Το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ το παρακολουθώ εδώ και λίγες εβδομάδες, όχι γιατί οφείλω μονάχα ως δημοσιογράφος. Η επαγγελματική μου ορθότητα έχει τοποθετηθεί πλαγίως όσον αφορά τη σοβαρή έκταση των δρώμενων, καθώς το ενδιαφέρον μου έχει απόλυτα –έως και εμμονικά πια– μαγνητιστεί από τα δεκάδες digital βιντεάκια που κυκλοφορούν, εντός και κατά τη διάρκεια της εξεταστικής επιτροπής, που απαθανατίζουν τη Πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, να δίνει το δικό της «σόου» –ευτελίζοντας συχνά τους πάντες και τα πάντα– ρωτώντας και εξετάζοντας αθώους και ενόχους του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, με ένα χάρισμα να ξετυλίγει εν είδει τηλεοπτικού σεναρίου μια εριστική συμπεριφορά που σιγά σιγά θυμίζει κακοπαιγμένο ριάλιτι: ξεκινά ως «σοβαρή παρέμβαση», περνά από τη στάση «αγανακτισμένο πάνελ» και καταλήγει, μοιραία, σε meme με υπότιτλους Comic Sans. Εκεί όπου η πολιτική υποτίθεται πως απαιτεί επιχειρήματα εμφανίζεται το υψωμένο φρύδι· εκεί όπου χρειάζεται σχέδιο επιστρατεύεται ο θυμός σε δόσεις TikTok. Και εδώ κάποιος θα αναρωτηθεί: μα έχει δίκιο, μα επιθυμεί να αποκαλυφθούν εγκληματικά λάθη…
Δεν εξετάζουμε όμως σε αυτό το άρθρο γνώμης την πιθανή τελική έκβαση του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ. Ας λάμψει σύντομα η αλήθεια από την Ελληνική Δικαιοσύνη. Το δυστυχές είναι πως εμείς, από τον καναπέ μας, το γραφείο μας, το κρεβάτι μας, το σπίτι μας, την παρέα μας, μειδιούμε όταν η αντιπαράθεση γίνεται αυτοσκοπός, χάνει τη βαρύτητά της και μετατρέπεται σε σκετσάκι. Η κάμερα πιάνει την πόζα, το μοντάζ κάνει τα υπόλοιπα και η «σκληρή γραμμή» λιώνει σαν παγωτό στον ήλιο της υπερβολής.
Είναι το είδος πολιτικής που εμφανίζεται μόνιμα έτοιμη για σύγκρουση, σαν να έχει μπερδέψει – κάποιες φορές και όχι πάντα– την Ελληνική Βουλή με τηλεπαιχνίδι αντοχής νεύρων. Δεν απαντά, καταγγέλλει. Δεν διαφωνεί, επιτίθεται. Δεν πείθει, ανεβάζει ένταση. Το αποτέλεσμα; Όχι πολιτικός διάλογος, αλλά άφθονο υλικό για TikTok με δραματική μουσική από κάτω.
Έτσι γεννιέται το viral: όχι από την ισχύ των ιδεών, αλλά από την επανάληψη του ίδιου νεύρου μέχρι να γίνει καρικατούρα. Κι αν κάποτε η πολιτική ζητούσε πειθώ, σήμερα αρκεί μια ατάκα εκτός χρόνου για να κερδίσεις χιλιάδες κοινοποιήσεις. Μόνο που, μαζί με τα likes, χάνεται κι ένα κομμάτι αξιοπιστίας. Και αυτό, όσο κι αν γελάμε, δεν είναι αστείο.
Η πολιτική, όμως, δεν είναι διαγωνισμός decibel. Όταν κάθε εμφάνιση μοιάζει με πρόβα οργής και κάθε διαφωνία μετατρέπεται σε προσωπική επίθεση, το μήνυμα παύει να ακούγεται. Το κοινό δεν εξοργίζεται, δεν πείθεται, δεν προβληματίζεται. Απλώς απομονώνει τη στιγμή, προσθέτει μουσική υπόκρουση και τη στέλνει για μαζική κατανάλωση στα social media.
Κάπως έτσι η «μαχητικότητα» γίνεται καρικατούρα. Η αυστηρότητα θυμίζει κακή υποκριτική, η αγανάκτηση φαντάζει προσχεδιασμένη και η πολιτική θέση χάνεται πίσω από μορφασμούς και εξάρσεις. Δεν είναι ότι οι πολίτες δεν καταλαβαίνουν — είναι ότι καταλαβαίνουν πολύ καλά πως, όταν η σύγκρουση γίνεται αυτοσκοπός, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από πίσω.
Το viral δεν είναι επιτυχία. Είναι σύμπτωμα. Σύμπτωμα πολιτικού λόγου που δεν αντέχει ανάλυση και επιβιώνει μόνο σε αποσπάσματα. Και όταν μια πολιτικός γίνεται γνωστή περισσότερο για τα memes παρά για τις θέσεις της, το πρόβλημα δεν είναι το κοινό που γελά. Είναι η πολιτική που ξέμεινε από περιεχόμενο και αναζητά το θέαμα.
Έτσι η εριστική συμπεριφορά, αντί να φοβίζει, εκπαιδεύει το κοινό στο γέλιο. Και η πολιτική, αντί να πείθει, αυτοϋπονομεύεται. Γιατί όταν η κραυγή γίνεται ρουτίνα, στο τέλος δεν ακούγεται καν. Απλώς παίζει σε loop μέχρι να αλλάξει ο αλγόριθμος – ή το κανάλι.
Είναι το είδος πολιτικής που εμφανίζεται μόνιμα έτοιμη για σύγκρουση, σαν να έχει μπερδέψει – κάποιες φορές και όχι πάντα– την Ελληνική Βουλή με τηλεπαιχνίδι αντοχής νεύρων. Δεν απαντά, καταγγέλλει. Δεν διαφωνεί, επιτίθεται. Δεν πείθει, ανεβάζει ένταση. Το αποτέλεσμα; Όχι πολιτικός διάλογος, αλλά άφθονο υλικό για TikTok με δραματική μουσική από κάτω.
Και εδώ ακριβώς συμβαίνει το μοιραίο: το κοινό δεν εξοργίζεται. Διασκεδάζει. Γιατί όταν ο θυμός γίνεται μόνιμη κατάσταση, χάνει τη σοβαρότητά του και μοιάζει με κακή υποκριτική. Η «σκληρή στάση» καταλήγει γκριμάτσα, η «αποφασιστικότητα» θυμίζει πρόβα για meme, και η πολιτική θέση εξαφανίζεται κάπου ανάμεσα σε κεφαλαία γράμματα και αγανακτισμένες παύσεις.
Έτσι η εριστική συμπεριφορά, αντί να φοβίζει, εκπαιδεύει το κοινό στο γέλιο. Και η πολιτική, αντί να πείθει, αυτοϋπονομεύεται. Γιατί όταν η κραυγή γίνεται ρουτίνα, στο τέλος δεν ακούγεται καν. Απλώς παίζει σε loop μέχρι να αλλάξει ο αλγόριθμος – ή το κανάλι.
Κα Πρόεδρε, σε πολλά ίσως να έχετε δίκιο, σε πολλά περισσότερα ίσως να συμβάλλετε ουσιαστικά στο να βγούμε από το τούνελ των σκανδάλων, το «Φωσκολίκι» όμως στην εποχή του Netflix είναι ξεκάθαρα αναχρονιστικό, σε μια εποχή που το πολιτικό βήμα δεν πρέπει να γίνεται υποχείριό σας.
