Η εποχή των αυτοκρατορικών προέδρων

Μετά την Τιανανμέν, τα άρματα, την αιματοχυσία του 1989, η ραγδαία άνοδος της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα βασίστηκε σε δύο πυλώνες: τη μερική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και την ελαφρά οπισθοχώρηση της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος πίσω από τις κουίντες.

Μετά την Τιανανμέν, τα άρματα, την αιματοχυσία του 1989, η ραγδαία άνοδος της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα βασίστηκε σε δύο πυλώνες: τη μερική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και την ελαφρά οπισθοχώρηση της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος πίσω από τις κουίντες. Οσο η οικονομική ανάπτυξη προχωρούσε με καταιγιστικούς ρυθμούς και το βιοτικό επίπεδο βελτιωνόταν, η κινεζική ελίτ φρόντιζε να κρατά τη διαφθορά σε κάπως ανεκτά όρια και το πολιτικό της προσωπικό σε χαμηλό προφίλ. Η ισχύς μπορεί να επιμεριζόταν στα αξιώματα του γενικού γραμματέα του Κόμματος, του επικεφαλής της στρατιωτικής επιτροπής και του προέδρου της χώρας, ορατό όμως προς τα έξω ήταν μόνο το τελευταίο και ο κάτοχός του κινούνταν σε ήρεμα νερά.
Μακριά από την εμφανή παντοκρατορία του Μάο ή τη σιωπηρή κυριαρχία του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, οι Τζιανγκ Ζεμίν και Χου Τζιντάο υπηρέτησαν διαδοχικά τις θητείες τους επί δύο δεκαετίες ως πρώτοι μεταξύ ίσων, σταθεροί αλλά αθόρυβοι κυβερνήτες. Ετσι, όταν στις 25 Φεβρουαρίου το πρακτορείο Τσινχούα ανακοίνωσε ότι η κομματική ηγεσία θα αφαιρούσε από το Σύνταγμα τον περιορισμό των δύο πενταετών προεδρικών θητειών στην ετήσια σύνοδο του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου που έληξε πριν από μερικές ημέρες, ο 64χρονος Σι Τζινπίνγκ, νυν ισχυρός άνδρας της Κίνας, έγινε ουσιαστικά διά βίου πρόεδρός της και έστειλε τη διαρκώς αναβαλλόμενη πολιτική φιλελευθεροποίηση της υπερδύναμης στις ελληνικές καλένδες.
Αιφνιδιασμένοι οι διεθνείς σινολόγοι, όπως συχνά συνέβαινε επί Ψυχρού Πολέμου με τους συναδέλφους τους σοβιετολόγους, αφού προσγειώθηκαν πρώτα από τα σύννεφα από τα οποία είχαν πέσει, άρχισαν να αναρωτιούνται σχετικά με τις συνέπειες για τις μεταρρυθμίσεις και τις σχέσεις της Κίνας με τη Δύση. Το ουσιαστικό ερώτημα όμως είναι αν και κατά πόσο η στέψη του Σι Τζινπίνγκ ως αυτοκράτορα με άλλο όνομα θα επηρεάσει την εξέλιξη άλλων λαϊκιστικών καθεστώτων, όπου ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή ο Νικολάς Μαδούρο κρατούσαν μέχρι τώρα τα προσχήματα σε κάτι που λογιζόταν ως κατ’ όνομα δημοκρατία, στην πράξη, όμως, ήταν ενός ανδρός αρχή.
Αν η εν λόγω φράση του Θουκυδίδη εμπνέει κάποιον από τους παραπάνω (υπό τον όρο ότι την έχει διαβάσει), αυτό δεν τον καθιστά αυτόματα Περικλή. Τον καθιστά στην καλύτερη περίπτωση επικεφαλής αυτού που ο Τζον Κιν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, ονόμαζε το 2009 στο βιβλίο του «The Life and Death of Democracy» (εκδ. Simon & Schuster) «δημοκρατία των καουδίγιο» («caudillo democracy»): ενός καθεστώτος κομμένου και ραμμένου στα μέτρα των πλουσίων και ισχυρών της Νότιας Αμερικής του 19ου αιώνα, ολιγαρχών που χρησιμοποιούσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία προς εξυπηρέτηση της δικής τους φιλοδοξίας. «Η δημοκρατία των καουδίγιο», σημειώνει ο Κιν, «ήταν μόνο κατ’ επίφαση δημοκρατία, στην πραγματικότητα ήταν διακυβέρνηση από αυτούς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους άριστους». Τη μεταφορά παρόμοιων προτύπων από τον 19ο στον 21ο αιώνα, τον εκσυγχρονισμό και τη διακόσμησή τους με φαινόμενα άμεσης επικοινωνίας του αρχηγού με τον λαό του (καλή ώρα, όπως το Twitter του Ντόναλντ Τραμπ), του οποίου εικόνα και ομοίωση διακηρύττει πως αποτελεί, είχε χαρακτηρίσει στη δεκαετία του ’90 ως «δημοκτατορία» ο μεγάλος ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο.
Τέτοια υβριδικά καθεστώτα εξαπλώθηκαν σε διάφορα μέρη του κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με άρθρο των Αντρεα Κένταλ-Τέιλορ και Ερικα Φραντς, καθηγητριών στα Πανεπιστήμια της Τζόρτζταουν και του Μίσιγκαν αντίστοιχα, στο περιοδικό «Foreign Affairs» τον Δεκέμβριο του 2016, το 40% των ανατροπών της δημοκρατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ 2000 και 2010 οφείλεται στη διαδικασία που ορίζουν ως «αυταρχικοποίηση». Με αυτόν τον όρο περιγράφουν μια «εκλεπτυσμένη και σταδιακή» πρακτική υπονόμευσης της δημοκρατικής διαδικασίας, κατά την οποία δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες «αξιοποιούν μια εκτεταμένη υπάρχουσα δυσαρέσκεια προκειμένου σταδιακά να υπονομεύσουν τους θεσμικούς περιορισμούς της διακυβέρνησής τους, να περιθωριοποιήσουν την αντιπολίτευση και να διαβρώσουν την κοινωνία των πολιτών». Τοποθετώντας εκλεκτούς τους σε καίριες θέσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Τάξης ακυρώνουν τη διάκριση των εξουσιών και παγιώνουν την προσωποπαγή εξουσία τους με την εξαγορά, τη λογοκρισία ή τον νομοθετικό περιορισμό των μέσων ενημέρωσης.
Ο Σι Τζινπίνγκ δεν συγκαταλεγόταν έως τώρα στη χορεία των «αρίστων» της «αυταρχικοποίησης». Οπωσδήποτε, δεν διεξήγαγε εκλογές ώστε να τις κερδίσει, όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ταγίπ Ερντογάν, ο Νικολάς Μαδούρο. Μοιράζεται με τους τρεις πρώτους το πλεονέκτημα της δημοτικότητας (αν και, σύμφωνα με τον «Guardian», μεταξύ των αδιάλλακτων αντιφρονούντων είναι γνωστός ως «Σίτλερ», κατά το «Χίτλερ»), εφόσον τουλάχιστον πιστέψει κανείς τους ειδικούς, μια και για δημοσκοπήσεις ούτε λόγος: ο πόλεμός του κατά των «κλεφτών τίγρεων και των μυγών», των διεφθαρμένων υψηλόβαθμων αξιωματούχων και χαμηλόβαθμων γραφειοκρατών στην παραδοσιακά ποιητική κινεζική πολιτική γλώσσα τον καθιστά, όπως έλεγε τον Οκτώβριο του 2017 στον Τομ Φίλιπς του «Guardian» ο Τσενγκ Λι, διευθυντής του Κέντρου Κινεζικών Μελετών «Τζον Λ. Θόρντον» στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς της Ουάσιγκτον, «συμπαγώς δημοφιλή στους «laobaixing», τους απλούς ανθρώπους. Τον βλέπουν ως τον τρίτο ισχυρότερο ηγέτη μετά τον Μάο και τον Ντενγκ».
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έχει τέτοια μέτρα σύγκρισης, εκτός αν οπισθοχωρήσει κανείς στα χρόνια της Σοβιετικής Ενωσης. Ο άνθρωπος που μόλις κέρδισε την τέταρτη προεδρική του θητεία στις εκλογές της 18ης Μαρτίου, με ποσοστό της τάξης του 76,66%, βρέθηκε σε δύσκολη θέση μόλις μία φορά, στα τέλη του 2011, όταν, ως πρωθυπουργός στο ενδιάμεσο των προεδριών του, αντιμετώπισε πολυπληθείς διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για νοθεία στις τότε βουλευτικές εκλογές.
Ο Ταγίπ Ερντογάν τολμά ακόμη και να χάσει πλειοψηφίες, όπως συνέβη τον Ιούνιο του 2015, αφού μπορεί να τις ανακτήσει έπειτα από μερικούς μήνες, κατά το παράδειγμα του Νοεμβρίου του 2015. Για να περιοριστούν οι εκπλήξεις, βέβαια, ο ίδιος προέβη τον Απρίλιο του 2017 σε μια κίνηση ανάλογη με του Σι Τζινπίνγκ, έστω και με διαφορετικό μηχανισμό. Εκμεταλλευόμενος το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 για να εκκαθαρίσει τη δημόσια διοίκηση (περί τις 10.000 συλλήψεις στρατιωτικών, 2.745 απολύσεις δικαστών και 15.000 διαθεσιμότητες εκπαιδευτικών, σύμφωνα με το BBC), προχώρησε μέσω δημοψηφίσματος στη μεταβολή του πολιτεύματος σε προεδρική δημοκρατία, ρύθμιση που θα ισχύσει από τις προεδρικές εκλογές του 2019 –τις οποίες προφανώς σκοπεύει να κερδίσει.
Κάτι στο οποίο δυσκολεύεται ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος εξελέγη δημοκρατικά μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες το 2013, έκτοτε όμως η οικονομική κρίση της χώρας τον έφερε αντιμέτωπο με πάνδημη δυσαρέσκεια και μια Βουλή υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης από το 2015. Εξού και το 2017 την κατάργησε με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αντικαθιστώντας τη, μέσω αδιαφανούς διαδικασίας, με μια Συντακτική Συνέλευση οπαδών του, η οποία θα ψηφίσει νέο Σύνταγμα. Στο ενδιάμεσο, μαζικές διαδηλώσεις καταστέλλονταν βίαια από τον Στρατό με εκατοντάδες θύματα.
Η σημερινή Κίνα είναι μακριά από όλα αυτά, τόσο ως προς τη δημοκρατία όσο και ως προς τη στρατοκρατία. Η αναγωγή όμως του Σι Τζινπίνγκ σε διά βίου πρόεδρο, ανεξάρτητα από την πολιτική της διάσταση, έχει και τη συμβολική, όπως επεσήμαινε ο Ιβάν Κράστεφ, διακεκριμένος ερευνητής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης, στους «New York Times». Είτε ερμηνεύσει κανείς, με άλλα λόγια, τη μεταβολή του Συντάγματος ως επιστροφή στην προσωποπαγή εξουσία του Μάο είτε τη θεωρήσει επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας του Κόμματος, το ζήτημα είναι η εμφανής απόρριψη του δημοκρατικού προτύπου. Εδώ ο Κράστεφ επικαλείται τον Κένεθ Τζόουιτ, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, και αυτό που εκείνος ορίζει ως «φαινόμενο των Βερσαλλιών» –την ακτινοβολία ενός δεδομένου πολιτικού προτύπου ανά εποχές και κοινωνίες.
«Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ της Γαλλίας», έγραφε ο Τζόουιτ σε άρθρο του στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Communist Studies and Transition Politics» το 2008, «δημιούργησε ένα αξιοθαύμαστα ισχυρό καθεστώς που έχαιρε υψηλού κύρους και το οποίο βρήκε μιμητές από τη Γερμανία έως τη Ρωσία, με μίνι Βερσαλλίες να ανοικοδομούνται, γαλλικές συμπεριφορές να υιοθετούνται και τη γαλλική γλώσσα να ομιλείται από την ελίτ. Τον 19ο αιώνα ήταν το βρετανικό Κοινοβούλιο που έγινε το πολιτικό (στην Ουγγαρία, και το αρχιτεκτονικό) πρότυπο μίμησης. Και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυβερνήτες των σταλινικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης πρόθυμα, όχι απαραίτητα από ανάγκη, μιμήθηκαν τον σταλινικό τρόπο ζωής σε όλη του την έκταση, στο σημείο κάποιοι ανατολικοευρωπαίοι ηγέτες να παντρευτούν σοβιετικές γυναίκες».
Το ίδιο συνέβαινε με τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις αξίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρούσε ο Ιβάν Κράστεφ: η δημοκρατία ήταν το ηγεμονικό πολιτικό ιδεώδες και ακόμη και όσοι δεν το ασπάζονταν φρόντιζαν να κρατούν τους τύπους. Ιδανικό παράδειγμα εδώ είναι μια παλαιότερη έκδοση του προέδρου Πούτιν, εκείνη του 2008, που, αντί να προβεί στον χονδροειδή χειρισμό της αλλαγής του ρωσικού Συντάγματος το οποίο απαγόρευε τρίτη συνεχόμενη εκλογή, προτίμησε το νομότυπο πέρασμά του στην πρωθυπουργία, κρατώντας τον προστατευόμενό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ να του ζεσταίνει τον προεδρικό θώκο έως ότου επιστρέψει ο ίδιος το 2012, έχοντας εξασφαλίσει στο μεταξύ την επιμήκυνση της θητείας από τα τέσσερα στα έξι χρόνια.
Πρόκειται για κανόνες που έως τώρα σεβόταν, έστω οριακά, έστω με προφανείς όρους βιτρίνας, και η ίδια η Κίνα. Για τον Κράστεφ, η απεριόριστη προεδρική θητεία που εισάγει η νέα ρύθμιση σηματοδοτεί «το τέλος της ηγεμονίας της δημοκρατίας ως παγκόσμιου πολιτικού ιδεώδους». Πέρα από την προβολή ενός πλήρους κινεζικού μοντέλου οικονομικής λειτουργίας και διαχείρισης της εξουσίας με χαρακτήρα αμφισβήτησης του προτύπου των Ηνωμένων Πολιτειών (άρα, και ανταγωνισμού για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία), η καινοτομία του Σι Τζινπίνγκ μπορεί, κατά τον αρθρογράφο των «New York Times», να ενθαρρύνει τον Βλαντίμιρ Πούτιν ή τον Ταγίπ Ερντογάν να αποβάλουν το φύλλο συκής των συνταγματικών ορίων και να παρατείνουν την παραμονή τους στην κυβέρνηση επ’ αόριστον. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι έχουν και τη δικαιολογία της ψήφισης από μαζικά εκλογικά σώματα, όχι από περιορισμένα κομματικά ιερατεία.
Ως προειδοποίηση της αυξανόμενης γοητείας των νέων απολυταρχικών ηγετών, η παρατήρηση του Ιβάν Κράστεφ έχει νόημα. Γίνεται σαφές και αντιληπτό από το «λογάκι» που έσπευσε να πετάξει σε Ρεπουμπλικανούς χρηματοδότες, τους οποίους δεξιώθηκε στις 4 Μαρτίου στο ταπεινό του υποστατικό στο Μαρ-α-Λάγκο, ο Ντόναλντ Τραμπ, αναφερόμενος στον Σι. «Είναι πλέον διά βίου πρόεδρος. Διά βίου πρόεδρος. Και είναι σπουδαίος. Και κοιτάξτε τι κατάφερε να κάνει. Νομίζω ότι είναι σπουδαίο. Ισως το δοκιμάσουμε κι εμείς κάποτε» είπε σύμφωνα με τον «Independent».
Ωστόσο, όσο κι αν μύχιος πόθος του 45ου προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν να αναγνωριστεί η μεγαλοσύνη του με την απονομή της διά βίου προεδρίας του Σύμπαντος, στην πραγματικότητα η δυνητική επίδραση του «φαινομένου των Βερσαλλιών» έχει να κάνει και με κάτι άλλο, το οποίο ο Κράστεφ δεν υπογραμμίζει: το πολιτικό πρότυπο πηγάζει από την κυρίαρχη υπερδύναμη της εποχής –τη Γαλλία του 17ου αιώνα, τη Βρετανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχουν λόγο να εγκαταλείψουν τους τύπους που επικρατούν στο κυρίαρχο διεθνές σύστημα έως ότου, λόγου χάρη, η Κίνα υποσκελίσει ως πολιτική και οικονομική οντότητα τις Ηνωμένες Πολιτείες και δημιουργήσει μια δική της τάξη πραγμάτων.
Μέχρι τότε η ουσία τέτοιων καθεστώτων, προσωποπαγών, μονοκομματικών ή δημοκρατικών κατ’ επίφαση, θα δίνεται από την ιστορία που αφηγούνται οι Ντάρον Ατζεμόγλου και Τζέιμς Α. Ρόμπινσον στο βιβλίο τους «Why Nations Fail» (στα ελληνικά, «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», εκδ. Λιβάνη) για τη Ζιμπάμπουε του πρόσφατα εκπαραθυρωμένου από την εξουσία, ύστερα από 37 συναπτά έτη, Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Τον Ιανουάριο του 2000 η τράπεζα Zimbank είχε θεσπίσει μια λοταρία με λαχνό αξίας 100.000 δολαρίων Ζιμπάμπουε (περίπου $2.600), έπαθλο που θα διεκδικούσαν όσοι πολίτες τηρούσαν τον προηγούμενο Δεκέμβριο καταθετικούς λογαριασμούς ύψους 5.000 δολαρίων κατ’ ελάχιστον. Οταν ο τελετάρχης της απονομής Φάλοτ Τσαουάουα τράβηξε τον νικητήριο λαχνό, «δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του βλέποντας ότι έγραφε το όνομα της εξοχότητάς του, Ρόμπερτ Γκ. Μουγκάμπε». Το νόημα των θεσμών στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν ταυτίζεται, όπως στον λαχνό του Ρόμπερτ Μουγκάμπε, με το όνομα του ηγέτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.