Λονδίνο, 1986. Στους σκοτεινούς δρόμους της βρετανικής πρωτεύουσας, εκεί όπου η υποκουλτούρα της πανκ και της αναρχίας έδινε παλμό στις νύχτες, έξι νεαροί Βέλγοι, άγνωστοι στο ευρύ κοινό, έφτασαν στριμωγμένοι σε ένα παλιό φορτηγάκι. Ήταν απόφοιτοι της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, οπλισμένοι μόνο με το ταλέντο και τις ριζοσπαστικές ιδέες τους. Μέσα σε τρεις μέρες, το όνομά τους αντηχούσε ήδη στα κορυφαία καταστήματα του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης – Barneys, Bergdorf Goodman, Liberty of London. Το θρυλικό παρατσούκλι Antwerp Six είχε γεννηθεί.
Τι έκανε όμως αυτή την ομάδα τόσο ασυγκράτητη, τόσο επαναστατική, τόσο μνημειώδη;
Η επιτυχία τους δεν ήταν απλώς προϊόν σύμπτωσης. Ήταν το αποτέλεσμα μιας ανεξέλεγκτης πολιτιστικής καταιγίδας. Στην πατρίδα τους, το Βέλγιο, το κράτος είχε αρχίσει να χρηματοδοτεί τη μόδα, δημιουργώντας ευκαιρίες για νέους δημιουργούς. Στην Ευρώπη, το Λονδίνο είχε γίνει η Μέκκα της αβάν-γκαρντ δημιουργικότητας, ξεπερνώντας ακόμα και το Παρίσι. Ταυτόχρονα, η δεκαετία του ’80 ήταν περίοδος αντιθέσεων: από τη μία, οικονομική άνθηση και λαμπερό power dressing, από την άλλη, κοινωνική αναταραχή, πολιτική καταπίεση και μια γενιά νέων που διψούσε να εκφραστεί μέσα από την τέχνη, τη μουσική, τη μόδα.
Η Antwerp Six εμφανίστηκε τη στιγμή που όλα ήταν έτοιμα να εκραγούν. Ήρθαν σαν σεισμός στη βιομηχανία, απορρίπτοντας τα καλογυαλισμένα πρότυπα της haute couture και φέρνοντας έναν άγριο, ωμό, σχεδόν πρωτόγονο αισθητισμό. Σχίστηκαν τα καλοραμμένα σακάκια, οι αναλογίες διαστρεβλώθηκαν, τα φύλα επαναπροσδιορίστηκαν. Ο κόσμος της μόδας δεν ήξερε αν έπρεπε να τρομάξει ή να λατρέψει.
