«Η δεκαετία του '90 ήταν μια χρυσή εποχή για τις μητροπολοτικές εφημερίδες και τα glossy περιοδικά, ωστόσο τα περισσότερα αντίτυπα καταστράφηκαν ή ανακυκλώθηκαν μέσα σε ένα μήνα και δεν μετατράπηκαν ποτέ σε ψηφιακά αρχεία. Ήταν μια δεκαετία που έβλεπες απολύτως τα πάντα πριν δεν τα ξαναδείς ποτέ» γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας και δοκιμιογράφος της ποπ κουλτούρας, Chuck Klosterman, στο βιβλίο του 2022, «Τhe Νineties», εστιάζοντας σε μια εποχή τόσο μακρινή πλέον για τους σημερινούς εικοσάρηδες όσο τα ριζοσπαστικά 60s για τους τωρινούς πενηντάρηδες.
Ταυτόχρονα τόσο κοντινή σε αναφορές, ύφος, μουσική, ερεθίσματα, μόδα και συνήθειες, που μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία γονείς και παιδιά δεν είχαν τόσο παρόμοιο λαϊφστάιλ, τόσο κοντινές αναζητήσεις και τόσο ασαφές χάσμα γενεών.
«Το μόνο που πραγματικά κάνει τη διαφορά είναι τα κινητά τηλέφωνα. Ίσως στα 90s ζούσαμε λίγο περισσότερο τη στιγμή, ίσως όχι» λέει μια φίλη πατώντας το δάχτυλό της επίμονα πάνω σε μια φωτογραφία στην οθόνη του κινητού της ώστε να την κάνει αυτοκόλλητο και να τη στείλει στην κόρη της στο ίνσταγκραμ -η ταμπέλα του boomer τη φρικάρει όσο και οι ρυτίδες στο πόδι της χήνας.
Δουλεύαμε και ζούσαμε ανάκατα, καταρρίπταμε τις προκάτ βεβαιότητες, λατρεύαμε την υπερβολή. Ήμασταν στα 90s και τίποτα καθιερωμένο δεν έβγαζε νόημα.
«...Kαι ο τρόπος που τυλίγονταν πάνω σε νέους συντρόφους και κάπνιζαν στο κόκκινο χαλί, ή μεθούσαν και έλεγαν απρόσκοπτα, αστεία πράγματα. Έμοιαζαν όλοι τόσο "καυτοί και αλλού"...» γράφει η Lou Stoppard στους New York Times μιλώντας για τα είδωλα και το στυλ των fin de siecle των 90s, τα οποία όπως φαίνεται αποτελούν αντικείμενα συγκλονιστικής γοητείας για όσους δεν τα έζησαν από πρώτο χέρι.
«Η εποχή της αερόσολας, των D&G, των Miss Sixty» συνεχίζει η Stoppard σε ένα άρθρο του 2021 με τίτλο «Η Γενιά Z αναβιώνει τη δεκαετία του '90» για να περάσει στην πιο ουσιαστική διαπίστωση: «Υπάρχει, βέβαια, μια έντονη ειρωνεία στο γεγονός ότι μια γενιά χρησιμοποιεί τα smartphones και το διαδίκτυο ως πύλη σε μια λιγότερο διαδικτυακή εποχή, προκειμένου να φαντασιώνεται τον περιορισμό της εξάρτησής της από την τεχνολογία».
Τα 90s ήταν παραληρηματικά, αδιέξοδα κατά τόπους, ελπιδοφόρα στη γενική κατάταξη και προκλητικά απελευθερωτικά ως προς τον τρόπο που βγαίναμε από το καβούκι μας. Πάρτι της νύχτας και σημειολογία της ημέρας. Επιβράβευση του αλλόκοτου, με κάθε τρόπο. Δουλεύαμε και ζούσαμε ανάκατα, καταρρίπταμε τις προκάτ βεβαιότητες, λατρεύαμε την υπερβολή. Ήμασταν στα 90s και τίποτα καθιερωμένο δεν έβγαζε νόημα.
Η δεκαετία που όρισε το τέλος της χιλιετίας, μοιάζει με απάγκιο καταφύγιο όταν όλα γύρω μας αλλάζουν υστερικά γρήγορα και τίποτα δε βγάζει νόημα μέσα στην σκληρότητά του -τα 90s παραμένουν μια φωλιά.
«Κάθε χρονική περίοδος που πέρασε ποτέ φάνηκε πρωτοφανής στους ανθρώπους που έτυχε να τη ζήσουν - κανείς δεν πίστεψε ποτέ ότι ο κινεζικός αφορισμός "μακάρι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσες εποχές" δεν ίσχυε για τη ζωή που συμπτωματικά ζούσε» γράφει ο Chuck Klosterman σε άλλο σημείο στο «Τhe Νineties».
Παρόλα αυτά, η δεκαετία που όρισε το τέλος της χιλιετίας, μοιάζει με απάγκιο καταφύγιο όταν όλα γύρω μας αλλάζουν υστερικά γρήγορα και τίποτα δε βγάζει νόημα μέσα στην σκληρότητά του -τα 90s παραμένουν μια φωλιά.
Το βιβλίο του μουσικού παραγωγού Μαρκ Ρόνσον, που κυκλοφορεί τώρα, έχει τον υπότιτλο «Night People. Πώς να γίνεις DJ στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’90» και σε κάνει να νιώθεις ότι, ακόμα κι αν δεν έζησες εκείνη την εποχή, θα ήθελες να την είχες ζήσει – ή τουλάχιστον να είχες ζήσει μια-δυο νύχτες της σε όλο τους το μεγαλείο.
Είναι αφιερωμένο στους «νυχτόβιους» – τους οποίους ο Βρετανό-Αμερικανός Ρόνσον αποκαλεί «αυτούς που γίνονται ο καλύτερος εαυτός τους μόλις δύσει ο ήλιος».
Και κάπως έτσι, φτάσαμε να λέμε ιστορίες από τα υπερβατικά 90s. To λες και τύχη. Μόνο που θα προτιμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τον κορεάτικο τρόπο στην αφήγηση των παραμυθιών μας: αντί για το δυτικό «μια φορά κι έναν καιρό» θα λέμε «τότε που κάπνιζαν οι τίγρεις».
Σε ένα άλλο βιβλίο, που επίσης κυκλοφορεί τώρα, με τίτλο «Blood, Sweat and Asparagus Spears» και το οποίο είναι αφιερωμένο στον καινοτόμο Άγγλο σεφ Μάρκο Πιερ Γουάιτ, ο δημοσιογράφος Άντριου Τουρβίλ παρουσιάζει το πώς η εστιατορική σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου πέρασε από το «άνοστο και βουτυράτο φαγητό» στο fine dining, ενώ αποποιήθηκε τον ενδυματολογικό κώδικα του κοστουμιού, της γραβάτας και του «καλού ντυσίματος» για να δοκιμάσει μισελενάτα πιάτα.
Όντως, στα 90s ανακαλύψαμε ότι «γκουρμέ» δε σημαίνει απαραίτητα ρόκα-παρμεζάνα, ενώ τα πρώτα δείγματα του FOMO είχαν αρχίσει να μας χτυπούν την πόρτα, όχι υπό τη μορφή της σημερινής νεύρωσης και σίγουρα όχι ως ακρωνύμιο -μόνο το PLUR (Peace Love Unity Respect) αντιλαμβανόμασταν τότε ως σύνολο αρχών της rave κουλτούρας.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε να λέμε ιστορίες από τα υπερβατικά 90s. To λες και τύχη. Μόνο που θα προτιμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τον κορεάτικο τρόπο στην αφήγηση των παραμυθιών μας: αντί για το δυτικό «μια φορά κι έναν καιρό» θα λέμε «τότε που κάπνιζαν οι τίγρεις».
Επιμύθιο #1
«Στη δεκαετία του '90, το να μην κάνεις τίποτα επίτηδες ήταν μια έγκυρη επιλογή, και ένα συγκεκριμένο είδος κουλ έγινε πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο. Το κλειδί για αυτό το coolness ήταν η αδιαφορία για τη συμβατική επιτυχία. Η δεκαετία του '90 δεν ήταν μια εποχή για τους φιλόδοξους» - Chuck Klosterman, The Nineties
Επιμύθιο #2
«Μέρος της πολυπλοκότητας του να ζεις μέσα στην ιστορία είναι η διαδικασία να εξηγείς πράγματα για το παρελθόν που ποτέ δεν εξήγησες στον εαυτό σου. Τόσες πολλές προσωρινές πραγματικότητες, που παρατηρούνται από μακριά στον καθρέφτη, θα φανούν γελοίες, τελικά, σε κάθε άτομο που δεν ήταν εκεί» - Chuck Klosterman, The Nineties
