Ή ακόμα κι αν χτυπήσει, αραιά και που πλέον, στην άλλη άκρη της γραμμής θα βρίσκεται ένας εντεταλμένος υπάλληλος με σεμιναριακή κατάρτιση πάνω στην προκάτ αγοραλογία κάποιου πακέτου τηλεφωνίας ή μιας ευκαιρίας για φτηνότερο -υποτίθεται- ρεύμα.
Υπάρχει, επίσης, πάντα η περίπτωση να είναι οι μικρο- κομπιναδόροι της περιοχής. Θυμάμαι ένα ανάλογο σκηνικό τον Αύγουστο του 2017, όταν το σταθερό τηλέφωνο κουδούνισε επίμονα ένα πρωί.
«Έλα μαμά, καλημέρα» λέω μεμιάς. Δεν έχω καν δει το νούμερο αυτού που με καλεί, είμαι σίγουρη ότι τόσο αχάραγα μόνο η μάνα μπορεί να είναι. «Καλλλλημέρα παιδίμ» ακούω από την άλλη πλευρά. Το λάμδα ήταν τόσο παχύ και ρευστό, σαν να άκουγα το αντίστοιχο σύμφωνο από το κυριλλικό αλφάβητο, τύπου δηλαδή για λιουμπλιού τιμπιά (Я люблю тебя).
«Ποιος είναι» ρωτάω θυμωμένα γιατί έχω ακούσει πάμπολλες ιστορίες με τηλεφωνήματα για δήθεν ατυχήματα κάποιου μέλους της οικογένειας και την απαίτηση χρημάτων. «Η μαμά ίμι, έχω σπάσι το πόδιμ, ίμι στο νουσοκουμίο» ακούω. «Η μαμά μου δεν είναι μπαμπούσκα με μαγουλάδες» φωνάζω κοιτώντας την οθόνη του τηλεφώνου για να δω το νούμερο. Άγνωστο, όπως και αι βουλαί του Κυρίου.
Κάποτε πληκτρολογούσες έναν αριθμό, που σπάνια ξεπερνούσε τα επτά ψηφία, τον οποίο συνήθως γνώριζες με την καρδιά και τα δάχτυλα.
Θυμάμαι, επίσης, καθαρά πώς ήταν η ζωή όταν τα αναλογικά τηλέφωνα έπαιρναν φωτιά. Τι πολύπλευρη εμπειρία ήταν κάποτε να μιλάς στο τηλέφωνο. Πληκτρολογούσες έναν αριθμό, που σπάνια ξεπερνούσε τα επτά ψηφία, τον οποίο συνήθως γνώριζες με την καρδιά και τα δάχτυλα.
Απέφευγες να τηλεφωνείς μετά τις 9 μ.μ. ή τις ώρες κοινής ησυχίας- υπήρχαν πολλοί κανόνες ευγένειας γύρω από τα τηλέφωνα, και αυτοί οι κανόνες βοηθούσαν τους ανθρώπους να προσποιούνται ότι το συναισθηματικό χάος που καλλιεργούσαν οι τηλεπικοινωνίες με όλη αυτή την ανεξέλεγκτη, από στόμα σε αυτί ομιλία - σαν ψίθυρος σε μεγάλες αποστάσεις - δεν υπήρχε.
Χασμουρητά, αγκομαχητά, αναστεναγμοί, λυγμοί, λαρυγγισμοί που σχημάτιζαν τη μια λέξη μετά την άλλη, αδρανή ή παθιασμένη. Έκανες κάθε ήχο που κάνουν οι άνθρωποι -το ίδιο και η άλλη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Η απόλυτη ένωση της μοναξιάς.
Μια συζήτηση στο τηλέφωνο μπορούσε να διαρκέσει ώρες ολόκληρες, καθώς καθόσουν στο κρεβάτι των γονιών σου, στριφογυρίζοντας το σγουρό καλώδιο, ή έσερνες το τηλέφωνο του σπιτιού στο μπάνιο, για να μονοπωλήσεις σθεναρότερα την οικογενειακή τηλεπικοινωνία.
Χασμουρητά, αγκομαχητά, αναστεναγμοί, λυγμοί, λαρυγγισμοί που σχημάτιζαν τη μια λέξη μετά την άλλη, αδρανή ή παθιασμένη. Έκανες κάθε ήχο που κάνουν οι άνθρωποι -το ίδιο και η άλλη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Η απόλυτη ένωση της μοναξιάς.
Η εισβολή προέρχονταν από τα άλλα μέλη της οικογένειας που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη μοναδική γραμμή του νοικοκυριού. Διαφωνίες μπορούσαν να ξεσπάσουν στο πιτς φιτίλι, οι οποίες επιδεινώνονταν από το πόσο πρόθυμος ήταν κανείς να κρύψει από τον συνομιλητή του την φασαρία της οικογενειακής διχόνοιας ή του αυστηρού πατερναλισμού.
Τα παλαιά τηλέφωνα -ειδικά τα τηλέφωνα με τα καλώδια αλλά και τα ασύρματα αρχικά- έγιναν το οξυγόνο για όποιον επιθυμούσε μια σύνθετη κοινωνική, συναισθηματική και φλύαρη ζωή, ένα αξιόπιστο φωνητικό- ακουστικό θαύμα, οικειότητα, φιλία, ρομαντισμό, καταφύγιο.
Το σήμα του κατειλημμένου ισοδυναμούσε με τη στιγμιαία ακύρωση -με μια πρόσκαιρη ήττα. Τουτ-τουτ-τουτ-τουτ.
Τα παλαιά τηλέφωνα -ειδικά τα τηλέφωνα με τα καλώδια αλλά και τα ασύρματα αρχικά- έγιναν το οξυγόνο για όποιον επιθυμούσε μια σύνθετη κοινωνική, συναισθηματική και φλύαρη ζωή, ένα αξιόπιστο φωνητικό- ακουστικό θαύμα, οικειότητα, φιλία, ρομαντισμό, καταφύγιο.
Η φωνή μας στο τηλέφωνο ήταν χαρακτηριστική, ο τρόπος μας στο τηλέφωνο η μανιέρα μας. Φανταζόμασταν την εικόνα των ανθρώπων που εισέπνεαν και εξέπνεαν ρυθμικά και μυστηριωδώς καπνό τσιγάρου φερειπείν ενώ μιλούσαν ή άφηναν μεγάλες σιωπές ή δεν έκλειναν αμέσως μετά τον αποχαιρετισμό.
Δεν ξέρουμε πότε να μιλήσουμε και πότε να κάνουμε παύση- οι φωνές επικαλύπτονται δυσάρεστα. Οι κλήσεις έχουν γίνει συναλλακτικές, όχι εκφραστικές.
Δεν υπήρχε το «δεν έχω σήμα», «μπαίνω σε ασανσέρ», «η μπαταρία μου πεθαίνει», ή «έχω μόνο μία μπάρα». Αυτό το τρελό φαινόμενο του «κάτσε κάπου που πιάνει» της κινητής τηλεφωνίας μετατρέπει τα ηχητικά σήματα, τόσο άπιστα προς το πρωτότυπο που σχεδόν δεν φαίνονται να μετράνε ως εμπειρίες, μοιάζουν ρηχά. Άνευρα. Διεκπεραιωτικά.
Οι εύθραυστες, φευγαλέες συνδέσεις θρυμματίζονται στον άνεμο. Μπερδευόμαστε. Δεν ξέρουμε πότε να μιλήσουμε και πότε να κάνουμε παύση- οι φωνές επικαλύπτονται δυσάρεστα. Οι κλήσεις έχουν γίνει συναλλακτικές, όχι εκφραστικές.
Η περίεργα δημοφιλής επιλογή της χρήσης ανοικτής ακρόασης σημαίνει ότι ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να διακυβευτεί ό,τι έχει απομείνει από την παλιά τηλεφωνική οικειότητα. Σίγουρα δεν μπορείς να εμπιστευτείς ότι θα υπάρχει πια. Ποτέ.
Δεν έχουμε χάσει την εξοικείωση. Ούτε τη συνήθεια. Ούτε τη συνάφεια. Έχουμε χάσει μόνο τα αναλογικά τηλέφωνα.
Η οικειότητα, βέβαια, άνθισε σε άλλους τόπους. Υπάρχει εφευρετικότητα και συγκίνηση στον ρυθμό και το χιούμορ των γραπτών μηνυμάτων, τα emoji και τα gifάκια μπορεί να είναι τόσο άμεσα και συναισθηματικά ροκοκό όσο και τα καλύτερα από τα παλιά, χαμένα για πάντα τηλεφωνήματα.
Δεν έχουμε χάσει την εξοικείωση. Ούτε τη συνήθεια. Ούτε τη συνάφεια. Έχουμε χάσει μόνο τα αναλογικά τηλέφωνα.
Επιμύθιο: Μαζί με τα παλιά τηλέφωνα χάθηκαν και φωνητικά ειδύλλια, όπως αυτό της Abby και του Jim, που περιγράφεται στο Vox, το σπουδαίο μυθιστόρημα του Νίκολσον Μπέικερ για το τηλεφωνικό σεξ, που εκδόθηκε το 1992.
Το Vox είναι η ιστορία μιας συνδιάλεξης μεταξύ δύο αγνώστων, ενός άντρα και μιας γυναίκας, που εκμεταλλεύονται την ανωνυμία μιας ειδικής τηλεφωνικής γραμμής για να εκφράσουν τους πόθους και τις φαντασιώσεις τους.
Μιλούν για τις ιδιωτικές τους στιγμές, τις προτιμήσεις τους στο σεξ για όλα όσα πυροδοτούν τη φαντασία τους και κάνουν το μυαλό να δουλεύει ασταμάτητα όταν βρίσκονται μόνοι στο κρεβάτι τους, στο μπάνιο ή μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας ένα βίντεο.
Πέρα για πέρα ερωτικό, σύγχρονο και καυστικό μαζί, το Vox χαρακτηρίστηκε ως το πιο επικίνδυνο βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για το ασφαλές σεξ - ένα βιβλίο-σταθμός για τα ήθη της δεκαετίας του '90.