Παραμονές Χριστουγέννων και, όπως κάθε χρόνο, κάνουμε ότι ψάχνουμε «το τέλειο δώρο». Κουτιά, σακούλες, φορτιστές, οθόνες, πράγματα που σε έξι μήνες θα είναι ξεπερασμένα και σε δώδεκα θα τα ψάχνουμε στο πατάρι αναρωτώμενοι γιατί τα πληρώσαμε. Κι όμως, τα πραγματικά δώρα που χρειάζονται τα παιδιά μας δεν χωράνε σε κουτί, δεν έχουν οδηγίες χρήσης και –το χειρότερο– δεν αγοράζονται. Αυτό τα κάνει και τόσο ενοχλητικά.
Έχω έναν γιο 17 ετών. Σχεδόν ενήλικο. Σχεδόν άνδρα. Σίγουρα όχι πια παιδί. Και κάπου εδώ αρχίζει η άβολη εξομολόγηση: φοβάμαι πως το σημαντικότερο δώρο είτε το έχασα, είτε το έδωσα χωρίς να το καταλάβω. Πράγμα που, ας είμαστε ειλικρινείς, είναι ο πιο κλασικός τρόπος να μεγαλώνεις ένα παιδί.
Σεβασμό όχι θεωρητικό. Όχι τύπου «σε σέβομαι αλλά θα σου εξηγήσω γιατί κάνεις λάθος». Σεβασμό που πονάει λίγο. Που σημαίνει να δεχτείς ότι το παιδί σου δεν είναι το project αυτοβελτίωσης που φανταζόσουν, ούτε η αναβαθμισμένη έκδοση του εαυτού σου. Είναι άλλος άνθρωπος. Με δικό του χαρακτήρα, δικά του γούστα, δικές του σιωπές. Και μερικές φορές, δυστυχώς, με μουσική που δεν αντέχεται.
Λέμε συχνά ότι «δίνουμε τα πάντα» στα παιδιά μας. Και το πιστεύουμε. Τους δίνουμε χρόνο. Τους δίνουμε ευκαιρίες, δραστηριότητες, γλώσσες, αθλήματα, πτυχία πριν ακόμα καταλάβουν τι τους αρέσει. Τους δίνουμε συμβουλές, άποψη, καθοδήγηση, άγχος. Τους δίνουμε ένα μέλλον τόσο καλά σχεδιασμένο που δεν χωράει ούτε μια λάθος επιλογή. Και κάπου εκεί ξεχνάμε να τους δώσουμε κάτι πιο απλό και ταυτόχρονα πιο πολυτελές: σεβασμό στην προσωπικότητά τους.
Σεβασμό όχι θεωρητικό. Όχι τύπου «σε σέβομαι αλλά θα σου εξηγήσω γιατί κάνεις λάθος». Σεβασμό που πονάει λίγο. Που σημαίνει να δεχτείς ότι το παιδί σου δεν είναι το project αυτοβελτίωσης που φανταζόσουν, ούτε η αναβαθμισμένη έκδοση του εαυτού σου. Είναι άλλος άνθρωπος. Με δικό του χαρακτήρα, δικά του γούστα, δικές του σιωπές. Και μερικές φορές, δυστυχώς, με μουσική που δεν αντέχεται.
