Ξαναδιαβάζοντας τον Καζαντζάκη

Η πρόσφατη μετάφραση της «Οδύσσειας» στα ιταλικά και η εκδοτική της επιτυχία φέρνουν ξανά στην επικαιρότητα το ερώτημα αν ο μεγάλος έλληνας λογοτέχνης είναι τελικά ποιητής ή πεζογράφος

Τι είναι τελικά ο Καζαντζάκης, πεζογράφος ή ποιητής; Το ερώτημα, που επανέθεσε προσφάτως εύστοχα ο Δημήτρης Κόκορης με το βιβλίο του Ο Καζαντζάκης ως ποιητής (εκδ. Πεδίο), ανακύπτει από την τρέχουσα βεβαιότητα, ελληνική και διεθνή, ότι ο Καζαντζάκης είναι κυρίως μυθιστοριογράφος.

Nikos Kazantzakis
Odissea, Introduzione e traduzione Nicola Crocetti
Crocetti Editore, 2020,
σελ. 882, τιμή 35 ευρώ

Αλλά το θέτει έμμεσα και ο Νίκολα Κροτσέτι με τη μετάφρασή του της Οδύσσειας του Καζαντζάκη, που εκδόθηκε στην Ιταλία τον περασμένο Νοέμβριο. Αν στην περίπτωση του βιβλίου του Κόκορη η απάντηση, για τον αναγνώστη του, καθοδηγείται κυρίως επαγωγικά, διά κριτικών επιχειρημάτων, στην περίπτωση της ιταλικής Οδύσσειας επιβάλλεται από την αμεσότητα της ποιητικής εμπειρίας – για την ακρίβεια, από την ένταση αυτής της αμεσότητας, που καθορίζει και τον βαθμό της πιστότητας προς το κείμενο του πρωτοτύπου. Εννοώ περισσότερο την πιστότητα προς την ποίηση του πρωτοτύπου, που είναι το πραγματικό ζητούμενο στη μετάφραση ενός ποιήματος, και λιγότερο την απόλυτη πιστότητα προς το γράμμα του.

Η μετάφραση ως πρωτότυπο

Οσο και αν φαίνεται παρακινδυνευμένη η γνώμη ενός κριτικού για τη μετάφραση ενός ποιητικού έργου σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, αρκεί να έχει ζήσει για ένα χρονικό διάστημα (και μιλήσει) τη γλώσσα αυτή στη χώρα της και να διαθέτει στοιχειώδη ποιητική ευαισθησία για να εκτιμήσει την ποιότητά της. Και μάλιστα όταν η μετάφραση αυτή έχει προκαλέσει πλήθος εγκωμιαστικών κριτικών κειμένων σοβαρών κριτικών στα σημαντικότερα έντυπα αυτής της χώρας: «Ο Κροτσέτι μετέφερε στη γλώσσα μας τη δημιουργική φλόγα του πρωτοτύπου» γράφει ο Ντανιέλε Πιτσίνι στην «Corriere della Sera». «Ο αναγνώστης της μετάφρασής του βυθίζεται σε μια συναρπαστική αισθητική εμπειρία» (Ματέο Νούτσι, «La Repubblica»). «Η μετάφραση αποτελεί μια εκπληκτική λογοτεχνική εποποιία που θα καταλάμβανε από μόνη της ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνικής μετάφρασης» (Ντανιέλε Βέντρε, «Il Manifesto»). «Οι στίχοι της ρέουν αρμονικοί και επιβλητικοί ως εάν ο Καζαντζάκης τούς είχε συλλάβει στη γλώσσα μας» (Ουμπέρτο Φιόρι, «Doppiozero») κ.ά.

Το γεγονός ότι οι κριτικοί αυτοί (κλασικοί φιλόλογοι, ως επί το πλείστον) δεν γνωρίζουν τη νεοελληνική γλώσσα δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να μας καθιστά επιφυλακτικούς για την αξιολόγησή τους. Γιατί διαβάζουν και κρίνουν τη μετάφραση όπως θα έπρεπε, με τους όρους της ανάγνωσης ενός πρωτότυπου ποιήματος. Και δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η μετάφραση αυτή έκανε τρεις ανατυπώσεις το τρίμηνο που ακολούθησε την κυκλοφορία της (στα τέλη Νοεμβρίου), ότι χαρακτηρίστηκε «η καλύτερη ποιοτικά μετάφραση της χρονιάς» από την ετήσια σχετική αξιολόγηση της «Corriere della Sera» και ότι βρέθηκε πρώτη στη λίστα Δεκεμβρίου των ευπώλητων μεταφρασμένων βιβλίων της «Corriere della Sera» και της «Repubblica».

Τίθεται βέβαια το ερώτημα: Πώς μπορεί να μεταφράσει κανείς ένα μεγάλης ποιητικής πνοής έργο 33.333 δεκαεπτασύλλαβων στίχων, γραμμένων σε ένα μπαρόκ δημοτικιστικό ιδίωμα διαμορφωμένο σε μεγάλο βαθμό από ασυνήθεις σύνθετες λέξεις (ως προς τα επίθετα κυρίως), όταν η γλώσσα του δεν σηκώνει παρόμοιες προσμείξεις και η μετρική του παράδοση δεν διαθέτει ανάλογο μήκος στίχου; Γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατον να μεταφέρει στην ιταλική όλα τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, ο Κροτσέτι εκπονεί μια «ισόμετρη», όπως την αποκαλεί, αναπαραγωγή της γλώσσας, της προσωδίας και του ύφους του, «ανάλογη με εκείνη των στοχαστικών προσαρμογών με τις οποίες οι λατίνοι ποιητές προσπαθούσαν να μεταπλάσουν στη γλώσσα τους τη δυναμική της αρχαίας ελληνικής ποίησης». Ως προς τις λεκτικές δυσκολίες και καθώς δεν υπάρχει ακόμη αξιόπιστο «Γλωσσάριο» της Οδύσσειας, ο Κροτσέτι προσέφυγε στη βοήθεια της αγγλικής μετάφρασης του Κίμωνα Φράιερ (1958), που έγινε με τη συνεργασία του ίδιου του Καζαντζάκη, μετάφρασης την οποία ομόφωνα η αγγλόφωνη κριτική χαρακτηρίζει μεγάλο ποιητικό επίτευγμα. Ως προς την προσωδία, ο Κροτσέτι μεταπλάθει τον ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο του πρωτοτύπου συνδυάζοντας τον ιταλικό επτασύλλαβο με τον εννεασύλλαβο σε έναν ενιαίο στίχο, κυμαινόμενο, σύμφωνα με τους κανόνες της ιταλικής μετρικής, από τις δεκατέσσερις ως τις δεκαοκτώ συλλαβές, με μετακινούμενη τομή και με παρένθετους ενίοτε ελεύθερους στίχους – επιτυγχάνοντας με αυτές τις προσαρμογές το απρόσκοπτο του μεταφραστικού λόγου.

Η γνώμη των παλαιοτέρων

Η μεγάλη επιτυχία των μεταφράσεων του Φράιερ και του Κροτσέτι, σε σύγκριση με τη γενική έως σήμερα υποδοχή του πρωτότυπου έργου στη χώρα μας, θα μπορούσε να εξηγηθεί αν βλέπαμε πώς υποδέχθηκαν την Οδύσσεια οι ποιητές της εποχής της εμφάνισής της: οι ομήλικοι του Καζαντζάκη («παραδοσιακοί» του έμμετρου στίχου) και οι νεότεροι (μοντερνιστές) της γενιάς του ’30. Για τους πρώτους η Οδύσσεια ήταν «μια ανοιχτόκαρδη φάρσα» (Βάρναλης, 1939), με «ποιητικίζουσα γλώσσα που εκτοπίζει αδιάκοπα την ποιητική έκφραση» (Αυγέρης, 1939), ένα ποίημα που ο Σικελιανός διαβάζοντάς το «δεν έστρωνε η ψυχή [τ]ου» (1942). Για τον Σεφέρη ο Καζαντζάκης ήταν μαζί με «τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό και τον Καρυωτάκη» ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας (1938), για τον Ελύτη συγκαταλέγεται «στους μεγάλους μας ποιητές» (1979), ενώ ο Εγγονόπουλος τον συναναφέρει θαυμαστικά με τον Παλαμά και τον Σικελιανό (1980). Είναι φανερό ότι οι ποιητές της γενιάς του ’30 ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τη σημασία της ποίησης του Καζαντζάκη καλύτερα απ’ ό,τι οι ποιητές της γενιάς του. Γιατί το εύρος και η ένταση της ποιητικής του πνοής, όπως αυτή γινόταν αισθητή με την Οδύσσεια χάρη στην παράτολμη ανάβασή του στις ακρώρειες της «παραδοσιακής» έκφρασης, δήλωναν μια επιθυμία εξόδου από την ποιητική μακαριότητα της εποχής, την αναζήτηση μιας αναζωογόνησης του ποιητικού λόγου, έστω στους αντίποδες της δικής τους.

 

Το μεγαλόπνευστο αίτημα του Καζαντζάκη να σώσει όχι ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τον Θεό, που πρωτοδιατυπώνεται στοχαστικά με τον «βιβλικό» στίχο της Ασκητικής (1927) και κορυφώνεται με τον επικό λυρισμό της Οδύσσειας (1938) σε μια εποχή σεισμικών (μοντερνιστικών) αναδιαρθρώσεων του ποιητικού μας λόγου, μπορεί να διαβαστεί και ως μια μεταφορά του προσωπικού αγώνα του Καζαντζάκη για σωτηρία: για λυτρωτική επιβίωση μέσω της ποίησής του. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι το συνολικό ποιητικό του έργο είναι υπερδιπλάσιο του πεζογραφικού. Αλλά και τα μυθιστορήματα της όψιμης ηλικίας του, αν τα διαβάσουμε προσεκτικότερα, θα αισθανθούμε ότι μυθιστορήματα ενός ποιητή είναι. Αν η διεθνής επιτυχία τους επέθεσε στο λογοτεχνικό διαβατήριο του Καζαντζάκη μια σφραγίδα πεζογραφική, η σφραγίδα αυτή είναι επίπλαστη. Πιστεύω πως αυτό υποδήλωνε το 1959 ο Ανδρέας Καραντώνης, ο κατ’ εξοχήν κριτικός της γενιάς του ’30, που, παρά τις όχι λίγες αντιρρήσεις του για την Οδύσσεια, την αισθανόταν ως «ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο», από εκείνα που γράφτηκαν «με προϋποθέσεις και με δυνατότητες αιώνιας επιβίωσης», γιατί στο έργο αυτό έβλεπε «μια ολόκληρη ήπειρο που πρέπει να ερευνηθεί, επειδή, δεν μπορεί, θα κρύβει και ομορφιές και αλήθειες που δεν τις είδαμε ακόμη».

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ομότιμος.

 

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.