Ο Γιώργος Μαζωνάκης βρέθηκε πριν λίγες μέρες στο επίκεντρο της δημοσιότητας με τρόπο που δεν θα επέλεγε ο ίδιος. Συγκεκριμένα, στις 14 Αυγούστου 2025, ο Γιώργος Μαζωνάκης εισήχθη εκτάκτως στο Δρομοκαϊτειο. Η είδηση προκάλεσε αίσθηση, καθώς ο τραγουδιστής δήλωσε μέσω του δικηγόρου του ότι ο εγκλεισμός έγινε εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεσή του. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του, ο τραγουδιστής κατηγορεί μέλη της οικογένειάς του ότι «τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί» επειδή, όπως εξηγεί, «ετοιμαζόταν να καταθέσει μηνύσεις στα ίδια πρόσωπα για σοβαρά ποινικά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα».
Να σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο του 2024, ο Γιώργος Μαζωνάκης κατέθεσε δύο αγωγές κατά της αδελφής του, Βάσως, λόγω οικονομικών διαφορών. Η διαμάχη αυτή είχε γίνει γνωστή από τον Μάιο του ίδιου έτους, με τον δικηγόρο του να μιλά για «μείζονα αντιδικία» για τη διασφάλιση της περιουσιακής του κατάστασης και της επαγγελματικής του διαδρομής.
Όσο ο τραγουδιστής βρισκόταν στο ψυχιατρείο, η οικογένειά του ανακοίνωσε μέσω των δικηγόρων τους: «Για εμάς, την οικογένεια του Γιώργου, αξία έχει η υγεία, η ασφάλεια και η ζωή του. Οτιδήποτε άλλο δεν μας αφορά, δεν μας αγγίζει, δεν το προσεγγίζουμε. Σίγουρα δε, δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο αντιδικίας. Όταν εκλείψει ο κίνδυνος για τη ζωή του, μπορεί ο οποιοσδήποτε τρίτος να κάνει δηλώσεις, να εκφράσει θέσεις και να υποστηρίξει οτιδήποτε θεωρεί ότι θα τον καταστήσει οικείο και αγαπητό».
Ευχάριστη έκπληξη μέσα στη «μαυρίλα» της είδησης, ήταν η αντίδραση του κοινού στα social media. Σε μεγάλο βαθμό, τα σχόλια δεν ήταν τα συνηθισμένα «κλειδαροτρυπίστικα» σχόλια, ούτε αχαλίνωτη περιέργεια για τα οικογενειακά ζητήματα του τραγουδιστή
Με το τέλος του τριημέρου του Δεκαπενταύγουστου, στις 18 Αυγούστου, ο Γιώργος Μαζωνάκης πήρε εξιτήριο.
Η ακούσια νοσηλεία του καλλιτέχνη, άνοιξε ξανά τον δημόσιο διάλογο γύρω από τα όρια της προσωπικής ζωής, την ψυχική υγεία και τα κενά του ελληνικού συστήματος, ειδικά όσον αφορά τους ακουσίους εγκλεισμούς.
Ευχάριστη έκπληξη μέσα στη «μαυρίλα» της είδησης, ήταν η αντίδραση του κοινού στα social media. Σε μεγάλο βαθμό, τα σχόλια δεν ήταν τα συνηθισμένα «κλειδαροτρυπίστικα» σχόλια, ούτε αχαλίνωτη περιέργεια για τα οικογενειακά ζητήματα του τραγουδιστή. Υπήρχε αλληλεγγύη προς τον Μαζωνάκη, διακριτικότητα για την οικογενειακή διαμάχη και μια σχεδόν πρωτοφανής ευαισθησία και κατανόηση της σημασίας της ψυχικής υγείας.
Ταυτόχρονα, δεν έλειψαν οι λίγοι που προσπάθησαν να κάνουν χιούμορ πάνω σε μια πολύ σοβαρή είδηση, υπενθυμίζοντας ότι η κοινωνία μας έχει ακόμη δρόμο μέχρι να αφαιρέσει το στίγμα γύρω από την ψυχική υγεία. Ωστόσο, η πλειοψηφία των αντιδράσεων δείχνει μια στροφή προς μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και κατανόηση, κάτι που μπορεί να αποτελέσει σημαντικό δείκτη εξέλιξης του δημόσιου διαλόγου γύρω από την ψυχική υγεία στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, τα ποσοστά των ακούσιων νοσηλειών είναι τετραπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου
Το ενδιαφέρον είναι ότι, σε αντίθεση με τα μέσα ενημέρωσης που συχνά προβάλλουν μόνο τη «βιτρίνα» του σκανδάλου, το κοινό φαίνεται να μπορεί να διαχειριστεί την είδηση με μεγαλύτερη λεπτότητα κι ευαισθησία. Τελικά, μήπως οι δημοσιογραφικοί τίτλοι μας κλείνουν το μάτι στη θέαση από την κλειδαρότρυπα, ενώ το κοινό δείχνει ότι μπορεί να κοιτά πέρα από αυτή;
Δύο λόγια για τις ακούσιες νοσηλείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
Αν είναι να μας μείνει κάτι από τη συγκεκριμένη θλιβερή ιστορία, ας είναι μια ευρύτερη ενημέρωση για το νομικό και ιατρικό πλαίσιο των ακούσιων νοσηλειών στην Ελλάδα. Όπως πολύ κατατοπιστικά εξήγησε ο δικηγόρος του Γιώργου Μαζωνάκη, κ.Γιώργος Μερκουλίδης: «Ο νόμος προβλέπει ότι οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να προσφύγει στον εισαγγελέα και να καταγγείλει ότι συγγενής του είναι εν δυνάμει επικίνδυνος για τρίτα πρόσωπα ή και για τον εαυτό του. Ο εγκλεισμός είναι υποχρεωτικός και δεν ζητείται συναίνεση του φερόμενου ως αρρώστου. Αποφασίζει ο εισαγγελέας που κάνει δεκτή την αίτηση και πρέπει ο φερόμενος ως ασθενής να μεταφερθεί σε δημόσια δομή για να εξεταστούν όσα υποστηρίζουν οι συγγενείς».
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ακούσιες νοσηλείες έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας και επιστημονικής συζήτησης στην Ευρώπη (Priebe et al., 2005). Ως φυσικό επακόλουθο, η έρευνα και η πολιτική συζήτηση γύρω από τη συχνότητα και τους καθοριστικούς παράγοντες των ακούσιων νοσηλειών έχει αναζωπυρωθεί.
Στην Ελλάδα, οι υποχρεωτικές εισαγωγές έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την ημιτελή διαδικασία αποϊδρυματοποίησης (Πλουμπίδης, 2015). Η αξιολόγηση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης έδειξε ότι τα ποσοστά των ακούσιων νοσηλειών είναι τετραπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στα ψυχιατρικά νοσοκομεία σε σύγκριση με τα γενικά νοσοκομεία.
H χώρα μας έχει καταδικαστεί δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για σοβαρές παραβιάσεις του νομικού πλαισίου που αφορά τις πολιτικές των κρατήσεων και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματα των ασθενών, ενώ αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν καταγραφεί και από τον Συνήγορο του Πολίτη
Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στον τομέα της ψυχικής υγείας, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών. Το φαινόμενο των ακούσιων νοσηλειών είναι ιδιαίτερα έντονο, με μελέτες που δείχνουν ότι πάνω από το 60% των εισαγωγών σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πραγματοποιούνται χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς.
Αντίθετα, σε πολλές σκανδιναβικές χώρες, όπως η Σουηδία και η Νορβηγία, το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών κυμαίνεται γύρω στο 20–25%. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά σε Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. Ρεκόρ σημειώνει η Δανία, με μόλις 4,6% των νοσηλειών να γίνονται ακούσια. Η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία: αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην πρόληψη, την κοινοτική φροντίδα και τη νομοθεσία για τα δικαιώματα των ασθενών.
Στις ευρωπαϊκές χώρες, η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται ως μέρος της πρωτοβάθμιας φροντίδας, με δίκτυα κοινοτικών κέντρων, κινητών ομάδων ψυχολόγων και ψυχιάτρων, καθώς και προγράμματα υποστήριξης οικογένειας και κοινωνικής επανένταξης. Αυτό μειώνει την ανάγκη για ακούσιες νοσηλείες, καθώς οι ασθενείς λαμβάνουν έγκαιρη φροντίδα πριν η κατάσταση φτάσει σε κρίση.
Πάνω από το 60% των εισαγωγών σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πραγματοποιούνται χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι πιο συγκεντρωτική: οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι κυρίως νοσοκομειακές, ενώ οι κοινοτικές δομές είναι περιορισμένες ή ανύπαρκτες σε πολλές περιοχές. Αυτό οδηγεί σε υπερφόρτωση των δημόσιων ψυχιατρείων και συχνά σε αποφάσεις για ακούσια νοσηλεία όταν η κρίση θεωρείται επικίνδυνη για τον ασθενή ή το περιβάλλον του.
Ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο είναι η έλλειψη ενημέρωσης του κοινού για τα δικαιώματα των ασθενών. Πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι η νομοθεσία προβλέπει αυστηρά κριτήρια για την ακούσια νοσηλεία και δυνατότητα προσφυγής σε ανεξάρτητες επιτροπές. Η έλλειψη διαφάνειας ενισχύει τον φόβο, την παραπληροφόρηση και τις οικογενειακές εντάσεις.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το κοινωνικό στίγμα γύρω από τις ψυχικές ασθένειες στην Ελλάδα παραμένει ισχυρό. Ο φόβος της «δημόσιας έκθεσης» και η ανάγκη για έλεγχο της οικογένειας οδηγούν συχνά σε ακούσιες νοσηλείες ως μέσο «προστασίας», ακόμα κι όταν ο ασθενής δεν συναινεί.
Παράλληλα, η πανευρωπαϊκή έκθεση «Mapping and Understanding Exclusion: Institutional, coercive and community-based services and practices across Europe» επισημαίνει τα μειονεκτήματα και τις αναποτελεσματικότητες του συστήματος ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, καθώς και τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ασθενών (Turnpenny et al., 2017). Σε παρόμοιο πλαίσιο, η χώρα μας έχει καταδικαστεί δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Karamanof κατά Ελλάδος, 2011, Venios κατά Ελλάδος, 2011) για σοβαρές παραβιάσεις του νομικού πλαισίου που αφορά τις πολιτικές των κρατήσεων και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματα των ασθενών, ενώ αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν καταγραφεί και από τον Συνήγορο του Πολίτη.
Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το ελληνικό σύστημα ψυχικής υγείας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, τόσο στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών όσο και στην ανάπτυξη κοινοτικών δομών και υπηρεσιών που θα μπορούσαν να μειώσουν την εξάρτηση από ακούσιες νοσηλείες.
