Στην εποχή της διαρκούς υπερδιέγερσης, όπου οι προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις συνθλίβονται υπό το βάρος των απαιτήσεων και των ανεκπλήρωτων προσδοκιών, η έννοια των «ορίων» επανέρχεται ως κεντρική λέξη-κλειδί. Δεν πρόκειται για μία αφηρημένη ψυχολογική σύσταση, αλλά για πρακτικό εργαλείο επιβίωσης σε μια κοινωνία που συχνά αποθεώνει την υπέρβαση, το «ναι σε όλα». την ανοχή και την ατέρμονη διαθεσιμότητα.
Η τοξικότητα δεν εμφανίζεται πάντοτε με βία ή θόρυβο. Μπορεί να εκδηλώνεται σιωπηρά, με συνεχείς μικρο-υποτιμήσεις, με παθητική επιθετικότητα, με την άρνηση αναγνώρισης των αναγκών μας. Κι αν στο συλλογικό φαντασιακό το πρόβλημα ταυτίζεται συχνά με τον αυταρχικό εργοδότη ή τον χειριστικό σύντροφο, στην πραγματικότητα η τοξικότητα μπορεί να αναπαράγεται στο οικογενειακό τραπέζι, στο φιλικό δίκτυο, ακόμα και στον χώρο εργασίας όπου «συνεργασία» συχνά σημαίνει διάχυση ευθυνών.
Η δυσκολία των ορίων με τους γονείς
Στο πεδίο της οικογένειας, η σύγκρουση είναι ίσως η πιο σκληρή. Οι γονείς, ως φορείς παραδοσιακών αντιλήψεων, συχνά διεκδικούν λόγο σε κάθε πτυχή της ζωής: από τις σχέσεις μέχρι τις επαγγελματικές επιλογές. Το παιδί –έστω και ενήλικο– συναντά το δίλημμα: πώς θέτεις όρια σε εκείνους που σε έφεραν στον κόσμο χωρίς να βιώσεις ενοχές; Οι ψυχολόγοι μιλούν για τη σημασία της «ενήλικης τοποθέτησης»: της δυνατότητας να πεις «σ’ ευχαριστώ για τη γνώμη σου, αλλά η απόφαση είναι δική μου» χωρίς να οδηγηθείς σε πλήρη ρήξη.
Η ελληνική οικογένεια, ιστορικά δομημένη γύρω από την αρχή της αλληλεξάρτησης, καθιστά την οριοθέτηση ένα σχεδόν αδύνατο εγχείρημα. Σε αντίθεση με πιο ατομοκεντρικές κοινωνίες, εδώ η «οικογενειακή γνώμη» δεν είναι απλώς συμβουλευτική: συχνά θεωρείται δεσμευτική. Οι γονείς, διαμορφωμένοι σε εποχές όπου η κοινωνική κινητικότητα ήταν περιορισμένη, τείνουν να προβάλλουν τις δικές τους ανασφάλειες και ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες στα παιδιά τους. Έτσι, το «τι δουλειά θα κάνεις», «πότε θα παντρευτείς», «πότε θα πάρεις σπίτι» ή «πώς θα μεγαλώσεις τα δικά σου παιδιά» μετατρέπεται από ερωτήσεις σε επιταγές.
