Ας το παραδεχτούμε, αν δεν το έχουμε ήδη καταλάβει: Σε μια εποχή που ο καθένας με ένα smartphone νομίζει ότι έχει το δικαίωμα να κρίνει την υφή της καθημερινής ζωής του άλλου, να αναλύει την παραμικρή κίνηση, την παραμικρή αλλαγή, το σώμα και την εμφάνιση του άλλου, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης απλά δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένος για το γεγονός ότι είχε το….«θράσος» να αλλάξει. Κι αυτή η αλλαγή, αυτή η ανθρώπινη εξέλιξη – φυσική ή επιβεβλημένη από συνθήκες – έγινε η νέα μας είδηση. Ξαφνικά, η τηλεόραση, τα social media και οι ατελείωτοι «κριτικοί» αναλύουν τα κιλά του και τη φωνή του σαν να μην είναι καλλιτέχνης που έχει δώσει δεκαετίες στη μουσική σκηνή. Ή σαν να μην είναι απλώς ένας άνθρωπος.
Το κριτήριο της ανθρώπινης αξίας – ή τουλάχιστον της δημόσιας εικόνας – δεν έχει πια καμία σχέση με το τι δημιουργεί κάποιος, αλλά με το πόσο αψεγάδιαστοι είναι οι εξωτερικές του αναλογίες. Μιλάμε για ανθρώπους που η ζωή τους είναι μία ατέρμονη αναμέτρηση με τα βλέμματα, το πόσο «τελειοποιημένοι» είναι, το πόσο αλάνθαστοι εμφανισιακά πρέπει να παραμείνουν, ενώ παράλληλα περιμένουμε να μας εμπνεύσουν και να μας συγκινήσουν με τις φωνές και τις τέχνες τους. Όμως, όταν το λάδι της λάμπας καίει, όταν το φως της νιότης σβήνει, τι κάνουμε; Τους παραδίδουμε στη λαίλαπα της κριτικής.
Μας αρέσει να βλέπουμε τους καλλιτέχνες να εκπέφτουν. Μας αρέσει να βλέπουμε ανθρώπους που ανέβηκαν να αποτυγχάνουν. Μας αρέσει να χτίζουμε ήρωες και στη συνέχεια να τους αποδομούμε με κάθε ευκαιρία που έχουμε. Κι όταν δεν εκπέφτουν, μας αρέσει να εφεβρίσκουμε λόγους να τους συζητάμε αρνητικά. Και τι καλύτερος τρόπος να το κάνουμε από το να ασχοληθούμε με το σώμα τους;
Όταν το βίντεο από την τελευταία εμφάνιση του Κύπριου τραγουδιστή κυκλοφόρησε, τα σχόλια ήταν αμέτρητα, επικριτικά και άκρως υποτιμητικά. Οι άνθρωποι που κάποτε τον είχαν θαυμάσει, που είχαν συνδέσει ρομαντικές στιγμές με τη φωνή του, που είχαν τραγουδήσει τα τραγούδια του σε σχολικές εκδρομές, έσπευσαν να τον κρίνουν, γιατί -άκουσον άκουσον- άλλαξε. «Πάχυνε κι έχασε τη φωνή του… Ούτε κατάρα να του ρίξανε», έγραψε κάποιος.
Η αξία του καλλιτέχνη εξαντλείται στο αν παραμένει «όμορφος» ή «όπως τον είχαμε γνωρίσει». Μα αν έχετε σταματήσει να παρατηρείτε ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη, ακόμα και στους καλλιτέχνες, τότε ίσως είναι καιρός να αναρωτηθούμε: Μήπως έχουμε γίνει πολύ άνετοι στο να κρίνουμε την εικόνα κάποιου;
Η αποδοχή της αλλαγής δεν είναι απλώς δύσκολη για τον καλλιτέχνη, είναι απίστευτα δύσκολη και για τον ίδιο το κοινό. Πρέπει το κοινό να διατηρεί την εικόνα που έχει για αυτόν, πρέπει να παραμένει αμετάβλητος, μια σταθερά, ένα σταρ που ποτέ δεν αλλάζει, ποτέ δεν παχαίνει, ποτέ δε μεγαλώνει. Όλα αυτά, γιατί το να μεγαλώσει και να αλλάξει είναι σαν να παραδέχεται ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι πια αθάνατος. Και το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι να αποδεχτούμε την ανθρώπινη αδυναμία.
Η φωνή, που για τόσα χρόνια ήταν η απόλυτη ταυτότητα του Χατζηγιάννη, έμοιαζε να αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της καλλιτεχνικής του ακεραιότητας. Και αν αυτή «χάλασε», αν δεν ακούγεται όπως παλιά, γιατί ακριβώς αυτό πρέπει να γίνει η αιτία για την αποδόμησή του; Ποιός είναι ο υπεύθυνος που πιστεύει ότι η φωνή του πρέπει να παραμένει άθικτη και σταθερή, σαν να πρόκειται για κάτι απόλυτο και μόνιμο; Κανείς δεν αναγνωρίζει ότι το να τραγουδάς επί 30 χρόνια, σε ζωντανές εμφανίσεις, να εκτίθεσαι διαρκώς και να βάζεις την ψυχή σου μέσα σε κάθε συναυλία, δημιουργεί τη φυσιολογική φθορά που όλοι μας βιώνουμε.
Η φωνή είναι ανθρώπινη. Και η ανθρώπινη φωνή υπόκειται σε αλλαγές, σε φθορά, σε επιρροές από τις καιρικές συνθήκες, από την ηλικία, από την ίδια τη ζωή. Αλλά για κάποιο λόγο, ο Χατζηγιάννης έπρεπε να παραμείνει αιώνια νέος, σαν να μην πέρασε μια μέρα από την πρώτη του επιτυχία.

Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικό να πούμε πως έχουμε αγγίξει ένα σημείο όπου η εξωτερική εικόνα του καλλιτέχνη – ή του κάθε ανθρώπου, για να ακριβολογούμε – καθορίζει τη στάση μας απέναντί του. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, είναι άνθρωπος. Και οι άνθρωποι δεν είναι στατικοί, δεν μένουν αναλλοίωτοι. Οι φωνές τους, τα σώματά τους, οι αντιδράσεις τους στην ζωή και στον χρόνο, αλλάζουν. Η φωνή του Χατζηγιάννη δεν μπορεί να είναι η ίδια που ήταν πριν από 15 ή 20 χρόνια κι αυτή η εξέλιξη είναι μια φυσική συνέπεια του να είναι κάποιος καλλιτέχνης που παραμένει στη σκηνή επί δεκαετίες. Και ενώ θα μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε αυτό, επιλέγουμε να τον κατακρίνουμε.
Και εδώ είναι το πιο ειρωνικό σημείο: Τα social media, αυτά τα παντοδύναμα εργαλεία της δημόσιας κακοποίησης, μας παρέχουν την πλατφόρμα για να εκφραζόμαστε ελεύθερα, αλλά μόνο αν η έκφραση αυτή περιλαμβάνει κατακρίσεις και υπερβολές. Ο Χατζηγιάννης, που ανέβασε τη φωνή του σε εκατοντάδες σκηνές, ξαφνικά γίνεται αντικείμενο για σχολιασμό για το πώς «χάλασε» και «πήρε κιλά». Ποιος ακριβώς έχει το δικαίωμα να τον κρίνει γι' αυτό; Τι ακριβώς μας ενοχλεί;
Γιατί δεν έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε την αλλαγή ως μέρος του ανθρώπινου ταξιδιού; Μήπως πρέπει να καταλάβουμε ότι η τελειότητα – αυτή η φαντασίωση της αψεγάδιαστης εικόνας που τόσο λατρεύουμε – είναι το πιο επιφανειακό πράγμα που μπορείς να επιδιώξεις από κάποιον που δημιουργεί τέχνη; Ο Χατζηγιάννης δεν είναι απλώς η φωνή του, δεν είναι απλώς το σώμα του, δεν είναι μόνο το παρελθόν του. Είναι μια σύνθεση όλων αυτών των στοιχείων που μαζί διαμορφώνουν την τέχνη του και την αλήθεια του.
Αλλά φυσικά, τα κιλά του εκάστοτε celebrity είναι το πιο εύκολο «content». Τα κιλά του είναι η πιο εύκολη κριτική, γιατί το σώμα είναι κάτι που όλοι βλέπουμε, κάτι που μπορούμε να σχολιάσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι το πιο επιφανειακό και λιγότερο απαιτητικό θέμα για να γεμίσουμε το feed μας με δηλητηριώδη λόγια και υπερβολικές αντιδράσεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι όταν ένας καλλιτέχνης αποφασίζει να εκτεθεί μπροστά στον κόσμο, το κάνει γιατί ξέρει πως η τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που δημιουργεί, αλλά και το ίδιο το σώμα που παίζει, που τραγουδά, που ριψοκινδυνεύει, που αγαπά και που φθείρεται. Και το να τον κατακρίνουμε για αυτό, είναι σαν να τον καταδικάζουμε για την ανθρώπινη φύση του.
Ο Χατζηγιάννης λοιπόν, αγαπητοί κριτικοί, δεν μας χρωστά τίποτα. Η φωνή του, το σώμα του, η τέχνη του – όλα αυτά ανήκουν σε εκείνον και μόνο σε εκείνον. Ας αφήσουμε τη ζωή του να εξελιχθεί με τον τρόπο που εκείνος επιλέγει, χωρίς να επιβάλλουμε την ανάγκη μας για απόλυτη τελειότητα και αέναη νιότη.

