Η Άντζελα Γκερέκου, με τη σταθερή παρουσία της στον χώρο του πολιτισμού αλλά και με τη βαθιά προσωπική της σχέση με την ιστορία της Ελλάδας, δεν κρύβει τη συγκίνησή της για την επικείμενη πρεμιέρα της νέας ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή για τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Αθήνα.
Με μια ανάρτηση στο Instagram, η οποία συνοδεύτηκε από φωτογραφία της δίπλα στο άγαλμα του Καποδίστρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, η ηθοποιός αποτύπωσε το βάθος της προσωπικής της σύνδεσης με αυτή την ταινία, αλλά και το ταξίδι που εκείνη έχει κάνει μαζί της.
Στη λεζάντα της φωτογραφίας, η Άντζελα Γκερέκου ξεκινά μιλώντας για τη «βαθιά συγκίνηση» και τη «γλυκιά ανυπομονησία» που νιώθει για την πρεμιέρα της ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή. Δεν πρόκειται απλώς για μια κινηματογραφική στιγμή. Για εκείνη αποτελεί προσωπική υπόθεση, ένα έργο που δοκιμάστηκε, πέρασε μέσα από δυσκολίες, αλλά κατάφερε να σταθεί όρθιο, όπως γράφει και η ίδια.
Η Γκερέκου σημειώνει πως σημαντικό ρόλο στο να ολοκληρωθεί και να συνεχίσει να προχωρά η ταινία έπαιξαν οι Έλληνες της Ομογένειας στη Νέα Υόρκη, οι οποίοι πίστεψαν στο όραμα και το στήριξαν οικονομικά και ηθικά. Αυτό το στοιχείο, όπως αφήνει να εννοηθεί, είναι και ένας φόρος τιμής στη δύναμη και την ενότητα της ελληνικής κοινότητας στο εξωτερικό.
Αν και η ίδια δεν μπόρεσε να βρεθεί στην πρώτη παγκόσμια προβολή στο Museum of the Moving Image στην Αστόρια, υπογραμμίζει ότι η καρδιά της ήταν παρούσα.
Τώρα στρέφει το βλέμμα της στην πρεμιέρα της Αθήνας, την οποία περιμένει με συγκίνηση και ελπίδα.

Το μήνυμά της αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα όταν αναφέρεται στον Ιωάννη Καποδίστρια: έναν άνθρωπο που, όπως λέει, «με συντρόφευε από τα παιδικά μου χρόνια, που με δίδαξε τι σημαίνει πίστη, αφοσίωση, προσφορά». Με αυτά τα λόγια, η Γκερέκου αποκαλύπτει μια βαθιά συναισθηματική σύνδεση, σχεδόν πνευματική, με την ιστορική φυσιογνωμία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Για εκείνη, η ταινία δεν είναι απλώς έργο τέχνης, είναι δικαίωση. Είναι η αποτύπωση μιας αλήθειας που επιθυμεί να αναδυθεί και να ακουστεί. Κλείνει με μια ευχή που λειτουργεί και ως προσδοκία, εύχεται η ταινία να εμπνεύσει, να φωτίσει, να αγγίξει, να ενεργοποιήσει εκείνο το κομμάτι της συλλογικής μας ταυτότητας που ακόμη πιστεύει σε μια Ελλάδα του φωτός και της προόδου.
