Ή ακόμα κι αν χτυπήσει, αραιά και που πλέον, στην άλλη άκρη της γραμμής θα βρίσκεται ένας εντεταλμένος υπάλληλος με σεμιναριακή κατάρτιση πάνω στην προκάτ αγοραλογία κάποιου πακέτου τηλεφωνίας ή μιας ευκαιρίας για φτηνότερο -υποτίθεται- ρεύμα.
Υπάρχει, επίσης, πάντα η περίπτωση να είναι οι μικρο- κομπιναδόροι της περιοχής. Θυμάμαι ένα ανάλογο σκηνικό τον Αύγουστο του 2017, όταν το σταθερό τηλέφωνο κουδούνισε επίμονα ένα πρωί.
«Έλα μαμά, καλημέρα» λέω μεμιάς. Δεν έχω καν δει το νούμερο αυτού που με καλεί, είμαι σίγουρη ότι τόσο αχάραγα μόνο η μάνα μπορεί να είναι. «Καλλλλημέρα παιδίμ» ακούω από την άλλη πλευρά. Το λάμδα ήταν τόσο παχύ και ρευστό, σαν να άκουγα το αντίστοιχο σύμφωνο από το κυριλλικό αλφάβητο, τύπου δηλαδή για λιουμπλιού τιμπιά (Я люблю тебя).
«Ποιος είναι» ρωτάω θυμωμένα γιατί έχω ακούσει πάμπολλες ιστορίες με τηλεφωνήματα για δήθεν ατυχήματα κάποιου μέλους της οικογένειας και την απαίτηση χρημάτων. «Η μαμά ίμι, έχω σπάσι το πόδιμ, ίμι στο νουσοκουμίο» ακούω. «Η μαμά μου δεν είναι μπαμπούσκα με μαγουλάδες» φωνάζω κοιτώντας την οθόνη του τηλεφώνου για να δω το νούμερο. Άγνωστο, όπως και αι βουλαί του Κυρίου.
Κάποτε πληκτρολογούσες έναν αριθμό, που σπάνια ξεπερνούσε τα επτά ψηφία, τον οποίο συνήθως γνώριζες με την καρδιά και τα δάχτυλα.