Οι ταινίες της εβδομάδας – Μόνο Γάλλοι και καλά oldies

Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη


Αξιολόγηση

Οι έρωτες της Αναΐς 3

Εραστές 3

Minions 2: Η Άνοδος του Γκρου 2,5

Οι γέφυρες του Μάντισον 3

Αποστροφή 4

Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι άνοιξη 5

Υποψίες 3

Κακός μπελάς 2,5

Το δείπνο μου με τον Αντρέ 3,5

Εχω δικαίωμα να ζήσω 3

———————————————

Σε μερικές περιπτώσεις, όπως από σήμερα, η απόφαση, εδώ και μερικά χρόνια ορισμένων γραφείων κινηματογραφικής εκμετάλλευσης να εστιάσουν σε επιλογές ταινιών που πρώτον δεν προβάλλονται πλέον συχνά και δεύτερον μπορούν να ξαναβρούν την θέση τους στα θερινά σινεμά, ανήκει στις καλοκαιρινές ομορφιές των τελευταίων χρόνων.

Η ποσότητα αυτών των επανεκδόσεων (και δεν συζητάμε καν την ποιότητα), υπερβαίνει εκείνη των φρέσκων παραγωγών, στις οποίες βεβαίως, δεν θα βρει κανείς μόνο ταινίες «της σειράς» αλλά και μικρές εκπλήξεις. Ανάμεσα στις φετινές θα βρούμε το ελκυστικό «Bullet train» με τον Μπραντ Πιτ που προβάλλεται από την προπερασμένη εβδομάδα, μα και το ισπανικό «Τέλειο αφεντικό» με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ που ανήκει στις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες του φετινού θέρους.

Οι νέες ταινίες

Στις αρκετές νέες από σήμερα, «βγάζει μάτι» και πάλι η επικράτεια της Γαλλίας: το πορτρέτο μιας δυναμικής αλλά και απρόβλεπτης στην συμπεριφορά της γυναίκας πλάθει στους «Ερωτες της Αναΐς» («Les amours d’Anaïs», Γαλλία, 2021), την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, η σκηνοθέτρια Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέ. Η Αναΐς Ντεμουστιέ κρατά τον κεντρικό ρόλο της συνονόματης της Αναΐς, η οποία δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, δεν βάζει γλώσσα στο στόμα της, δεν σταματά να κινείται σαν σβούρα, συνεχώς ζητά, ακόμα και απαιτεί. Είναι μια ελεύθερη, νέα γυναίκα που ή την δέχεσαι έτσι όπως είναι ή δεν την δέχεσαι καθόλου. Οι έρωτές της είναι αστείοι, ακραίοι, βασανιστικοί, ενίοτε εξουθενωτικοί αλλά ποτέ βαρετοί, είτε με τον μεγαλύτερό της παντρεμένο κύριο (Ντενί Πονταλιντές), είτε με την… γυναίκα του (Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι). Εκ των πραγμάτων κάποια στιγμή θα πρέπει να προσγειωθεί στην σκληρή πραγματικότητα αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η πικρή στιγμή ο θεατής θα έχει χορτάσει (ίσως και μπουκώσει) από την αστείρευτη ζωντάνια και τα πάθη της. Η ηλεκτρισμένη ερμηνεία της Ντεμουστιέ και η σιγουριά στην σκηνοθεσία της Μοπιτρζουά-Τακέ σε κρατούν σταθερά κοντά στην ταινία, έστω και αν μερικές φορές νιώθεις ότι λαχανιάζεις κι εσύ όπως η Αναΐς.

Στο ερωτικό δράμα «Εραστές» («Amants», 2020), η έμπειρη Νικόλ Γκαρσιά περιγράφει την ιστορία ενός ανορθόδοξου έρωτα ανάμεσα σε έναν έμπορο ναρκωτικών (Πιέρ Νινέ) και την γυναίκα που λατρεύει (Στέισι Μάρτιν), την οποία θα πρέπει να εγκαταλείψει όταν ο κλοιός του νόμου γίνεται πολύ σφιχτός ωθώντας τον να εγκαταλείψει την Γαλλία. Η τυχαία επανασύνδεσή τους στην… εξωτική Ασία (μικρός ο κόσμος θα πείτε και θα έχετε δίκιο) θα την βρει παντρεμένη με έναν σκοτεινό τύπο που επίσης την λατρεύει (Μπενουά Μαζιμέλ) και ετσι ανάμεσα στους δύο άντρες που επιθυμούν διακαώς την γυναίκα θα στηθεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδι γάτας – ποντικού. Τιποτα όμως το αξέχαστο, τίποτα που δεν έχει ειπωθεί ποικιλοτρόπως στο παρελθόν (η ταινία έχει σκιές από το κλασικό νουαρ «Ο ταχυδρόμος κτυπά πάντα δυο φορές» όπως και από το ερωτικό θρίλερ «Η πισίνα») αλλά κινηματογραφημένο με στιλ, ένα ερωτικό νέο νουάρ με όμορφα πρόσωπα και άσχημες εκπλήξεις.

Προβάλλονται επίσης οι γαλλικές κωμωδίες «Που πάω πάλι ο άνθρωπος» («Irréductible», 2022) του Ζερόμ Κομαντέρ με τον ίδιο στον ρόλο του δημοσίου υπαλλήλου που ανακαλύπτει την ζωή όταν απολύεται και «Οδηγός για ζευγάρια» («Fantasmes», 2021) των Νταβίντ και Στεφάν Φοενκινός όπου έξι ζευγάρια αντιμέτωπα με τις φαντασιώσεις τους προσπαθούν να εξερευνήσουν τις κρυμμένες πλευρές της ερωτικής τους ζωής (ανάμεσα στους ηθοποιούς οι Ντενί Πονταλιντές, Σουζάν Κλεμάν, Μόνικα Μπελούτσι, Καρόλ Μπουκέ).

Τέλος, για τους μικρούς σε ηλικία θεατές προβάλλονται τα κινούμενα σχέδια «Minions 2: Η Άνοδος του Γκρου» (ΗΠΑ, 2022) η δεύτερη «προσωπική» ταινία των Minions, των κοντόχοντρων κίτρινων πλασμάτων των οποίων η γλώσσα πάει ροδάνι και τα οποία γνωρίσαμε από την έξοχη ταινία «Εγώ, ο απαισιότατος». Εν προκειμένω μαθαίνουμε πως τα Minions αλλά και το αφεντικό τους, ο Γκρου, μπήκαν στο παιχνίδι της κατασκοπίας όταν ο Γκρου ήταν ακόμα παιδί.

Καλές επανεκδόσεις

Από το κινηματογραφικό παρελθόν, τόσο το πολύ μακρινό, όσο και το σχετικά πρόσφατο έρχονται πολλές ταινίες αυτή την εβδομάδα, οι οποίες καλό θα ήταν οι κινηματογραφόφιλοι που ενδεχομένως να τις έχουν δει μόνο σε μικρή οθόνη να ανακαλύψουν και σε μεγάλη αίθουσα, στον φυσικό τους χώρο.

Ενώ το θαυμάσιο νεονουάρ του, «Αtlantic City» εξακολουθεί να προβάλλεται στις αίθουσες, μια άλλη ταινία του Λουί Μαλ, πολύ πιο «μικρή», πολύ πιο προσωπική αλλά εξίσου πανέμορφη και γοητευτική (και γυρισμένη αμέσως μετά την προαναφερθείας) ανοίγει από σήμερα και πάλι στις αίθουσες. Το «Δείπνο μου με τον Αντρέ» («My dinner with Andre», ΗΠΑ, 1981) είναι η κινηματογράφηση μιας αδιάκοπης συζήτηση σε ένα νεουρκέζικο εστιατόριο, ανάμεσα στους ηθοποιούς Γουάλας Σον και τον Αντρέ Γκργκορί που υποδύονται τους εαυτούς τους. Μέσω αυτής της συνάντησης ο Μαλ βγάζει στην επιφάνεια κοσμοπολίτικη αύρα της νεουρκέζικης διανόησης της δεκαετίας του 1970, χωρίς μάλιστα ποτέ η ταινία να γίνεται βαρετή ή να πέφτει στην παγίδα της θεατρικότητας του όλου εγχειρήματος. Οι διάλογοι για τους οποίους οι δύο ηθοποιοί συνεργάστηκαν, έχουν μια σπάνια ζωντάνια, είναι το κάθε άλλο παρά επιτηδευμένο αποτέλεσμα μιας κουβέντας ανάμεσα σε εύστροφους ανθρώπους · εξάλλου, κατά βάθος αυτό είναι που η ταινία προασπίζεται: την σημασία και ουσία της έννοιας του διαλόγου.

H «Αποστροφή» («Repulsion», Αγγλία, 1965), είναι η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, με μια ανεπανάληπτη Κατρίν Ντενέβ χαμένη μέσα στον λαβύρινθο του ταραγμένου μυαλού της, ενώ βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα λονδρέζικο διαμέρισμα. Σαν κορίνες του μπόουλινγκ πέφτουν οι άντρες που την πλησιάζουν (Ιαν Χέντρι, Τζον Φρέιζερ) σε αυτό το υποβλητικό, πέρα για πέρα κλειστοφοβικό και με ένα ανατριχιαστικό τρόπο φοβερά τρομαχτικό «θρίλερ μυαλού», στον αντίποδα των σπλάτερ που με φτηνό τρόπο προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή του θεατή μουλιάζοντας τα πάντα στο αίμα. Περίπου την ίδια μεθοδολογία στην κατασκευή, ο Πολάνσκι ακολούθησε στο «Μωρό της Ροζμαρί» που θα ακολουθούσε τρία χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη.

Η σχέση αναμεσα σε δυο μοναχούς, τον δάσκαλο και τον μαθητή απομονωμένοι στο πλωτό μοναστήρι μιας λίμνης είναι ο καμβάς της ταινίας «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα και πάλι …άνοιξη» («Bom yeoreum gaeul gyeoul geurigo bom», Νότιος Κορέα/ Γερμανία, 2003) του αριστουργήματος του Κορεάτη Κιμ Κι Ντουκ (1960 – 2020). Εύθραυστη σαν φτερό πεταλούδας, η ταινία κινητοποιεί την ιστορία της μέσα από τις αρμονικές κινήσεις των σωμάτων, τα ανήσυχα βλέμματα των όμορφων, καθαρών προσώπων και την πνευματική επικοινωνία. Με το θρόισμα των φύλλων από το απαλό αεράκι και τον ήσυχο παφλασμό των κυμάτων σε μια εξέδρα. Με το κελάηδισμα των πουλιών αλλά και τις επίμονες συσπάσεις των ψαριών ενώ κινδυνεύουν έξω από το νερό. Ολα όσα συνοδεύουν τις διαφορετικές φάσεις ζωής μαθητή – δασκάλου, καθώς εδώ κάθε εποχή του τίτλου αντιστοιχεί σε μια ηλικία και των δυο. Πραγματικά ένα αριστούργημα.

«Γέφυρες του Μάντισον» («The bridges of Madison County», ΗΠΑ, 1995) για παράδειγμα, είναι μια ταινία που εκανε αίσθηση στην εποχή της ως μια σοβαρή προσπάθεια του «σκληρού» Κλιντ Ιστγουντ στο αισθματικό ρομάντζο · μια ειπωμένη ήρεμα, τρυφερή ιστορία «παράνομου» έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια αγρότισσα (Μέριλ Στριπ) και έναν φωτογράφο του National Geographic (Ιστγουντ) στην Αϊοβα της δεκαετίας του 1990 (της γέφυρας της οποίας θέλει να φωτογραφήσει). Στην πιο σέξι ερμηνεία της καριέρα της, η Στριπ, δικαιότατα προτάθηκε για το Οσκαρ Α ρόλου έχοντας παίξει με άψογη προφορά την Ιταλίδα χήρα θύματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή με ένα νέο γάμο στις Ηνωμένες Πολιτείες και ρισκάρει τα πάντα για τα μάτια ενός αγνώστου που την πολιορκεί με το σταθερό βλέμμα και τα λίγα λόγια του.

Ενας Αλφρεντ Χίτσοκ δεν θα μπορούσε να λείπει από τόσες πολλές επανεκδόσεις, επομένως υπάρχουν και οι «Υποψίες» («Suspicion», 1941) με τον Κάρι Γκραντ, Τζόαν Φοντέν. Η Φοντέν παντρεύεται τον άφραγκο πλέιμποϊ Γκραντ αλλά υποψιάζεται ότι θέλει να την δολοφονήσει και οι υποψίες της ενισχύονται από μια σειρά τυχαίων περιστατικών. Κρύβοντας με απαράμιλλη μαεστρία την αλήθεια μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Χίτσκοκ επανέρχεται σε ένα από τα πιο αγαπημένα θέματά του, την εμπιστοσύνη στην σχέση ενός ζευγαριού.Η Φοντέν (που είχε συνεραστεί με τον μετρ και στην «Ρεββέκα») απέσπασε το Οσκαρ Α’ ρόλου ενώ οι «Υποψίες» προτάθηκαν επίσης για τα Οσκαρ καλύτερης ταινίας και μουσικής (Φραντς Γουάξμαν).

Στο κλασικό νουάρ καταδίωξης του Φριτς Λανγκ «Εχω δικαίωμα να ζήσω» («You only live once», ΗΠΑ, 1937), ο Χένρι Φόντα είναι συγκλονιστικός στον ρόλο του πρώην κατάδικου που ωθείται στην παρανομία και έρχεται ξανά αντιμέτωπος με τον νόμο και με σταθερό σύντροφο την πιστη γυναίκα του (Σίλβια Σίντνεϊ), ενώ τέλος, ο «Κακός μπελάς» («L’emmerdeur», Γαλλία, 1973) του Εντουάρ Μολιναρό, είναι μια κάπως «γερασμένη» μαύρη κωμωδία που φέρνει σε αντιπαράθεση έναν κακομοίρη πωλητή ρούχων (Ζακ Μπρελ) που θέλει να αυτοκτονήσει με έναν επαγγελματία δολοφόνο (Λίνο Βεντούρα) που έχει αναλάβει μια εκτέλεση στην ίδια επαρχιακή πόλη. Η ταινία αυτή έγινε γνωστή μέσω του αγγλόφωνου ριμέικ της όπου τους παραπάνω ρόλους υποδύθηκαν ο Τζακ Λέμον και ο Γουόλτερ Ματάτου στο κύκνειο άσμα του σπουδαίου Μπίλι Γουάιλντερ «Τα φιλαράκια».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.