Χρήστος Μαρκογιαννάκης: «Δεν γράφω τουριστικούς οδηγούς για την Ελλάδα»

Ο 41χρονος συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου, μιλάει στο BHMAgazino για την αστυνομική λογοτεχνία, τον βασικό του ήρωα, την ανθρώπινη ψυχολογία και την αισθητική του εγκλήματος

Τι θα μπορούσε να διακόψει αιφνίδια ένα ανέμελο πάρτι, μια γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά, σε κάποιον μικρό αλλά δημοφιλή προορισμό του Ανατολικού Αιγαίου; Ενα ειδεχθές έγκλημα, ασφαλώς! Η αγγλίδα δημοσιογράφος Λούσι Ντέιβις, η οποία σκάλιζε πράγματα που δεν έπρεπε, συνδεόμενα με έναν ετερόκλητο διεθνή κύκλο παραθεριστών, εντοπίζεται νεκρή στην αποθήκη του σπιτιού της Μαριαμά Μιλάντι (το δε πτώμα το βάζουν προσωρινά, ελλείψει σάκου, σε μια μοδάτη θήκη ρούχων). Και ο Χριστόφορος Μάρκου, αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής, καλείται να διαλευκάνει την υπόθεση ενόσω κάνει βαρύθυμος τις διακοπές του. Χωρίς να το θέλει λοιπόν, εμπλέκεται σε μια κωμικοτραγική συνθήκη την οποία ορίζουν τα κουτσομπολιά, τα καλά κρυμμένα μυστικά και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Βεβαίως, η σαγηνευτική Νήσος (αποκλεισμένη, κατά τα λοιπά, από τα μανιασμένα μποφόρ) δεν υπάρχει στον χάρτη. Την επινόησε ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, με τα πλέον οικεία και ατμοσφαιρικά χρώματα, προκειμένου να τοποθετήσει εκεί το «Μυθιστόρημα με κλειδί» (εκδ. Μίνωας), το τρίτο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά, μέσω του οποίου συντελέστηκε η επαναφορά του στην εκδοτική σκηνή της χώρας μας. Πρόκειται για ένα κλασικότροπο (ρυθμικό και ωραία εκτελεσμένο) whodunit, εγγράφεται δηλαδή στο είδος εκείνο του αστυνομικού μυστηρίου όπου το βασικό ζητούμενο (της ιστορίας, της πλοκής, της όλης σύνθεσης) είναι να βρεθεί ο δολοφόνος.

Ο 41χρονος συγγραφέας, καταγόμενος από το Ηράκλειο της Κρήτης, καταρτισμένος νομικός και εγκληματολόγος, τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Το BHMAgazino τον συνάντησε στην Αθήνα, στο πλαίσιο της πρόσφατης, παρατεταμένης διαμονής του στην πρωτεύουσα. Ο ίδιος αποπνέει οργάνωση, σύστημα και επαγγελματισμό μέσα και έξω από τις σελίδες. «Ημουν ανέκαθεν λάτρης της αστυνομικής λογοτεχνίας, της Αγκαθα Κρίστι και του Ζορζ Σιμενόν κατεξοχήν, από μικρός διάβαζα τα βιβλία τους. Αυτό που με γοήτευε και εξακολουθεί να με συναρπάζει είναι, πρωτίστως, ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνουν το διαχρονικό και απαράλλακτο φάσμα της ανθρώπινης ψυχολογίας, ό,τι πιο κρίσιμο κατά τη γνώμη μου, αυτό που με ενδιαφέρει και εμένα πάρα πολύ. Ωστόσο, διαβάζοντας άλλες σύγχρονες εκδοχές του αστυνομικού, όπως το σκανδιναβικό νουάρ, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και μετά, διαπίστωσα ότι είχε επέλθει ένα σχίσμα με το εύρος της ψυχολογίας ενώ, παράλληλα, αυξανόταν όλο και περισσότερο η υπερβολική προσήλωση στη βία και τη σκληρότητα», σε βάρος, επιπλέον, εκείνης της επεξεργασμένης διανοητικής διάστασης η οποία χαρακτηρίζει παραδοσιακά το συγκεκριμένο είδος. «Κάπως έτσι άρχισα να το σκέφτομαι, να γράψω ένα whodunit για μένα, σαν εκείνα που αγαπώ, της λεγόμενης χρυσής εποχής, που αναδεικνύουν τη δύναμη της λογικής, της αρραγούς κατασκευής η οποία δεν εξαπατά τον αναγνώστη, ένα βιβλίο που θα το διάβαζα κι εγώ ο ίδιος με ευχαρίστηση. Δεν είναι, προφανώς, ότι δεν υπήρχαν τέτοια, απλώς ήθελα να δώσω και τη δική μου οπτική, η οποία περιλαμβάνει και τα κοινωνικά και τα πολιτικά ζητήματα» δήλωσε ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, αναφερόμενος στην αρχή και την εξέλιξη της πορείας του.

Aπό το whodunit στην criminart

Ο αστυνόμος Μάρκου είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένας ήπιων τόνων τύπος, σεσημασμένος θιασώτης της αποστασιοποίησης, γνωστός από τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του, «Εγκλημα στην παραλία της Βουλιαγμένης» (2015) και «Στον 5ο όροφο της Νομικής» (2014), τα οποία κυκλοφορούν αμφότερα στα γαλλικά και ετοιμάζονται να επανεμφανιστούν, σταδιακά, και στα δικά μας βιβλιοπωλεία. «Εχω δανείσει στον Μάρκου ορισμένα στοιχεία του εαυτού μου» σημειώνει ο Μαρκογιαννάκης και συνεχίζει: «Ακούει Μαρία Κάλλας, φέρ’ ειπείν, κάτι που δεν αποτελεί ίδιον των αστυνομικών που γνωρίζω. Το κάνει φυσικά είτε με τα ακουστικά του, είτε όταν είναι μόνος του, δεν βάζει τέρμα την «Τραβιάτα» στον χώρο εργασίας… Υπάρχουν, θέλω να πω, και αστυνομικοί με ευαισθησίες, τις οποίες ενδέχεται να κρύβουν για διάφορους λόγους. Διαφέρουμε όμως και σε πολλά με τον Μάρκου. Εκείνος είναι άνθρωπος της πράξης, του πεδίου, ενώ εμένα μου αρέσει η θεωρία, αυτήν άλλωστε επιχειρώ να εφαρμόσω και στα βιβλία μου. Ο 35χρονος Μάρκου, νεότερος από εμένα, ζει μόνο και μόνο για τη δουλειά του, είναι πιο συντηρητικός και έχει έναν ανελαστικό κώδικα ηθικής. Επίσης, αντιμετωπίζει προβλήματα όχι μόνο στις διαπροσωπικές αλλά και στις κοινωνικές του σχέσεις. Εγώ, αντιθέτως, έχω σταθεί πιο τυχερός με όλα αυτά. Θα έλεγα, εν συντομία, ότι είναι μάλλον πιο μονόχνοτος σε σχέση με τον δημιουργό του».
Ο Μάρκου, δεινός αναγνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει τα πρότυπά του: «Θα ήθελε να είναι κάτι μεταξύ Ζιλ Μεγκρέ και Ηρακλή Πουαρό. O τελευταίος, για παράδειγμα, είναι πιο ανθρώπινος από τον Σέρλοκ Χολμς, αλλά θέλει να έχει τον έλεγχο επί των πάντων, είναι control freak, όταν δεν ενσαρκώνει κι αυτός τη δικτατορία της ευφυΐας, γεγονός ενοχλητικό για πολλούς, ενίοτε και για εμένα. Θα ήθελα πάντως να γνωρίσω τον Πουαρό, να κάνουμε παρέα σε κάποιο δείπνο δηλαδή, όχι να τον έχω στη ζωή μου, γιατί είναι κάπως ψυχαναγκαστικός. Ο Μάρκου είναι ένας καθημερινός άνθρωπος και ίσως γι’ αυτό να θαυμάζει τον Πουαρό, επειδή εκείνος είναι ξεχωριστός, ενώ ο Μάρκου δεν μπορεί να είναι ξεχωριστός και το ξέρει».
Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης, πέραν της μυθοπλασίας, γράφει (σε άλλες γλώσσες, προσώρας) και δοκιμιακά βιβλία για την αισθητική του εγκλήματος: «Την έννοια criminart – μια λέξη που προκύπτει από τον συνδυασμό δύο άλλων, του εγκλήματος και της τέχνης – την εμπνεύστηκα κατά την περίοδο που ερευνούσα σε μεγάλα μουσεία, το Λούβρο και το Ορσέ, την αναπαράσταση της ανθρωποκτονίας στη γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα. Σε αυτά τα βιβλία πραγματοποιώ ιδιότυπες έρευνες, εγκληματολογικές και ανθρωπολογικές συνάμα, καθιστώντας τους αναγνώστες μάρτυρες μιας δολοφονίας, μυθικής ή ιστορικής. Αναζητώ μαζί τους όχι μόνο την αλήθεια του εκάστοτε έργου αλλά την αλήθεια εν γένει». Πάντως, ως συγγραφέας της αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει να αντιπαλέψει και στερεότυπα, και στη Γαλλία και εδώ: «Αφενός, δεν γράφω τουριστικούς οδηγούς για την Ελλάδα. Αφετέρου, δεν συμφωνώ με όσους λένε ότι είναι αστεία η ιδέα ενός έλληνα σίριαλ κίλερ». Και δεν αποκλείεται να το αποδείξει στην επόμενη ιστορία του αστυνόμου Μάρκου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.