Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη εισχωρεί όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά μας με σκοπό να την κάνει πιο εύκολη και γρήγορη, μια νέα έρευνα του MIT Media Lab εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρήσης εργαλείων, όπως το ChatGPT στη γνωστική λειτουργία και τη μαθησιακή ανάπτυξη.
Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 54 άτομα ηλικίας 18 έως 39 ετών, ανέδειξε σημαντικές διαφορές στην εγκεφαλική δραστηριότητα μεταξύ όσων χρησιμοποίησαν το ChatGPT, όσων κατέφυγαν σε μηχανές αναζήτησης όπως η Google και όσων εργάστηκαν χωρίς καμία τεχνολογική βοήθεια. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συγγράψουν ένα δοκίμιο διάρκειας 20 λεπτών, ενώ η εγκεφαλική τους δραστηριότητα παρακολουθούνταν σε πραγματικό χρόνο.

Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα: όσοι βασίστηκαν στο ChatGPT παρουσίασαν τη χαμηλότερη εγκεφαλική ενεργοποίηση, τις φτωχότερες επιδόσεις και έτειναν να αναπαράγουν έτοιμες φράσεις χωρίς ουσιαστική κριτική επεξεργασία. Τα κείμενά τους κρίθηκαν από καθηγητές ως «χωρίς ψυχή» και επαναλαμβανόμενα, χωρίς πρωτοτυπία ή βάθος.
Αντίθετα, οι συμμετέχοντες που εργάστηκαν χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα δημιουργικότητας, μνήμης και νοηματικής επεξεργασίας, με έντονη συνδεσιμότητα στις εγκεφαλικές ζώνες άλφα, θήτα και δέλτα. Η ομάδα αυτή, σύμφωνα με τη βασική ερευνήτρια Nataliya Kosmyna, επέδειξε συγκέντρωση, περιέργεια και ενεργή εμπλοκή στη διαδικασία. Η χρήση της Google παρείχε επίσης οφέλη, ενεργοποιώντας γνωστικά κέντρα που συνδέονται με την επιλογή, την κρίση και την αξιολόγηση.