Η λέξη «παντελονάτος» κουβαλάει κάτι από την απελπισία της Έμμα Μποβαρύ όταν περιφερόταν στη γαλλική επαρχία με τη φαντασίωση μιας ζωής που δεν την χωρούσε -γεμάτη αυταπάτες για το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος. Μόνο που, σε αντίθεση με την Έμμα, αυτοί που χρησιμοποιούν χωρίς δεύτερη σκέψη τον επιθετικό αυτόν χαρακτηρισμό, δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να αποχαιρετήσουν το δράμα της εποχής τους.
Αν ο Γκυστάβ Φλωμπέρ έγραφε σήμερα το λεξικό των Κοινών Τόπων, πιθανότατα θα σημείωνε δίπλα στον «παντελονάτο»: «Περιέχει αβαρή ίχνη ανδρικής ανωτερότητας» για να προσθέσει, ενδεχομένως, μια ατάκα από την εισαγωγή του: «Αυτή την απολογία της ανθρώπινης προστυχιάς, μ’ όλες της τις όψεις, ειρωνική και κραυγαλέα […] με το σκοπό να τελειώσουμε οριστικά μ’ όλες τις γελοιότητες, όποιες και να’ ναι».
O «παντελονάτος» ή η «παντελονάτη συμπεριφορά» κολλάει πάνω μας επίμονα, σαν λεκές που μοιάζει να εξαφανίστηκε στους 60° αλλά στο φως της ημέρας επανεμφανίζεται ύπουλα.
Μια κοινωνία ωριμάζει όταν μαθαίνει να κοιτάζει τις λέξεις της σαν να είναι καθρέφτες. O «παντελονάτος» ή η «παντελονάτη συμπεριφορά» κολλάει πάνω μας επίμονα, σαν λεκές που μοιάζει να εξαφανίστηκε στους 60° αλλά στο φως της ημέρας επανεμφανίζεται ύπουλα. Σαν τικ που κρύβει ολόκληρη την αμηχανία μιας εποχής, η οποία προσπαθεί να απεξαρτηθεί από τις αγκυλώσεις της, αλλά δεν ξέρει ακριβώς πώς.
Γιατί τι σημαίνει «παντελονάτος»; Ότι κάποιος «κρατάει τον λόγο του»; Ότι είναι «καλός, τίμιος και σταθερός»; Ότι είναι «ντόμπρος»; Ότι «δε μασάει»; Ότι «μασάει και φτύνει και τα κουκούτσια»; Μα από πότε η ηθική και η «σωστή ξήγα» έχει dress code;
