Η ζωή μας, δυστυχώς, περιτριγυρίζεται από ένα like στα social media. Ένα μικρό εικονίδιο που μοιάζει να καθορίζει την αξία μας, να επιβεβαιώνει την ύπαρξή μας. Έχω σκέψεις και απορίες που δύσκολα θα εκφράσει κανείς δυνατά, γιατί φοβάται μήπως τον πουν κακό, ζηλιάρη ή «εκτός εποχής». Όμως κάποιες φορές, η σιωπή είναι συνενοχή σε μια ψευδαίσθηση.
Απορώ, λοιπόν, γιατί ένας γονιός ανεβάζει φωτογραφία των ανήλικων παιδιών του στα social media και ταυτόχρονα καλύπτει το πρόσωπό τους. Τι θέλει να δείξει; Ποιο είναι το σημαντικό μήνυμα πίσω από μια εικόνα ενός παιδιού στην παιδική χαρά ή την πρώτη μέρα στο σχολείο; Γιατί μια προσωπική στιγμή, που ανήκει στο παιδί, πρέπει να γίνει θέαμα για τους χρήστες του διαδικτύου;
Το θέμα δεν είναι ότι ανεβάζουν φωτογραφίες — είναι ότι τις ανεβάζουν με καλυμμένο πρόσωπο. Θέλεις να μου δείξεις το παιδί σου, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλεις να το δείξω. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση. Αν πραγματικά θέλεις να το προστατεύσεις, μην ανεβάζεις καθόλου τη φωτογραφία του. Αν όμως το κάνεις, καλύπτοντας το πρόσωπο, τότε μάλλον δεν πρόκειται για πράξη προστασίας, αλλά για συμβιβασμό μεταξύ του «θέλω να δείξω» και του «φοβάμαι να δείξω». Μια πράξη που φανερώνει την ανάγκη για επιβεβαίωση, μα και τον φόβο της κοινωνικής κριτικής.
Το «τέλειο» χωράει μόνο στην ψηφιακή βιτρίνα, γιατί αυτό θέλουμε να δείξουμε: όχι ποιοι είμαστε, αλλά ποιοι θα θέλαμε να φαινόμαστε.
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες «στιγμές» της διαδικτυακής ζωής. Άνθρωποι γράφουν επικήδειους στα social για κάποιον που έφυγε από τη ζωή, χωρίς καν να τον έχουν γνωρίσει. Αναφέρονται με συγκίνηση σε έναν αποθανόντα, λες και εκείνος μπορεί να τους διαβάσει. Πρόκειται για μια μορφή ψηφιακής θλίψης, που συχνά δεν εκφράζει αληθινό πόνο, αλλά ανάγκη να φανεί η ευαισθησία, να κερδηθεί η συμπάθεια, να μαζευτούν μερικές «καρδούλες». Και έτσι, η στιγμή του πένθους —που κάποτε ήταν ιερή και σιωπηλή— μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα.
