιτακτική. Η υπερβολική εργασία χωρίς αντίστοιχη αναγνώριση οδηγεί σε burnout, μειωμένη παραγωγικότητα και απογοήτευση. Η θέσπιση σαφών ορίων, τόσο σε θεσμικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός υγιούς και βιώσιμου εργασιακού περιβάλλοντος.

Η αλλαγή απαιτεί συλλογική δράση και ατομική τόλμη. Οι εργαζόμενοι πρέπει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, να θέσουν σαφή όρια και να απαιτήσουν σεβασμό στον προσωπικό τους χρόνο. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να δημιουργήσουν έναν εργασιακό χώρο που να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να προάγει την ευημερία όλων.

Η κοινωνία της ανεκτικότητας και το τίμημα της σιωπής

Σε κάθε επίπεδο, το κοινό μοτίβο είναι το ίδιο: φοβόμαστε να θέσουμε όρια μήπως χάσουμε την αποδοχή. Όμως η ανεκτικότητα, όταν μετατρέπεται σε σιωπηλή συνενοχή, κοστίζει. Διαβρώνει την αυτοεκτίμηση, δημιουργεί εσωτερική εξουθένωση και εν τέλει μας καθιστά ανίκανους να συνδεθούμε ουσιαστικά.

Η τέχνη των ορίων δεν είναι πράξη βίας, αλλά μορφή αυτοπροστασίας. Είναι το δικαίωμα να ορίσουμε τον προσωπικό μας χώρο ως αναγκαία προϋπόθεση για να συνυπάρξουμε με τους άλλους. Φυσικά, η οριοθέτηση συνδέεται άμεσα με την ψυχική ανθεκτικότητα: όσοι τηρούν σαφείς γραμμές προστατεύουν όχι μόνο την ψυχική τους υγεία αλλά και την ποιότητα των διαπροσωπικών τους σχέσεων.

Και να θυμάστε, τα όρια δεν είναι τιμωρία. Δηλαδή, όταν λέμε «αυτό είναι το όριό μου» σημαίνει «σε θέλω στη ζωή μου και γι'αυτό χρειάζομαι αυτό το "μαξιλαράκι ασφαλείας", προκειμένου να μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά». Επίσης, τα όρια δεν είναι επιβολή κανόνων, τελεσίδικων κι απειλών, αφού δεν αφορούν τους άλλους αλλά εμάς τους ίδιους. «Δεν επιθυμώ να μου φέρονται με αυτόν τον τρόπο. Γιαυτό όταν μου φέρονται έτσι, τότε εγώ καλούμε να διατηρήσω την αξιοπρέπειά μου, ακολουθώντας τον χ ή τον ψ δρόμο».

Ένα εργαλείο αντίστασης

Σε μια κοινωνία όπου το «όχι» εκλαμβάνεται συχνά ως προσβολή, η ικανότητα να το προφέρουμε καθαρά και χωρίς ενοχές είναι επαναστατική. Το «όχι» δεν είναι ρήξη, είναι προϋπόθεση διαλόγου. Τα όρια δεν είναι τοίχοι, αλλά γέφυρες που ορίζουν με σαφήνεια τα σημεία συνάντησης.

Στο τέλος, το ζητούμενο δεν είναι να αποκοπούμε από τους άλλους, αλλά να μπορούμε να τους συναντήσουμε χωρίς να χανόμαστε. Να προστατεύσουμε τον εαυτό μας για να μπορέσουμε να μοιραστούμε το καλύτερο κομμάτι του.

Στο νέο επεισόδιο του podcast «Έχεις δύο λεπτά;» η Ειρήνη Ζουρνατζή και η Έλενα Πάκου μοιράζονται τις δικές τους εμπειρίες με τοξικές σχέσεις και περιβάλλοντα, συζητούν τις συνέπειές τους και δίνουν πρακτικές συμβουλές για εφαρμογή ορίων. Καλή ακρόαση!


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ