Πρέπει να το παραδεχτούμε: ζούμε επίσημα στην εποχή της εξωπραγματικής fatigue. Δεν είναι απλώς η κούραση του «είμαι-η-Μαίρη-Παναγιωταρά-μια-εργαζόμενη-γυναίκα-μια-καλή-νοικοκυρά» των στίχων του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Είναι μια καταπονημένη κομψότητα, σχεδόν υπαρξιακή, σαν αυτή της Φράνσις της ταινίας Frances Ha, που χορεύει στους δρόμους για να ξεχάσει ότι η ζωή της δεν βγάζει και πολύ νόημα.
Ήταν λίγο πριν την αλγοριθμική απορρύθμιση, λίγο μετά την πανδημική καχυποψία που η καθημερινότητά μας απέκτησε τη σταθερή αίσθηση ενός άβαταρ αεροπλάνου σε αναταράξεις. Όλα τρέχουν —ειδήσεις, υποχρεώσεις, ειδοποιήσεις— κι εμείς φοράμε τη ζώνη ασφαλείας στη θέση μας, μισοφοβισμένοι, μισοβαριεστημένοι, μισοτίποτα αναρωτώμενοι πότε θα σερβιριστούν τα φιστίκια.
Μια γενική, διάχυτη fatigue, λοιπόν, πιο κομψή από την «εξάντληση», λιγότερο δραματική από το «δεν αντέχω άλλο», έχει απλωθεί πάνω μας σαν εκείνη τη μόνιμη ομίχλη που περιγράφει ο Χαρούκι Μουρακάμι στο Νορβηγικό Δάσος.
Η Βίβιαν Γουέστγουντ έλεγε πως «το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να είσαι πραγματικός» — κι ενώ άπαντες προσπαθούμε να είμαστε πραγματικοί, είμαστε ταυτόχρονα κουρασμένοι, νευρικοί, και σε φάση «μην μου μιλάτε άλλο στο WhatsApp, έχω στεγνώσει».
Αυτή η κούραση δεν είναι καινούρια, είναι αθροιστική σαν τα στοιβαγμένα κουτιά με τα ντεμοντέ ζευγάρια παπουτσιών στο πατάρι με την υγρασία -μια εξωτικού ακούσματος fatigue που έχει γίνει πλέον ένα με την ποπ κουλτούρα. Η Barbie της Γκρέτα Γκέργουιγκ φοράει ροζ, αλλά έχει existential crisis. Η Βίβιαν Γουέστγουντ έλεγε πως «το πιο ριζοσπαστικό πράγμα είναι να είσαι πραγματικός» — κι ενώ άπαντες προσπαθούμε να είμαστε πραγματικοί, είμαστε ταυτόχρονα κουρασμένοι, νευρικοί, και σε φάση «μην μου μιλάτε άλλο στο WhatsApp, έχω στεγνώσει».
