«Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει» έγραφε ο Διονύσης Χαριτόπουλος στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 14/9/2002.
«Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες.
»Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο» κατέληγε ο συγγραφέας χαρίζοντας μηδενικές πιθανότητες στην εξαφάνιση του «ιερατικού χορού» όπως ο ίδιος τον χαρακτήριζε.
«Το ζεϊμπέκικο είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το “δεν τα βγάζω πέρα”. Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων» συνεχίζει ο Χαριτόπουλος ενώ ο Γιάννης Τσαρούχης, κάποια χρόνια πριν, αναφωνεί «ζεϊμπέκικο, ο χορός των χορών!» και σηκώνεται να χορέψει με την ευγένεια, το μέτρο και τη στιβαρότητα που τον περιέβαλε το «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή» στην πίστα, μετά από προσωπικό κάλεσμα του Βασίλη Τσιτσάνη -«θα παρακαλέσουμε τον μεγάλο μας Γιάννη Τσαρούχη να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο».
Γνώμες, απόψεις, γούστα, κέφια, προκαταλήψεις, επιθυμίες, ταξικοί διαχωρισμοί, ανεκπλήρωτοι πόθοι, όλα παρέλασαν από το τυχαίο scroll down της Κυριακής το βράδυ.