Το 2014, μετά την εισβολή και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία και η Φινλανδία προειδοποιούσαν για την ρωσική επιθετικότητα και προσπαθούσαν να πείσουν τους εταίρους τους στη νότια Ευρώπη ότι δεν θα σταματούσε εκεί.
Εμείς, στη νότια Ευρώπη, απορρίπταμε τις προειδοποιήσεις τους, θεωρώντας ότι ήταν χώρες «υπερευαίσθητες» στη ρωσική επιθετικότητα λόγω του παρελθόντος τους ή της γειτνίασής τους με τη Ρωσία. Η εισβολή στην Ουκρανία το 2022 τους «δικαίωσε».
Σήμερα, η Ρωσία ανέβασε την πίεση προς την Ευρώπη ένα επίπεδο, στέλνοντας drones στον εναέριο χώρο της Πολωνίας και φέρνοντας τη χώρα πιο κοντά σε ένοπλη σύγκρουση απ’ όσο οποτεδήποτε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ΕΕ, πλέον, είμαστε πεπεισμένοι για την ανάγκη αμυντικής θωράκισης έναντι της Ρωσίας.
Όλα τα κράτη-μέλη (πλην της Ισπανίας που ζήτησε και έλαβε ορισμένες εξαιρέσεις) πήραν την απόφαση να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς στο 5% του ΑΕΠ – ποσοστό «δυσθεώρητο» σε σχέση με το 2% που ίσχυε μέχρι πρότινος και το οποίο πολλές χώρες ούτε καν πλησίαζαν.
Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν δεν είναι μόνο η αποθράσυνση του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν αλλά και η στάση της Αμερικής.
Από τότε που ανέλαβε πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, η Μόσχα εμπαίζει τη Δύση όσον αφορά τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την Ουκρανία και βρίσκει απέναντί της τις «κούφιες» μέχρι σήμερα απειλές του αμερικανού προέδρου ο οποίος, στην πράξη, έχει «τιμωρήσει» με δασμούς τους συμμάχους του στην Ευρώπη και στην υπόλοιπη υφήλιο και έχει αφήσει στο απυρόβλητο τη Ρωσία.
Η κατά κάποιον τρόπο διάσπαση της Δύσης και η αδυναμία της να επιβάλει σοβαρές κυρώσεις στη Μόσχα αφήνουν περιθώριο στο Κρεμλίνο να προκαλεί και να συνεχίζει τον πόλεμο.
Η πρόκληση κατά της Πολωνίας δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Ίσως έφθασε ο καιρός για πραγματικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας του Πούτιν και, κυρίως, για την παράδοση επιθετικών όπλων στην Ουκρανία και όχι μόνο κυρίως αμυντικών όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
